Οι Έλληνες των Βρυξελλών

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Γράφει ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος

 

Λίγες στάσεις από το κέντρο των Βρυξελλών, καθώς το τραμ ανηφορίζει, βρίσκεται η γειτονιά του St. Gilles με το πολύ ιδιαίτερο χρώμα της, τα art deco οικήματα του Horta, τα καφενεία των Ιβήρων μεταναστών, τα Πολωνικά delicatessen και την περίφημη πλατεία του Parvis de St. Gilles, σημείο αναφοράς μποέμηδων, φοιτητών, αλκοολικών και ενίοτε τοξικομανών.

Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τα Εξάρχεια, με τη διαφορά ότι εδώ λείπει η προσποίηση, τα πάντα συμβαίνουν από μόνα τους, αργοκυλούν με τους δικούς τους μποέμ και ανεπιτήδευτους ρυθμούς. Στο «Union» Σάββατο μεσημεράκι θα ακούσεις τζαζ κομπανίες να αυτοσχεδιάζουν, στο Libraire «απέναντι» παππούδες να παίζουν αγνό ροκαμπίλι και λίγο πιο πέρα στο καφενείο του Γιώτη ρεμπέτικες βραδιές από Έλληνες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, όχι κάθε βδομάδα, όποτε τους καπνίσει, όταν τους κάνει κέφι…

Ανηφορίζοντας λίγο ακόμα βγαίνεις στο Forest εκεί μέσα στο δάσος βρίσκεται το γηπεδάκι της Union St. Gilles, άλλοτε κραταιάς ομάδας του Βελγικού Πρωταθλήματος, νυν παραπαίουσας στην τρίτη εθνική. Βγάζουμε εισιτήριο με τον Κυριάκο και μπαίνουμε, με την έναρξη του δεύτερου ημιχρόνου, να ψάξουμε το Marco στις κερκίδες, η μοναδική του εξέδρα σχεδόν γεμάτη από ανθρώπους κάθε ηλικίας, φάτσες ως επί το πλείστον ταλαιπωρημένες αλλά εύθυμες, οι περισσότεροι ντυμένοι με τα απαραίτητα διακριτικά στα χρώματα της ομάδας, αν δεν μας έκανε ο Marco νεύμα δύσκολα θα τον βρίσκαμε, παίζεται άλλωστε η άνοδος στη δεύτερη εθνική.

Στο πίσω μέρος της φανέλας των γηπεδούχων διακρίνω τον σπόνσορα, Chez Νicolas, Έλληνας ιδιοκτήτης εστιατορίου στο κέντρο της πόλης, όπως θα με πληροφορήσει ο Κυριάκος. «Κάποτε αυτή η ομάδα σάρωνε τα πρωταθλήματα και τώρα κοίτα που κατάντησε, να παίρνει χορηγίες από τα σουβλατζίδικα», το σχόλιό του. Δεν περνάει πολύ ώρα και το πρώτο γκολ μπαίνει, τα πλαστικά κυπελλάκια με τη μπύρα που οι περισσότεροι κρατάνε εκτοξεύονται στον αέρα και προσγειώνονται στα κεφάλια των από κάτω. «Θυμάμαι το θείο μου που με έφερνε πιτσιρικά, απέναντι υπήρχε μια ακόμα εξέδρα, τώρα τη βγάλανε». Γνωρίζοντας την ηλικία του αφαιρώ σαράντα χρόνια, προσπαθώ να φανταστώ τις Βρυξέλλες τότε, για κάποιον που ζει εδώ λίγα μονάχα χρόνια μόνο μέσα από τις διηγήσεις τους μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν της και τις τόσο διαφορετικές ζωές τους, τις ζωές των παιδιών των «Γκαστερμπάιντερ».

Πρώτα είχα γνωρίσει τον Λεωνίδα και τον Θόδωρο, ο πρώτος με σιελ ανοιγμένο πουκάμισο και κόκκινο φουλάρι στο λαιμό αλα Παπάζογλου, κοντά στα πενήντα, δύσκολα θα υπέθετα ότι εκτός από το να κερνάει σφηνάκια τα βράδια το πρωί δούλευε και ως αρχιτέκτονας. Ο Θόδωρος πιο μαζεμένος, με μαύρη δερμάτινη τραγιάσκα, λίγο μεγαλύτερος, μαθηματικός. Ο ένας Βορειοελλαδίτης ο άλλος Πειραιώτης. Ο ένας ΠΑΟΚ, ο άλλος Ολυμπιακός. Ο τρίτος, o Marco, από τη Σικελία. Όλοι τους «παλιοροκάδες», όλοι τους παιδιά μεταναστών. Από εκείνους που ήρθαν για να εργαστούν στα ορυχεία του Σαρλερουά. Η σκληρή και απάνθρωπη ζωή τους αποτυπώθηκε στις αμέτρητες μαντινάδες, τα ποιήματα και τα τραγούδια που γράφτηκαν, και που αναπαράγονται μέχρι και σήμερα στα ξεχασμένα καφενεία, την πιο χαρακτηριστική ιστορία μου θα μου την διηγηθεί ο Θόδωρος. «Είχα πάει μια φορά σε έναν γέρο Ιταλό μπαρμπέρη, μόλις του είπα ότι ήμουν Έλληνας η πρώτη λέξη που μου είπε στη γλώσσα μου ήταν «συμφορά». Ούτε «γεια», ούτε «καλημέρα», ούτε «μαλάκας». Αυτή μόνο τη λέξη άκουγε να λένε μεταξύ τους οι Έλληνες πριν μπουν στις στοές. Αυτή του είχε μείνει»…

Η πρώτη γενιά των μεταναστών φτάνει σχεδόν πάντα σε μια χώρα με την ελπίδα να φτιάξει την τύχη της δεύτερης. Από αυτή την άποψη τα παιδιά την πήραν απλά στα χέρια τους. Προσαρμόστηκαν, σπούδασαν, αφομοιώθηκαν, αποτινάξανε την προκατάληψη και γνώρισαν τις Βρυξέλλες απ” την καλή και απ” την ανάποδη. Φοιτητικά χρόνια και αλητεία. Τους ρωτάω πώς ήταν η πόλη το ’80. Πιο άγρια με την καλή έννοια θα μου πούνε, τα στέκια τότε λιγοστά αλλά σταθερά σημεία αναφοράς για ιδεολογικές και καλλιτεχνικές ζυμώσεις. Συναυλίες σε τρύπες και καταγώγια και ύστερα πρωινό στο αριστοκρατικό τότε Falstaf, κάτι σαν τον παλιό, καλό δικό μας Zonar’s, που κάθε κυριακάτικο ξημέρωμα έπρεπε να υποστεί τους περίεργους τύπους με τις μοϊκάνες και τα πέτσινα…

Ταξιδεύω στο παρελθόν τους και κατά μια έννοια τους ζηλεύω που ακόμα και στα δεύτερα -άντα δείχνουν αυθεντικοί και αναλλοίωτοι, με τους ορίζοντες ανοιχτούς και τις ζωές τους χορτασμένες. Κατηφορίζουμε στο κέντρο για να βρούμε τους υπόλοιπους, και η κουβέντα αρχίζει να ρέει ξανά. Σε κάθε συνοικία των Βρυξελλών από όπου άφησαν το στίγμα τους μετανάστες μπορείς να μπεις ακόμα σε κάποιο παλιό καφενείο και να ακούσεις ιστορίες.

Ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει σε κάποια ακαθόριστη ημερομηνία, καμία σχέση με το νεανικό ελαφρώς τυποποιημένο μπαράκι όπου απολαμβάνουμε τα ποτά μας και αναπολούν τα παλιά. «Άντε να σε πάρω και στο γήπεδο της Standard στη Λιέγη να δεις εκεί ατμόσφαιρα», με τσιγκλάει ο Λεωνίδας. «Καλά εσύ δεν μεγάλωσες στο Anderlecht», του αποκρίνομαι, «Ναι», μου λέει. «Και πως έγινες Standard;», «Έτσι ρε φίλε, από αντίδραση»…

 

Πηγή: huffingtonpost.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Οι Έλληνες των Βρυξελλών"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *