«Ο Φωτογράφος» του Αργύρη Χιόνη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Πάντα έχω μια αγωνία για το ποιά θα είναι η πρώτη είδηση στο πέρασμα του καινούργιου χρόνου. Το ξέρω πως φτιαχτό είναι το φράγμα του παλιού με τον καινούργιο χρόνο, αλλά εμείς οι άνθρωποι χρειαζόμαστε αυτό το μέτρημα, αυτό το ορόσημο για να μετράμε τη δικιά μας βιολογική ηλικία, να κατατάσσουμε τις εμπειρίες και τις μνήμες μας και να παραθέτουμε τις ελπίδες και τους φόβους μας.  

Σκληρή η πρώτη είδηση του χρόνου για μια απώλεια που είχαμε μέσα στις γιορτές. Έφυγε ο ποιητής Αργύρης Χιόνης, ένας πνευματικός φίλος. Τον Χιόνη τον θεωρούσα φίλο παρ΄ όλο που δεν τον συναναστράφηκα ποτέ, κι ας ζούσαμε κάποια περίοδο στην ίδια πόλη, τις Βρυξέλλες. Τον θεωρούσα φίλο όχι γιατί είχαμε την ίδια περίπου ηλικία και το ίδιο χρώμα μαλλιών, ούτε γιατί η ποίησή του και τα πεζά του με συντρόφευαν με μια γλώσσα γνώριμη με την ποιητική της πολυσημία και την ελαφρά πικρή ειρωνεία, αλλά γιατί αγνόησε και αποτίναξε τις Σειρήνες του άνετου μισθού και της ακόμα πιο άνετης εργασιακής μονιμότητας και ακολούθησε τη φωνή της ψυχής του, μπούσουλα για το δρόμο της προσωπικής του Ιθάκης, της Ποίησης. Δεν μπορούσε ο Χιόνης να κατατάξει την ποίησή του σε πάρεργο, δεν μπορούσε να την στριμώξει στον «ελεύθερό» του χρόνο, δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε συννεφιασμένα μήκη και σε ψευδοαστικά πλάτη. Με το καράβι του Οδυσσέα ξεκίνησε από τα (τότε) φτωχικά Σεπόλια.Μην αντέχοντας την κοροϊδία της Χούντας φεύγει στο Παρίσι και ανοίγει το παράθυρο των γλωσσών. Ακολουθεί το Άμστερνταμ και μετά οι Βρυξέλλες. Και μετά πάλι η επάνοδος, αυτή τη φορά σ΄ ένα ορεινό χωριό της Κορινθίας, το Θροφαρί, αναζητώντας τη λίγη απομένουσα γνησιότητα στην Ελληνική γη. Προσπάθησε να λειτουργήσει μακριά από τα οποιαδήποτε φτιασιδώματα, εγχώριαή αυτά της εσπερίας. Μακριά κι από τα φτιασιδώματα της ματαιότητας του χρόνου και του ψεύδους που μας περιβάλλει.  

Ξεφυλλίζω ένα από τα τελευταία του βιβλία «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010) που έτυχε τη μέρα της αγγελίας της «οριστικής αποχώρησής του» να με περιμένει μισάνοιχτο πάνω στο χαμηλό τραπέζι: «Με ήτα η ζωή τελειώνει∙ με ήττα, επίσης» (Εκδοχές του τέλους). Από το ίδιο βιβλίο διαλέγω ένα ποίημα γεμάτο αρνητικά φιλμ φωτογραφίας… Ξέρω ότι στην εμφάνισή τους η φωτογραφία κρύβει γέλια, φως και χρώματα που υπήρξαν. Το θετικό είναι ότι μ΄ ένα κλικ του ματιού συνελήφθησαν και έμειναν σ' ένα αρνητικό φιλμ. Ανά πάσα στιγμή εμφανίζονται και ξαναζούν… σαν τον λόγο του ποιητή που ξεπετάγεται από το τυπωμένο χαρτί.  

Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

Πως βρέθηκα ισόβια κλεισμένος
στον σκοτεινό ετούτο θάλαμο;
Πως τη ζωή μου έταξα, χωρίς ενδοιασμό,
στην τέχνη αυτή την άχαρη;  

Τα χημικά τα νύχια μου μαυρίζουν,
τ’ απανωτά τσιγάρα καίνε τα πλεμόνια μου,
ήλιο δεν έχει η μέρα μου, η νύχτα μου σελήνη,
μονάχα ένα λαμπιόνι κόκκινο,
θαμπό φωτίζει δεν φωτίζει την ψυχή μου.  

Και τα αρνητικά αρνητικά να μένουν∙
μορφές, πού θα ‘σαν κάποια ανακούφιση, επιμένουν
να μοιάζουνε φαντάσματα φρικτά∙
μαύρα τα πρόσωπα, άδεια τα μάτια, άσπρα τα μαλλιά.  

Εμείς θα εμφανίζουμε αυτά τα φιλμ για να δίνουμε φως και χρώμα και να ευλογούμε το πέρασμα των ποιητών από κοντά μας. Για σκεφτείτε τη ζωή χωρίς το πέρασμα των ποιητών, πώς θα ήταν;    

————————————————————————————-

Στο παρακάτω βίντεο ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) απαγγέλλει τα ποιήματα που απαρτίζουν την ενότητα «Οι Εκδοχές του Τέλους» από το (τελευταίο) βιβλίο του με τίτλο: » Ό,τι περιγράφω με περιγράφει «, το οποίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης το 2010. 

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "«Ο Φωτογράφος» του Αργύρη Χιόνη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *