Tarantino Unchained. 20 χρόνια πίσω (και μπροστά) από τις κάμερες.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ο Quentin Tarantino είναι ένας άνθρωπος που χαίρεται να φτιάχνει ταινίες. Το διασκεδάζει. Είναι ένας πραγματικός ερασιτέχνης, με την πρωταρχική σημασία της λέξης. Το Django Unchained, η τελευταία του δουλειά που προβάλλεται αυτή την περίοδο στις αίθουσες, είναι για μια ακόμα φορά μια ταινία φόρος-τιμής σε ένα είδος που λατρεύει ο Tarantino. Tα σπαγγέτι-γουέστερν. Ο Quentin είναι φυσικά ένας σκηνοθέτης που έχει φάει τα νιάτα του βλέποντας ταινίες (εργαζόταν σε βιντεοκλάμπ πριν ασχοληθεί με την σκηνοθεσία), συνεπώς σε κάθε του έργο υπάρχουν άπειρες αναφορές σε όλα αυτά τα κινηματογραφικά του βιώματα.

Φέτος, συμπληρώνονται 20 χρόνια από την πρώτη ταινία που έκανε. Το Reservoir Dogs (1992). Φαινομενικά, μια ταινία καταδίωξης, μιας και αφορά μια συμμορία που συστάθηκε στο πόδι για να κάνει μια ληστεία, η πλοκή όμως εστιάζει περισσότερο στους χαρακτήρες, στη σχέση τους και λιγότερο στην ληστεία αυτή καθαυτή. Ήταν η ταινία με την οποία μας συστήθηκε ο Quentin και 20 χρόνια αργότερα και 8 μόλις ταινίες μετά (αν πιάσουμε σαν μια ταινία το Kill Bill και αν του χρεώσουμε και το Four Rooms) συνεχίζει να μας διασκεδάζει. Γιατί όπως είπα και πιο πριν, πρώτα ο ίδιος είναι που το χαίρεται. Με την επιτυχία του Reservoir Dogs και ιδιαίτερα ύστερα με του Pulp Fiction, θα μπορούσε να επαναπαυτεί και να γυρίζει 2-3 τέτοιες ταινίες το χρόνο. Ο Quentin όμως δεν γυρίζει ταινίες επειδή έτσι λέει το συμβόλαιο του. Είμαι σίγουρος ότι στα συρτάρια του θα υπάρχουν ιδέες και σενάρια για τις 20πλάσιες από όσες έχει ήδη κάνει. Αλλά η τελειομανία του είναι τέτοια, που μόνο όταν δέσουν όλα όπως τα θέλει και τα έχει σκεφτεί εκείνος, θα παρουσιάσει κάτι. O Tarantino μεγάλωσε βλέποντας αμέτρητες ταινίες. Β’ διαλογής, Γ΄ διαλογής, μπλοκμπάστερ, ταινίες-καράτε, σπαγγέτι-γουέστερν, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να του βάλεις μια ταμπέλα. Δεν κολλάει σε ένα είδος. Ο Tarantino είναι μια κατηγορία από μόνος του. Γιατί σε κάθε του έργο, αναμιγνύει εικόνες, αναφορές, περσόνες, ιδέες, από όλα αυτά τα ετερόκλητα και κάθε ποιοτικού επιπέδου φιλμ που έχει παρακολουθήσει.

Για να γυρίσουμε στα του Django, η ιστορία (που ως είθισται δεν εξελίσσεται με χρονολογική σειρά, καθώς με διάφορα φλας μπακ μαθαίνουμε για το παρελθόν των ηρώων ή άλλα κομμάτια που συμπληρώνουν το παζλ) τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1850, στο pick δηλαδή της λεγόμενης Άγριας Δύσης. Ο Django είναι ένας μαύρος σκλάβος, ο οποίος όμως απελευθερώνεται από έναν μυστήριο τύπο, γερμανικής καταγωγής, που αποδεικνύεται πως είναι κυνηγός κεφαλών. Ο Django δεν απελευθερώνεται τυχαία. Είναι ο μόνος που μπορεί να αναγνωρίσει τα πρόσωπα αυτών που κυνηγά τώρα ο Dr. Schultz, o Γερμανός που λέγαμε. Η σχέση των δύο ανδρών δεν τελειώνει εδώ. Ο Dr. Schultz μαθαίνει πως ο νέος του βοηθός ήταν παντρεμένος κάποτε, με μια Broomhilda, επίσης σκλάβα. Δέχεται λοιπόν να τον βοηθήσει με τη σειρά του, ώστε να την βρει. Τα κίνητρα που τον οδηγούν στην απόφαση αυτή, δεν είναι του παρόντος.

Ο Tarantino ξέρει να ξετυλίγει με μαεστρία τις ιστορίες του. Όσο αλλόκοτες κι αν δείχνουν εκ πρώτης όψεως, καταφέρνει να τις φέρνει σε μια ισορροπία, όπου το μαύρο χιούμορ με το δράμα, το σπλάτερ με το μυστήριο και η υπερβολή με τον ρεαλισμό, αμπαλαρισμένα με ένα άψογο στιλιζάρισμα, να δίνουν ένα αποτέλεσμα λίαν εύπεπτο, όχι με την κλισέ έννοια του όρου.
Γιατί αν μη τι άλλο θέλει μαεστρία να πιάνεις θέματα, αν όχι ταμπού, σίγουρα ερεθιστικά, όπως η δουλεία στις ΗΠΑ, οι διωγμοί των Εβραίων από τους ναζί (Άδωξοι Μπάσταρδη), βαριά χρήση ναρκωτικών (Pulp Fiction) και να τα πλασάρεις στο κοινό και ιδιαίτερα στην –κακά τα ψέματα- συντηρητική Αμερική με τρόπο που να σε χειροκροτούν κιόλας.

Τεχνικά και στιλιστικά είναι αρτιότατο. Μουσική επένδυση με επιλογές που πάντα κάνει ο ίδιος ο Quentin (ακόμα κι η ραπ που ακούγεται στο κρεσέντο του φιλμ δεν μοιάζει άκυρη, δεδομένου ότι παρακολουθείς γουέστερν), το καστ ιδανικό, μιας κι ο Quentin έχει ιδιαίτερο χάρισμα στο να παίρνει το 200% από τις δυνατότητες ενός ηθοποιού (ακόμα και τον Di Caprio, που έχει αποδείξει πόσο εξαιρετικός ηθοποιός είναι, παρ’ όλα αυτά με την ερμηνεία που δίνει σε κάνει να τον φοβάσαι) και με λεπτομέρειες σε κάθε σκηνή και κάδρο του, που έχουν να δώσουν κάτι στην ιστορία. Οι pop-culture αναφορές του ,αμέτρητες (αλήθεια, η εικόνα του Dr. Schultz στην άμαξά του ενώ μπαίνει σε μια τυπική πόλη της άγριας Δύσης, σε ποιόν δεν θύμισε καρέ απευθείας βγαλμένο από τον Λούκι Λουκ;).   

Το σενάριο φυσικά είναι το δυνατό σημείο, και δεν εννοούμε το στόρι καθαυτό, αλλά τους διαλόγους. Λείπει βέβαια ο κλασσικός ταραντινικός μονόλογος (βλέπε Mr. Blonde – Reservoir Dogs, Captain Koons – Pulp Fiction, Βill – Kill Bill, Hans Landa – Άδωξοι Μπάσταρδη), αλλά οι ατάκες σε κρατάνε καρφωμένο στο πανί μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους.
Το δια ταύτα, με το Django Unchained ο θεατής θα δει έναν κλασσικό Tarantino. Δεν θα δει απλά μια ταινία εκδίκησης, ούτε ένα ανελέητο σπλάτερ κυνηγητό, ούτε ένα καρτουνίστικο ρομάντζο. Θα δει μια ταινία με κέφι, εξυπνάδα και στιλ, που θα κάνει ακόμα κι έναν μη φαν του Tarantino να πει:
“Κύριοι, είχατε την περιέργειά μου. Τώρα έχετε την προσοχή μου.”

Να σημειώσουμε πως η ταινία είναι υποψήφια για 5 βραβεία OSCAR, ανάμεσά τους για Καλύτερη Ταινία, Καλύτερο Σενάριο και Β’ Ανδρικό ρόλο ,αν και παραμένει ειλικρινής απορία, από πού κι ως πού ο ρόλος του εκπληκτικού Christoph Waltz – Dr. Schultz  λογίζεται ως ‘’δεύτερος’’.  

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Tarantino Unchained. 20 χρόνια πίσω (και μπροστά) από τις κάμερες."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *