Δε σιχαίνεσαι …

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Για Τον Περικλή Γιαννόπουλο δεν ήξερα.Διάβασα γι’ αυτόν και για τον Καρυωτάκη και άλλους επώνυμους Έλληνες αυτόχειρες σ’ ένα μακάβριο αφιέρωμα. Τον κύριο Εμμανουήλ όμως τον γνώριζα. Έμενε απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς στ’ Αρμένικα στο Βότση. Έβγαζε πάντα μια καρέκλαστο πεζοδρόμιο δίπλα στην πόρτα της πολυκατοικίας, απέναντι από την παλιά εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Όταν χτυπούσε η καμπάνα έκανε το σταυρό του και κάτι ψιθύριζε. Σταματούσαμε τότε το παιχνίδι και κάναμε επιδεικτικά το σχήμα του σταυρού. Του άρεζε, μας χαμογέλαγε κι εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε πίσω από τους θάμνους, και κρατούσαμε τις κοιλιές από τα γέλια. Πρέπει να το είχε καταλάβει, μα δε μας κράτησε ποτέ κακία. Χρόνια μετά, φοιτητής από το Βέλγιο και επισκέπτης πλέον, – θα μείνω πάντα «ιδανικός και ανάξιος εραστής..» -, τον βοήθησα να ανεβάσει την καρέκλα. Τότε συνειδητοποίησα ότι έμενε στον τρίτο. Πήρα θάρρος και τον ρώτησα γιατί δεν πήγαινε ποτέ στο καφενείο, εκεί τουλάχιστον δεν χρειαζόταν να παίρνει μαζί του την καρέκλα.
-Δε σιχαίνεσαι παιδάκι μου, μου απάντησε. Πήρανε και την εκκλησιά από εδώ και την πήγανε απέναντι.Το είδες;10 χρόνια χάσκει με τα μπετά, να μην είχανε μήπως λεφτά οι κερατάδες, με το δίσκο του πιστού το χτίσανε το θηρίο, με το δίσκο του πιστού θα το σοβατίσουνε κιόλας,η καρέκλα αυτή εκεί που την άφησες θα μείνει, δεν ματακατεβαίνω. Να σε βάλω μία βανίλια γιαβρίμ να φχαριστηθεί η ψυχή σου!
Διασχίζοντας το δρόμο με τη γεύση της βανίλιας στο στόμα και προορισμό το σπίτι της γιαγιάς, που είχε γίνει πια πολυκατοικία και χλεύαζε σαν ψηλομύτα τ’ Αρμένικα, θυμήθηκα που πρωτοσυνάντησα το «δε σιχαίνεσαι παιδάκι μου…». Στη τριλογίατου Λουντέμη, πιο γνωστή με τον τίτλο του 2ου τόμου «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», δια στόματος κυρίου Αβακιάν. Από εκείνη τη μέρα κάθε φορά που θέλω να θυμηθώ κάτι, γεύομαι υποβρύχιο.
«Κύριος Εμμανουήλ… Εξαφανίστηκε την περασμένη …. Φορούσε ένα γκρίζο σακάκι …..».Τώρα πια, οι εξαφανίσεις ηλικιωμένων έχουν ενσωματωθεί στα τηλεοπτικά προγράμματα σε καθημερινή βάση, και θεωρείται πλέον τόσο φυσικό, κάτι σαν το δελτίο καιρού, που δεν μας ενοχλούν, ακόμη κι αν διακόπτουν την αγαπημένη μας τουρκική σειρά. Ίσως φταίνε τα στοιχεία της περιγραφής που δίνονται, δεν ξέρω αν πραγματικά έχουν βοηθήσει ποτέ να εντοπιστεί κάποιος αγνοούμενος και αυτό πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για οικειοθελώς αγνοούμενο. Εγώ πάντως θα εστίαζα στο βλέμμα: θολό, άδειο, χαμένο, πικραμένο, γυάλινο, σκοτεινό, αλαφιασμένο, λυπημένο, κάπως…
Έμαθα ότι στην κηδεία του κ Εμμανουήλ ήρθε η κόρη του, που είχε φύγει από μικρή στην Αθήνα για να δοκιμάσει την τύχη της στον κινηματογράφο, σε αυτό δεν τα κατάφερε, αλλά καλοπαντρεύτηκε και τελικά έμεινε εκεί. Σαλονίκη δεν ξαναπάτησε, κάθε που συναντάω τον Κωστή από τον Ντεπόμου σιγοτραγουδάει «ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρβάρης», άλλη γυναίκα από αυτήν δεν αγάπησε.. Στην κηδεία όμως ήρθε, όμορφη ακόμη, αν και τα μαύρα δεν της πήγαιναν, σταυροκοπιόταν μπροστά στον άδειο τάφο και μονολογούσε «…τι κακό που μας βρήκε». Ο σύζυγος ήταν υποψήφιος στη Β΄ Αθηνών. Δεν βγήκε.
Πάντως ο κύριος Εμμανουήλ υποπτεύομαι ότι πρέπει να ήξερε πως αυτοκτόνησε ο Γιαννόπουλος: Πηγές αναφέρουν ότι αφού έστειλε σε όλους τους φίλους του μία κάρτα με έναν έφηβο καβαλάρη από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα, ντύθηκε στα λευκά και τράβηξε για Σκαραμαγκά. Αφού γευμάτισε στο χάνι, αλείφτηκε με αρώματα μπροστά στο κύμα, φόρεσε ένα στεφάνι με αγριολούλουδα, φορτώθηκε ένα σακούλι βαρίδια, καβάλησε το άλογό του, και κάλπασε στη θάλασσα. Σαν έφτασε στα βαθιά, με το ένα χέρι έστρεψε το άλογο προς την ακτή και με το άλλο πυροβόλησε στον κρόταφο. Το άλογο αφηνιασμένο μάταια περίμενε κάτω από την ανοιξιάτικη βροχή, η θάλασσα ξέβρασε το άψυχο σώμα του καβαλάρη δυο βδομάδες μετά στην παραλία της Ελευσίνας. Βρήκανε στην τσέπη του τον οβολό που θα έδινε στον Χάροντα για να περάσει τον Αχέροντα. Αυτά τον Απρίλη του 1910.
Έναν ολόκληρο αιώνα μετά ,ο κ. Εμμανουήλ πήρε την καρέκλα, που έστεκε καρτερικά στη θέση που την είχα αφήσει εγώ χρόνια πριν, και κατέβηκε τους τρεις ορόφους. Έριξε μια ματιά στην παλιά την εκκλησία, – οι εκκλησίες δεν γκρεμίζονται, τα «πιστεύω» μονάχα -, την καινούργια ούτε που την κοίταξε, κι άρχισε να ανηφορίζει προς το στρατόπεδο. Οι γειτόνοι είπαν πως τον ακούσανε να σφυρίζει έναν σκοπό σμυρναίικο, άλλοι πως τον είδανε να συνομιλεί με το φρουρό μπροστά στην πύλη του Νταλίπη. Καμιά ώρα μετά, στα εργατικά του Αη Γιάννη δυο μαστόρια που παίζανε πλακωτό στο μπαλκόνι, παράτησαν τα ζάρια και σήκωσαν το κεφάλι.Τράβηξε την προσοχή τους ο λυγμός που άφηναν τα ξύλινα πόδια πάνω στο τσιμέντο.
-Που τη σέρνεις βρε παππού την καρέκλα ; τον ρώτησε αυτός που κέρδιζε κι είχε όρεξη για καλαμπούρι. -Είπα να πάω ίσα με την παραλία της Κρήνης, έχω καιρό να ‘δω θάλασσα, κοτζάμ δρόμος για, άμα κουράζομαι την στήνω και ξαποσταίνω.
 Έξω από την ΧΑΡΑ, την παλιά ψαροταβέρνα που τώρα νομίζω έγινε restaurant, η καθαρίστρια είπε πως είδε ένα γέρο να κάθεται σε μία παλιά ξύλινη καρέκλα και να αγναντεύει με τις ώρες το Θερμαϊκό. Την καρέκλα την ξέβρασε η θάλασσα το άλλο πρωί μπροστά στο αναψυκτήριο στην Αρετσού. Το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ.
Να μην γελιόμαστε. Δεν είναι θέμα δειλίας ούτε και απελπισίας. Ο μεν Γιαννόπουλος ένιωσε το 1910 ότι η Ελλάδα είχε φτάσει στην τελευταία βαθμίδα ευτελισμού του πνεύματος, ο κύριος Εμμανουήλ σήμερα την πλήρη ισοπέδωση. Και οι δύο αποφάσισαν να σταματήσουν μία διαδρομή στην οποία δεν υπήρχε πλέον νόημα. Η μόνη ίσως διαφορά είναι ότι η αυτοκτονία, ως απόρροια πνευματικής και ηθικής εξαθλίωσης, δεν είναι πλέον προνόμιο των διανοούμενων και των καλλιτεχνών, ίσως και ποτέ να μην ήταν . Για τον κύριο Εμμανουήλ πάντως, έναν απλό βιοπαλαιστή με σκιαγραφημένη την νεότερη ελληνική ιστορία στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του,ήταν απλά θέμα αξιοπρέπειας.
Αυτοκτονούν αυτοί που δακρύζουν όταν βλέπουν τα συσσίτια στα σχολεία, αυτοί που ξερνούν μπροστά στην τηλεόραση που εκδίδει τις ιερόδουλες και μετατρέπει τους οίκους ανοχής σε οίκους ενοχής, – κι αν προσκόμιζαν πιστοποιητικό οι πελάτες ;-, αυτοκτονούν εκείνοι που δεν μπορούν να διανοηθούν πώς είναι δυνατό 200.000 συμπολίτες μας να κινητοποιούνται για να βγάλουν πρόεδρο το Βενιζέλο –από σωτήρες το έθνος χόρτασε…δεν βρέχει, φτύνουμε !- , επίσης αυτοί που ντρέπονται, γιατί η περήφανη ελληνική ύπαιθρος, μαζί και το Δίστομο, βγάζουν Βουλευτές που φοράνε τατουάζ τη σβάστικα, – τώρα, αυτή η ριμάδα η αποζημίωση…-, όπως και εκείνοι που αηδιάζουν όταν η γαλανόλευκη οικειοποιείται ως λάβαρο της Δεξιάς στις πολιτικές συγκεντρώσεις  -ας όψονται οι image makers-, καθώς και αυτοί που νοιώθουν προδομένοι από μία απολιθωμένη και απομονωμένη αριστερά που δεν θέλει να κυβερνήσει, αλλά απλά να διαπαιδαγωγήσει την αγωνιστικότητα της εργατικής μας συνείδησης -ρε θα συνέρθετε επιτέλους! -και μία άλλη αριστερά που πιάνει μόνο 16 τις εκατό και αυτό δε φτάνει….
Hθελα να πω πολλά, αλλά …. Δε σιχαίνεσαι κύριε Εμμανουήλ !

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Δε σιχαίνεσαι …"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *