Το παραλήρημα … του μετανάστη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Εισαγωγή από τον Γιάννη Δήμα

Η «Κρίση» περνάει βασικά από το στομάχι του καθενός. Δεν τη βιώνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και εμείς που είμαστε απ΄έξω και οι υπόλοιποι από εμάς που την παλεύουν εκεί στα δύσκολα.
Υπάρχει όμως και αυτή η κατηγορία στομαχιών, που είναι διαφορετική. Είναι αυτή που βάζει βιαστικά και αυθόρμητα σε μία βαλίτσα μπερδεμένα, όνειρα, άγχος, ελπίδα, θράσος. Και λίγο τυχοδιωκτισμό.
Το νέο ελληνικό κύμα μετανάστευσης προς το Βέλγιο είναι μία ασπρόμαυρη εικόνα σαν αυτή που διάλεξε ο Γιώργος Γιούπης από την παλέτα του φωτογράφου Δημήτρη Ναυρίδη: Το «άγαλμα» της Place Lux, γυμνό, ταλαιπωρημένο και με φασκιωμένα τα μάτια. Παραμένει όμως μυώδες, έτοιμο για όλα, ακόμα και για να ξαναδεί, αφού με μία απλή κίνηση, μία παραίνεση, μία συμβουλή το μαντήλι στα μάτια μπορεί να φύγει.
Το κείμενο του Γιώργου αποτελεί πάντα προϊόν μιας σκέψης δουλεμένης, κρυστάλλινα καθαρής στα δικά μου μάτια, ακόμα κι αν ξέρω πως την δουλεύει βράδυ, αργά, τις πιο πολλές φορές κουρασμένα.

——————————————————————————————————————-

Το παραλήρημα … του μετανάστη

Καμαρούλα μια σταλιά… Ναι, έχετε και ιδιωτικό μπάνιο, εκεί πίσω από την πλαστική κουρτίνα, δίπλα στη κουζίνα…  Στον τοίχο απέναντι έχει ένα καρφί,   άμα θες να κρεμάσεις καμιά πετσέτα ή κάνα δίπλωμα.  Το νοίκι το κρατάω απ το μισθό σου. O πρώτος μήνας του θειού σου που επιμελήθηκε τα δέοντα.. Τι ;   Δεν είναι θειός σου;  Τώρα είναι !  Αύριο το πρωί κατεβαίνεις  μαθαίνεις τη δουλειά, καθαρός ξυρισμένος, μ΄ άσπρο πουκάμισο,  έχεις ;   Όχι – δεν πειράζει.  θα πω στη γυναίκα , να σου ετοιμάσει ένα δικό μου, στο χαρίζω, αλλά καλό είναι να ΄χεις κι ένα δεύτερο, και που ΄σαι,   εδώ δεν είναι γαμιστρώνας, μαγαζί έχουμε από κάτω. Κι όπως είπαμε, Εδώ δουλεύουμε όλοι, όποιος δεν αντέχει, 100 περιμένουν απέξω.  Κι έτσι και μπει κανένας μυστήριος και σου κάνω νόημα, το στρίβεις δήθεν για τουαλέτα,  από κει στο διάδρομο κι εξαφανίζεσαι .  Κατάλαβες ;  Έτσι μπράβο ! Τουλάχιστον εσείς έρχεστε γραμματισμένα.  Του λόγου μας,  έπρεπε να μας τα ξηγούνε δυο φορές  …

…/ κι εσύ Ελένη, της επαρχίας της Ελλάδας κοιμωμένη/ …

-Αυτά που λες κυρά-Λένη…
-Τι λες γιόκα μου, δικός μας άνθρωπος, μου ΄κανε και τα γλυκά μάτια όταν κατέβαινε τα καλοκαίρια με τις Μερτσέντες .  Α που να τους πάρει  ο διάολος,  να μη χαρούν τα λεφτά που μαζέψανε.
-Τι να χαρούν ρε μάνα, εδώ είναι τόπος να χαρείς…
- Στην Κοινότητα πήγες,  ποιοι είναι τώρα, αγόρι μου;
- Πάνω κάτω οι ίδιοι.
- Άρα θα είναι καλοί.
- Έτσι φαίνεται… δε βαριέσαι ρε μάνα, απ ότι κατάλαβα όλο το θέμα είναι να μπορέσει να πει μια παράταξη στην Αθήνα  ΄΄πήραμε τις Βρυξέλλες΄΄, 800 εγγεγραμμένους  είχανε περίπου στις προηγούμενες εκλογές.   Με τις μπροστάντζες  δεν ανανεώνονται οι απλήρωτοι λογαριασμοί ;
-Κόμματα κι εκεί ανάθεμα τους  …. Συγχώρα με Κύριε που βλαστημάω….. στην εκκλησία  πήγες τζιέριμ , οι παπάδες μωρέ τι κάνουν;
-Προσεύχονται, βγάζουν δίσκους, τι να κάνουν… Πως πάνε τα αρθριτικά κυρά-Λένη;  Έκανες λίγο δίαιτα;  Έχασες κανένα κιλό;
-Ε κάτι έχασα κι εγώ, θες δε θες,  δίαιτα κάνεις… ας είναι καλά ο μπαξές του μακαρίτη !

/Η Ζωή σου να το ξέρεις είναι επικηρυγμένη/

Η εκδίκηση της μετανάστευσης μετουσιώνεται,  οι μονομάχοι  του χθες ,  legatus legionis  του σήμερα ,  – Άβε Ρωμιοσύνη!…-,  εκ-δουλεύουν απόφοιτους της σχολής καλών τεχνών κι επιστημών, καλές οι τέχνες, καλές κι οι επιστήμες,  ο παράς ακόμη καλύτερος.  Σκύψε να σου πω,  θα ΄μαι τρυφερός, θα σου μιλήσω για το όνειρο, θα στο ξηγήσω ψηλαφώντας το κορμί σου, κι όταν βογκάς, κι εκεί που το δάκρυ ανταμώνει με τον ίδρωτα…  κι ο δικός μου κώλος μάτωσε  τότε,  τώρα είναι η σειρά σου.   Α, να λες κι ευχαριστώ, που είμαι εγώ που σε ξεπαρθενεύω,  εμείς περάσαμε χειρότερα ούτε βούτυρο, μήτε και βαζελίνη, τότε…
Η γλώσσα ωμή,  ζητώ συγνώμη από ή και για εκείνους τους  θεατράνθρωπους, τους βατραχανθρώπους,  τους μισάνθρωπους,  τους απάνθρωπους τους χιονάνθρωπους, των χίλιων μύριων κύκλων, συντεχνιών, σιναφιών,  αμιγώς ομογενειακών   κι ελαφρώς πολιτικο-κομματικών ,  πόσοι αλήθεια…., κομμάτια χίλια…  όλους όσους δε θελήσανε ποτέ να ξεπεράσουν  το ατομικό και να βιώσουν το συλλογικό.  Κι έχω δικούς μου  κι από τη μια την όχθη κι απ΄ την άλλη.  Κι όλοι τους μια μερίδα δίκιο την  έχουνε.  Έτσι δημιουργείται και το πρόβλημα.  Όταν όλοι έχουν δίκιο, γεννιέται η τραγωδία. *   H τραγωδία όμως αποσκοπεί στη λύτρωση και όχι στα λύτρα.  

…./κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει/ …

Ήτανε λέει η κυρά Λένη κάποτε κόρη πανέμορφη,  μνηστήρες κατέφθαναν από όλες τις γωνιές του πλανήτη και την πολιορκούσαν.  Αυτή όμως δόθηκε σώμα και ψυχή σ ένα παλικάρι από τον τόπο της,  αυτός αν και πολύ την αγαπούσε,  από τη φύση του ανήσυχος.  Δυο αγάπες είχε, Εκείνη και τη θάλασσα.  Ψέματα να πει δεν ήξερε να τις κρατήσει και τις δύο.  Εκεί που βύζαινε σα μωρό παιδί στα στήθια της μιας,  έριχνε ξάφνου μια βουτιά στην αγκαλιά της άλλης.   Μέχρι που η δεύτερη  θύμωσε, μπέρδεψε τα ρέματα και τους ωκεανούς κι αυτός περιπλανιέται ακόμη και δε βρίσκει το δρόμο να γυρίσει … Kαλέσανε που λες συνεδρία οι άρχοντες  στην αγορά,  ν΄αποφασίσουνε  ποιος θα χρεωθεί  το μπάσταρδο.  Μαζευτήκανε  πρόεδροι, αντιπρόεδροι, επίτιμοι πρόεδροι,  παραπρόεδροι, και πιαστήκανε στα λόγια , ένας  παλιός μονάχα δε μίλησε καθόλου, χάραζε γραμμές με μια πέτρα πάνω στου βράχου το δέρμα το ελαφρύ.  Είχε και μια μελαγχολία στο βλέμμα,  σα ναυτικός που ΄χε καιρό να δει λιμάνι, μελαγχολία είπα, όχι νοσταλγία, νοσταλγία είναι όταν έχεις καιρό ν΄ανταμώσεις  γοργόνα.  Λένε πως μόνο μια αναλογεί στον καθένα και μία και μοναδική ευκαιρία έχει για να του εμφανιστεί. Αν αυτός τη χάσει, τη γοργόνα, γιατί μία  αναλογεί …. Το πα και πριν αυτό,  ε ;   άστα …. Είναι κι άλλοι χιλιοταξιδεμένοι  που δεν είδανε ποτέ, αυτοί κάποτε αυτοκτονούν ή ανακαλύπτουν αρρώστιες καινούργιες… τι ψάχνεις.. . Το Εγώ … παραδέχτηκε ποτέ κανείς εγωιστής  ότι το εγώ του εκτοξεύτηκε στο διάστημα ….
Μην ξεχάσω, κάτι χρωστούμενα που έχω και περίμενα να τα κοιτάξω από μιαν απόσταση.  Στα πλαίσια της ελληνικής προεδρίας ανοίξανε πολλά μαγαζάκια στις Βρυξέλλες και σιγά-σιγά το ένα μετά το άλλο κλείνουνε.  Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες, το λόγο έχουν τώρα νέας κοπής εργατο-μεσίτες.  Οι κακές γλώσσες λένε ότι ακόμη κι οι ευεργέτες και οι εθνοσωτήρες δυσκολεύονται.  Η αλήθεια είναι ότι μια αμερικάνικη γκλαμουριά  λείπει  σ΄ αυτή τη γκρίζα πόλη.  Ξέρετε τώρα, πρώτα ρίχνουμε τις βόμβες και μετά μοιράζουμε συσσίτια.  Λέτε ν΄αρχίσουνε τώρα κι εδώ τα γκαλά,  –με αρέσει αυτή η λέξη, θυμίζει Σαλονίκη – και τα γεύματα τα φιλανθρωπικά, με τα σινιέ τα κουστούμια τα σταυρωτά  και τους  κονδυλιο-φόρους υπό μάλης…  Ερώτηση επιθυμίας: Ποιος άραγε από όλους αυτούς θα σώσει την  Ομοσπονδία;  Ή μήπως δεν κάνει γιατί είναι άλλο μαγαζί;   Τα μπέρδεψα;  Συγνώμη.  Λες να τα χω χαμένα;  

Τι να σου πω,  χαμένα ή χεσμένα δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ από πότε ακριβώς,  αλλά από κάποια στιγμή άρχισα να μην καταλαβαίνω τίποτα .   « Να σου εξηγήσω… »,  μου λέει ο Γιάννης που έχει σπουδάσει οικονομικά….  Δε θέλω, του λέω… Φοβάμαι μήπως επιβεβαιωθούν κι  επιστημονικά οι φόβοι μου και με πιάσει και πάλι εκείνη η ναυτία, τάση εμετού που λέει κι η Μαρία…

Κατά τα άλλα, «les feuilles mortes se ramassent à la pelle… » **, έτσι  κι οι αναμνήσεις και όσα μετάνιωσες , με το… φτυάρι.  Σε φιλώ, να κλείνεσαι και να υπομένεις λιγότερο, ν΄ αγανακτείς και ν΄ αντιδράς περισσότερο,  θα σε δω στην πλατεία στις 15 του Δεκέμβρη… καλό χειμώνα!

Κάτι άδειες νύχτες, Νοέμβρης 2014
Γ. Γιούπης

ΥΓ: Νιώθω μεγάλη χαρά που κι αυτό το κείμενο στάθηκε αφορμή για μία ακόμη » συνομιλία «, αυτή τη φορά με την εξαιρετική φωτογραφία του φίλου Δημήτρη Ναυρίδη. – ΓΓ
—————————————————————————————————————–
*Δάνειο από την εξαιρετική ελληνική ταινία του Νίκου Καλογερόπουλου ΄΄Οι Ιππείς της Πύλου΄΄ (2011)
** «Les feuilles mortes »:  στίχοι Jacques Prévert, μελωδία Joseph Kosma και… με τη μοναδική ερμηνεία του Yves Montand

photo credit: Dimitris Navridis

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Το παραλήρημα … του μετανάστη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *