Νέο μυθιστόρημα από την Ιφιγένεια Σιαφάκα με τίτλο: Το τραγούδι του Λύγκα.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Όταν έχει κάποιος την ευκαιρία να συζητήσει με τον συγγραφέα ενός βιβλίου τότε η εικόνα αλλάζει. Είναι σαν να σου εξηγεί ένας ζωγράφος τι τον οδήγησε στο να δημιουργήσει ένα πίνακα ή έναν στιχουργό ο οποίος σου εκμυστηρεύεται πως βρέθηκε να γράφει για τον έρωτα. Μιλώντας με την Ιφιγένεια Σιαφάκα καταλαβαίνω γρήγορα ότι το ύφος της λογοτεχνίας στο μυθιστόρημα που πρόσφατα κυκλοφόρησε «Το τραγούδι του Λύγκα» (εκδόσεις Γρηγόρη 2011) αποτελεί όντως ένα βήμα παραπέρα από την συγγραφή μιας ιστορίας έρωτα. Η Τέχνη του Λόγου αποκτά στόχο, την αφύπνιση του αναγνώστη και την ανάγκη για μια αμφίδρομη δράση στην οποία συνδράμουν ο γραπτός λόγος όσο και η ενεργοποίηση, επιρροή της σκέψης και του προσωπικού φίλτρου του αναγνώστη απέναντι στο κείμενο. Ο αναγνώστης συμμετέχει στην ροή του αληθινού αυτού μυθιστορήματος καθώς και στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων της συγγραφέως φτάνοντας έτσι σε μια δημιουργική ανάγνωση.

Εισαγωγή: Γιάννης Δήμας
Συνέντευξη: Άντζελα Μαχμούτη
Φωτογραφία: Κώστας Δεληγιαννίδης

__________________

Κυρία Σιαφάκα, ποια ήταν τα πρώτα ερεθίσματα που σας οδήγησαν στη συγγραφή;
Η γραφή και κατ’ επέκταση η συγγραφή ήταν το μόνο πράγμα που είχα την αίσθηση, από την παιδική μου ηλικία, ότι ήξερα να διαχειρίζομαι καλά, χωρίς να  υπάρξει η παραμικρή καθοδήγηση. Είναι  αυτή η περίεργη αίσθηση που έχει κανείς όταν νιώθει πως γεννήθηκε γνωρίζοντας κάτι. Συνεπώς, δεν μπορώ να μιλήσω ούτε για συγκεκριμένα ερεθίσματα ούτε για ένα σημείο αναφοράς που στάθηκε η αφορμή για να στραφώ προς τη συγγραφή, δεδομένης αυτής της καταλυτική εντύπωσης ότι η γραφή ήταν παρούσα εκ προοιμίου μέσα μου. Ασφαλώς, ύστερα από μια μακρά μαθητεία σε αναγνώσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πολλαπλές  προσπάθειες και ασκήσεις γραπτού λόγου, αρκετή ενασχόληση με την ποίηση κυρίως, πήρα την απόφαση ότι ήταν καιρός πλέον να στραφώ
σε μία περισσότερο συστηματική ενασχόληση και να ετοιμάσω γραπτά που προορίζονται για έκδοση. Όπως και να έχει, όμως, η διαδικασία της γραφής  δε σχετίζεται, στην προσωπική μου περίπτωση, ούτε με ανυπέρβλητη ανάγκη έκφρασης ούτε με εκτονωτική διαδικασία ή ημερολογιακή καταχώρηση.  Δεν συνιστά επίσης ούτε τον τόπο συναισθηματικής αποφόρτισης ούτε το μέσο μιας αυτοβιογραφικής ανάπλασης συμβάντων ούτε πολύ περισσότερο μία ναρκισσιστική διέξοδο προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αποδοχής. Το μόνο που θα μπορούσα να πω, απαντώντας στην ουσία του ερωτήματός σας, είναι ότι συνιστά τον τρόπο με τον οποίο μπορώ εγώ να ζω δίνοντας μια απάντηση στα πράγματα που με περιβάλλουν. Η γραφή, υπό την έννοια αυτή, έχει οντολογική διάσταση στον τρόπο βίωσής της ενώ εκ παραλλήλου συμπληρώνεται από την εκάστοτε θεματική η οποία σχετίζεται με τους προβληματισμούς ή τα ερωτήματα που με απασχολούν στο πλαίσιο μία συνεχούς προσωπικής διαδικασίας εξέλιξης.
Συγγραφή κειμένων, φιλολογία, θέατρο, γραφιστική. Η λογοτεχνική προσέγγιση της γραφής επικράτησε των υπολοίπων ή τα υπόλοιπα στοιχεία εμπεριέχονται σε αυτή;
Η συγγραφή, και δη η λογοτεχνία με την οποία ασχολούμαι, δεν είναι τίποτε άλλο από Τέχνη. Είναι, όπως πολύ καλά το λέει και η λέξη, η Τέχνη του λόγου. Η υποκριτική επίσης είναι Τέχνη, η γραφιστική αντιμετωπίζει με αισθητική και δημιουργικότητα την τεχνική δόμηση ενός κειμένου στο χαρτί, η φιλολογία ασχολείται άμεσα τόσο με τη γλώσσα και την αισθητική της όσο και με τα λογοτεχνικά κείμενα όλων των εποχών. Θέλω να πω ότι σε όλες μου τις ενασχολήσεις η Τέχνη ως σημαίνον είναι πανταχού παρούσα και, συνεπώς, δεν αισθάνομαι ότι ασχολούμαι με διαφορετικούς τομείς,  αλλά ότι αφενός χρησιμοποιώ διαφορετικούς τρόπους για να την υπηρετήσω και ότι αφετέρου χρησιμοποιώ κάθε φορά τα νήματα για να συνδέσω τις εκάστοτε εκφάνσεις της. Στη συγγραφή λοιπόν τέμνονται όλα τα παραπάνω, τόσο η ιδιότητα της κειμενογράφου αλλά με έμφαση πλέον στην έντεχνη χρήση της γλώσσας, η τεχνική γνώση της ελληνικής ως φιλολόγου αλλά και ως επιμελήτριας κειμένων και η φιλολογική προσέγγιση της λογοτεχνίας ως θεωρητική γνώση. Παρόν είναι και το θέατρο με τα εργαλεία της υποκριτικής τόσο για τη βυθομέτρηση των ηρώων, την ταύτισή τους με αυτούς, τη σκηνοθετική διάσταση και την παρατηρητικότητα που απαιτείται για τη δημιουργία του χωροχρονικού πλαισίου, τη χειρουργική προσέγγιση όλων των παραμέτρων ώστε τίποτε να μην είναι αφημένο στη μοίρα του και βεβαίως οι διάλογοι, για τους οποίους χρωστώ πολλά στην ανάγνωση πολλών έργων των μεγαλύτερων θεατρικών συγγραφέων παγκοσμίως, που άλλωστε συνιστά και το καλύτερο σχολείο για να μάθει κανείς τα μυστικά και τις τεχνικές τους. Πέραν τούτου η γραφιστική είναι παρούσα επίσης, καθότι μου δίνει τη δυνατότητα του απόλυτου ελέγχου της παρουσίασης του κειμένου και μάλιστα εκεί όπου επιθυμώ να λειτουργήσω διαδραστικά με τον αναγνώστη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το γράμμα που υπάρχει στο βιβλίο. Το τελευταίο είναι μια πολύωρη, εξαντλητική και λεπτομερής εργασία, που για να έχει επιτυχία απαιτεί την άμεση συμμετοχή του συγγραφέα, κυρίως για να τονιστούν γραφιστικά τα κύρια μηνύματα και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, όπως, για παράδειγμα, μία μικρή μουντζούρα πάνω σε ένα α και όχι στο διπλανό του «ρ»… ή ένα μ 16άρι δίπλα σε ένα ο 9άρι… Οποιοσδήποτε γραφίστας θα τρελαινόταν κυριολεκτικά, έχοντας έναν συγγραφέα δίπλα του με τέτοιες απαιτήσεις… πέραν όμως του πρακτικού ζητήματος, το πέρασμα στη γραφιστική κατά τέτοιον τρόπο συνεχίζει να συνιστά λογοτεχνική πράξη και επομένως  απέχει κατά πολύ από την εργασία ενός γραφίστα.
Το βιβλίο σας «Το τραγούδι του Λύγκα» είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο, με πρωτότυπο τρόπο συγγραφής. Μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, επιλέγετε να εκφραστείτε χρησιμοποιώντας «γρίφους». Ποια τα βοηθήματα που έχει ο αναγνώστης σε αυτή την πρόκληση;
Η ερώτησή σας είναι ενδιαφέρουσα, διότι μου δίνει την ευκαιρία να σας απαντήσω ως εξής: το βιβλίο μου δε συνιστά ξεχωριστό βιβλίο αλλά απλώς λογοτεχνία. Ο τρόπος συγγραφής του είναι ο τρόπος με τον οποίο παραδοσιακά και εξ αρχαιοτάτων χρόνων γράφεται παγκοσμίως η λογοτεχνία… αφενός με λέξεις και αφετέρου με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο χρησιμοποίησης τους  προκειμένου να υπηρετήσουν ισόρροπα ιδέες και νοήματα, δίνοντας ένα συγκεκριμένα στίγμα στο βιβλίο, αυτό δηλαδή που θα το διαχωρίσει από ένα άλλο και που ονομάζουμε ύφος. Λογοτεχνία χωρίς ιδιαίτερο και ξεχωριστό συγγραφικό ύφος δεν υφίσταται. Από την άλλη πλευρά αντιλαμβάνομαι τη βάση της ερώτησής σας, διότι πλέον στο μεγαλύτερο ποσοστό αυτό το οποίο παράγεται (υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις) είναι απλές και, σε πολλές περιπτώσεις, επαναλαμβανόμενες όσον αφορά τη θεματική, «αφηγηματικές παρουσίες τυπωμένων πλέον γραφόντων, οι οποίοι  δεν έχουν καμία απολύτως σχέση ούτε με τη συγγραφή αλλά κυρίως με τη λογοτεχνία, γιατί απλώς είναι ατάλαντοι. Είναι σαν να σας ζητώ εγώ, που, αν και αγαπώ τη ζωγραφική, τα πινέλα μου δεν υπακούν σε τίποτε από τις βασικές αρχές που την καθορίζουνε ως τέχνη, να πάρετε ένα έργο μου, που θα θεωρήσω και εμπνευσμένο συν τοις άλλοις, και να το βάλετε στο Μουσείο του Μαγκρίτ ως καλωσόρισμα στην είσοδο. Είναι βλακώδες! Βάλτε, λοιπόν, για παράδειγμα, στην τύχη και στη σειρά πέντε βιβλία της εγχώριας σύγχρονης ελληνικής παραγωγής, από αυτά που βρίσκονται σαν κρεατικά στους πάγκους των βιβλιοπωλείων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν προταθεί από την πληρωμένη κριτική  ή από τον διεφθαρμένο και γνωστό κύκλο των ειδικών στο ελληνικό στερέωμα πριν καν διαβαστούν ή κυκλοφορήσουν), ανοίξτε μία  τυχαία σελίδα από το καθένα, διαβάστε την και πέστε μου αν μπορείτε να διακρίνετε συγγραφικό ύφος. Eίναι σαν το κείμενο να έχει πατηθεί από μπουλντόζα και σαν ο ίδιος άνθρωπος να έχει γράψει και τα πέντε βιβλία, σαν να υπάρχει ένας συγγραφέας-φάντασμα. Τη διαφορά θα την διαπιστώσετε αν ανάμεσα σε αυτά τα πέντε  βιβλία βάλετε και έναν μεγάλο της λογοτεχνίας ή κάποιον από τους μετρημένους στα δάκτυλα άξιους λογοτέχνες της εποχής μας. Ακόμη και ένα μικρό παιδί θα είναι ικανό να διακρίνει τη διαφορά… είναι κραυγαλέα.
Οι «γρίφοι» δεν είναι τίποτε άλλο από σύμβολα εντασσόμενα στη σημειολογία του βιβλίου. Είναι κώδικες που φέρουν πολλαπλές σημασίες και δίνουν μία πολυδιάστατη, από άποψη ερμηνείας, νότα στο μυθιστόρημα και τους οποίους κάθε αναγνώστης, ακουμπώντας στα μέχρι στιγμής αναγνωστικά του εφόδια, καλείται να αποκρυπτογραφήσει, καταγράφοντας την προσωπική αναγνωστική του εμπειρία. Όλα τα κλειδιά της επίλυσης των «γρίφων» δίνονται, είναι παρόντα μέσα στο μυθιστόρημα. Oύτε μια λέξη δε βρίσκεται τυχαία εκεί. Συνεπώς είναι ένα μυθιστόρημα που μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση με τις λέξεις, ξεκινώντας συμβολικά από τη λογοτεχνία, και περνώντας στη δική μας καθημερινότητα, διότι… μην είστε τόσο σίγουροι ότι δίνουμε  μεγάλη σημασία στο τι λέμε ή ότι ξέρουμε πραγματικά τι λέμε. Αν ήταν έτσι θα είχαν επιλυθεί τα προβλήματα της ανθρωπότητας διά μέσου της κατανόησης και της συνέπειας.
Ο συγγραφέας που μεταφέρει και αποτυπώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο βιωματικά στοιχεία στην συγγραφή ενός βιβλίου γίνεται πιο ελκυστικός για το ευρύ κοινό; Εσείς πως λειτουργείτε σε σχέση με αυτή τη σκέψη;
Kοιτάχτε… τα περισσότερα άρλεκιν, για παράδειγμα, έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα αλλά καθόλου ξεχωριστό τρόπο παρουσίασης, που σημαίνει ότι η λογοτεχνική τους αξία είναι μηδενική. Πρόκειται για  σκουπίδια της βιομηχανίας του βιβλίου απευθυνόμενα σε μειωμένης αντίληψης κοινό που εξαιτίας αυτής της αναπηρίας του παραμυθιάζεται : επιτέλους εκείνος που δεν έχει ουδεμία σχέση με την αναγνωστική εμπειρία και καμία απολύτως εκπαίδευση τώρα γίνεται κοινωνός και του βιβλίου… μέσα από μια βιομηχανοποιημένη ψευδαίσθηση ταυτότητας κουλτούρας… Πόσο μάλλον όταν το περιτύλιγμα αυτού του πολτού είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που ντύνει στον ίδιο χώρο, ας πούμε, έναν Ντοστογιέφσκι ή μια Γέλινεκ ή έναν Γονατά…   Αν δούμε τις πωλήσεις θα διαπιστώσουμε ότι είναι  πολύ ελκυστική αυτού του είδους η βιωματική ή αυτοβιογραφική αναφορά η οποία αφενός αντικατοπτρίζει τις μειωμένες ικανότητες αυτών που τα υπογράφουν και αφετέρου απευθύνεται  με μαεστρία και με γνώμονα το κέρδος σε όσους με συνέπεια δεν επιθυμούν να μπουν σε ουδεμία διαδικασία εξέλιξης που μόνο ο προβληματισμός και η επαφή με τη γυμνή και  έντεχνη αλήθεια είναι σε θέση να προσφέρει.  Από την άλλη πλευρά η λογοτεχνία δεν είναι πασαρέλα, για να θέσουμε το θέμα της έλξης ή της νέας κολεξιόν για να ικανοποιήσουμε τα κορεσμένα γούστα του κοινού. Επομένως,  η λογική αυτή δεν με αφορά. Η δική μου γραφή είναι μια πρόσκληση για συνδιαλλαγή και άμεση αναγνωστική συμμετοχή προς εκείνους που κάθε φορά είναι έτοιμοι να μοιραστούν τους προβληματισμούς ή τα ερωτήματα που θέτω, γενόμενοι την ίδια στιγμή και κοινωνοί μίας αισθητικής απόλαυσης. Τόσο ο προβληματισμός όσο και η αισθητική σε όλα τα επίπεδα είναι θέση ζωής και ασφαλώς δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ούτε τις ανάγκες ούτε τις αισθητικές προτιμήσεις  κάθε εν δυνάμει αναγνώστη.
Υπάρχουν πολλές τραγικές φιγούρες στο βιβλίο, όπου πέρα από τις ερωτικές σχέσεις υπάρχει μία έντονη, «γκρίζα» αναφορά στην πατρική λειτουργία (σχέση παιδιού-πατέρα). Από που αντλείτε το ερέθισμα για αυτή την αναφορά;
Η πατρική λειτουργία είναι μεγίστης σημασίας, καθοριστικής, θα έλεγα, για την ψυχική εξέλιξη και την ταυτότητα όσον αφορά το φύλο τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, λειτουργώντας σε κάθε περίπτωση με διαφορετικό τρόπο. Τα προβληματικά ίχνη της ανεπαρκούς λειτουργίας του πατέρα, με την έννοια ενός επέκεινα της μητέρας, ενός σπασίματος δηλαδή της πρωταρχικής φαντασιακής δυαδικής σχέσης όπου ο κόσμος όλος περιορίζεται σε αυτό το ασφυκτικό δίδυμο, θα τα συναντήσουμε εν συνεχεία στον τρόπο που τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα θα πάρουν θέση στην ερωτική τους σχέση. Επομένως το θέμα πατέρα-παιδιού συνδέεται άμεσα με τη θεματική του βιβλίου.
Γιατί η ηρωίδα του μυθιστορήματος εκτός από το όνομα της (Τριανταφυλλιά Αηδονοπάτη), αποκαλείται συνεχώς στο μυθιστόρημα, «η με το γελοίο»;
Γιατί το όνομά της είναι εκ προοιμίου γελοίο… Την αποκωδικοποίηση την αφήνω στον αναγνώστη.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν πολλές αναφορές στα ελληνικά νησιά, (Φολέγανδρος, Σαντορίνη). Είναι ένας έμμεσος τρόπος ανάδειξης της Ελλάδας ή αποτελούν στοιχεία μνήμης που παράλληλα λειτουργήσουν εικονοπλαστικά στον Έλληνα αναγνώστη;
Στο βιβλίο δεν υπάρχουν μόνο αυτά τα νησιά, αλλά και τα νησιά που τα καλοκαίρια γραφόταν το βιβλίο όπως τα Κύθηρα και η Αντίπαρος και βεβαίως η Σαντορίνη αλλά και η Άνδρος, η παραλία της Άχλας, που περιέγραψα χωρίς να την έχω επισκεφτεί αλλά ακούγοντας την περιγραφή  μιας φίλης, ενώ έγραφα το συγκεκριμένο κεφάλαιο έχοντας την τελειότερη θέα του Αιγαίου από ένα μπαλκόνι στο Φυροστεφάνι…  αλλά και η Φολέγανδρος που είναι το μνημονικό ίχνος της χρονιάς που προηγήθηκε της έναρξης της συγγραφής του βιβλίου. Δεν σκέφτηκα ποτέ να διαφημίσω τα νησιά για να αναδείξω την Ελλάδα, όχι ότι είναι κακή ιδέα, αλλά προσωπικά δεν το σκέφτηκα. Είναι περισσότερο η πολύ ιδιαίτερη και ερωτική σχέση που έχω με τα ελληνικά νησιά και κυρίως με τις Κυκλάδες, που τις συναντώ μέσα από μία καθρεφτική σχέση με το δικό μου ψυχικό τοπίο.
Ελλάδα-Βέλγιο, μία σχέση περίεργη για τους Έλληνες που έφυγαν από την πατρίδα και ήρθαν να ζήσουν εδώ. Πώς βιώνετε την συγγραφή σε μια δυτικοευρωπαϊκή πόλη του βορρά  και τι επιρροές καταγράφονται στη ψυχοσύνθεση σας;
Η αλήθεια είναι ότι το Βέλγιο, αν και είναι ίσως μία από τις πιο φιλόξενες θεσμικά ευρωπαϊκές χώρες ως χώρα υποδοχής και με ρατσιστικά συμπτώματα σε πολύ μικρότερη έκταση από αυτά που συναντούμε αλλού, είναι μια χώρα που ανήκει στο βορρά και όπου πάρα πολλοί Έλληνες αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής, κυρίως σε ό, τι αφορά το κλίμα, που  επηρεάζει πάμπολλες πτυχές της καθημερινότητας: από την ώρα του φαγητού έως και την αρχιτεκτονική. Αυτή η τεράστια κλιματολογική διαφορά αφήνει στίγματα που όπως θα δείτε στη συνέχεια ήδη έχουν αρχίσει να περνούν μέσα στη γραφή μου. Αυτήν τη στιγμή δουλεύω ταυτόχρονα ένα μυθιστόρημα και μία επιστολική νουβέλα. Στο ένα πρυτανεύει η βροχή, στο δεύτερο το χιόνι…
2012, εποχή με λιγότερο ρομαντισμό, λιγότερες προσωπικές επαφές αλλά πολύ πιο δυνατή κοινωνική δικτύωση κυρίως μέσω του ίντερνετ: Η άποψη σας πάνω στο θέμα της επικοινωνίας με χρήση των νέων τεχνολογιών;
Eίναι πολύ χρήσιμες ως φορείς μηνυμάτων και εύρεσης πληροφοριών. Ωστόσο σε καμία περίπτωση ούτε μπορούν ούτε και πρέπει να υποκαταστήσουν την άμεσα προσωπική επαφή, η οποία συντελεί και στη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων. Η εικονική πραγματικότητα δίνει έναυσμα στη φαντασία, η πραγματικότητα είναι όμως εκείνη που θα το επικυρώσει ή θα το απορρίψει ως αληθές. Και οπωσδήποτε χρήση και όχι κατάχρηση…
Η Ελλάδα σε κρίση οικονομική, κοινωνική, σε κρίση θεσμών. Ποιος ο ρόλος του Έλληνα συγγραφέα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο;
Είναι μια περίοδος πραγματικά δύσκολη και με ολέθριες συνέπειες σε πολλαπλά επίπεδα. Οι συγγραφείς οφείλουν να βρίσκονται αφενός σε εγρήγορση με αυστηρή κριτική, σχολιασμό και αντιπροτάσεις  και οπωσδήποτε στο πλευρό της μερίδας που υποφέρει. Δεν νοείται ένας συγγραφέας, κατά την άποψή μου, να αρθρώνει νεοφιλελεύθερο λόγο, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με το ρόλο της Τέχνης γενικότερα ως φορέα δημοκρατικών ιδεωδών και προάσπισης της ελευθερίας και της ατομικότητας. Κατά δεύτερο λόγο, νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε να δημιουργηθούν νέοι πυρήνες συγγραφέων με κοινό, δυναμικό και παγκόσμιο ιδεολογικό προσανατολισμό ώστε πλέον να υπάρξει και μία πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου, τάση στη λογοτεχνία. Σήμερα δεν διακρίνονται τάσεις παρά μεμονωμένες προσπάθειες, οι οποίες δεν έχουν την απαραίτητη δύναμη προκειμένου να δράσουν καταλυτικά και  να περάσουν συγκεκριμένα και φρέσκα μηνύματα.
Μια ευχή για το 2012 και για τα Γράμματα;
Για το 2012, περισσότερη σκέψη, σύνεση και ώριμες επιλογές. Για τα Γράμματα, λιγότερη εκδοτική παραγωγή και περισσότερο ποιοτική.  Η έλλειψη άλλωστε ποιότητας στον τρόπο θεώρησης του κόσμου, η ανέραστη  και χωρίς αισθητική ψυχική και πνευματική μας κατάσταση, είναι η βασική αιτία της κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η οικονομική αποτελεί απλώς συνέπειά της.

*Το βιβλίο “Το τραγούδι του λύγκα”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις  Γρηγόρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Νέο μυθιστόρημα από την Ιφιγένεια Σιαφάκα με τίτλο: Το τραγούδι του Λύγκα."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *