Face to Face… με τον Frans De Clercq.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ο Frans De Clercq είναι Ολλανδός διερμηνέας, μένει στις Βρυξέλλες και μιλάει τα ελληνικά σαν Έλληνας. Αγαπάει την Ελλάδα και ιδιαίτερα την μουσική της, την οποία προβάλλει με ποιότητα μέσα από το Art Base.

Συνέντευξη: Σώτια Μυτιληναίου
Φωτογραφία: Newsville.be

________________________

Ποιοτική μουσική μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Όλα είναι ζήτημα γούστου.

Στις συναυλίες που πραγματοποιούνται σε μικρούς χώρους όπως είναι το ArtBase δημιουργείται μια αίσθηση οικειότητας , νιώθεις ότι βλέπεις πολύ καλά την κάθε κίνηση του καλλιτέχνη. Σχεδόν τον αναπνέεις.

Στο ArtBase προσπαθούμε να φέρουμε σε επαφή τους καλλιτέχνες με τον κόσμο και τον κόσμο με τους καλλιτέχνες. Βλέπω ότι τους αρέσει πολύ αυτή η επαφή με το κοινό και το feedback που παίρνουν από το γεγονός ότι βλέπουν τους θεατές στα μάτια.

Στις Βρυξέλλες υπάρχει κόσμος που δεν προλαβαίνει να αναπτύξει ένα προσωπικό γούστο, κρίση και εμπιστεύεται τις κριτικές και τις διαφημίσεις των μεγάλων εντύπων. Το κοινό του ArtBase δεν είναι ένα κοινό που ακολουθεί αυτό που υπαγορεύει η διαφήμιση και η τηλεόραση. Έχει δική του κρίση και δεν ακολουθεί πιστά τον εμπορικό δρόμο.

Η διαδικασία επιλογής των έργων που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς γινόταν πάντα με βάση το προσωπικό γούστο και τις δυνατότητες του χώρου. Αυτό έφερε σαν φυσική εξέλιξη τη διαμόρφωση του χαρακτήρα που έχει αυτή τη στιγμή το Artbase.

Η Ελλάδα είναι μία πάρα πολύ μουσική χώρα. Το κακό είναι ότι οι Έλληνες συχνά δεν το συνειδητοποιούν και θεωρούν ότι η ελληνική μουσική έχει ξεφτιλιστεί και εμπορικοποιηθεί. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα όμως δε βρίσκει κανείς τόσο πλούσια παράδοση και ποικιλία.

Τα μπουζούκια δεν μου άρεσαν ποτέ. Όταν όμως έτυχε να βρεθώ κάποια στιγμή σε έναν τέτοιο χώρο εντυπωσιάστηκα από το πάρα πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής των μουσικών.

Οι Έλληνες είναι κατά ένα μεγάλο κομμάτι τους «διονυσιακοί». Αυτό το στοιχείο καλώς ή κακώςέχει χαθεί από τους Ευρωπαίους και τον σημερινό πολιτισμό μας. Καλώς γιατί υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η αίσθηση του μέτρου. Κακώς γιατί κινδυνεύουμε να φτάσουμε στο άλλο άκρο του «απολλώνιου» και του ορθολογικού. Χρειάζεται μια ισορροπία.

Αυτό που μου αρέσει πολύ από την Ελλάδα είναι η παράδοση του πανηγυριού κάτι το οποίο επίσης έχει χαθεί από την Ευρώπη. Και το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι συμμετέχουν όλες οι ηλικίες χωρίς διακρίσεις και στερεότυπα. Στην Ευρώπη το μονοπώλιο της διασκέδασης το έχουν οι νέοι. Οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών μοιάζουν θαμμένοι στις πόλεις, στα γηροκομεία και στα σπίτια.

Οι παραδόσεις θα πρέπει όχι μόνο να διατηρούνται αλλά ταυτόχρονα να αλλάζουν ή και να εξελίσσονται. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι από το άκρο της προσκόλλησης θα έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα της πλήρους αδιαφορίας, της ρουτίνας και του προγράμματος.

Η πιο συναρπαστική εμπειρία μου σε σχέση με την Ελλάδα εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου τη δεκαετία του 1970 στον εθνικό κήπο της Αθήνας. Θυμάμαι ακόμα την εικόνα με τους δεκαπέντε ηλικιωμένους να κάθονται κάτω από μία ομπρέλα και να διασκεδάζουν τραγουδώντας και λέγοντας αστεία. Μου έκανε πολύ εντύπωση το ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν αυτό το «δικαίωμα» και νομίζω ότι για μένα αυτή η εικόνα κλείνει μέσα της το ελληνικό στοιχείο. Αυτή ήταν και η αφορμή για να ασχοληθώ με την Ελλάδα, την ελληνική μουσική και την γλώσσα.

Η πιο δύσκολη και περίεργη εργασιακή μου εμπειρία ήταν το σύντομο πέρασμα μου από την τηλεόραση. Αποφάσισα αμέσως να τα παρατήσω γιατί ένιωθα μεγάλη πίεση από τις συνεχείς οδηγίες των σκηνοθετών. Δεν άντεχα να είμαι συνεχώς υπό το άγχος του να παρουσιάζομαι επιτηδευμένα και φορτσαρισμένα με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Άλλωστε αυτό στο οποίο είχα πάντα έφεση ήταν οι ξένες γλώσσες. Έτσι έφτασα στις Βρυξέλλες.

Όταν πρωτοήρθα στις Βρυξέλλες τη δεκαετία του 1980 βρήκα μία πόλη «στριμμένη». Οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι, αμίλητοι, τα αυτοκίνητα ήταν πάρα πολλά σε αντίθεση με τα ποδήλατα. Οι περισσότερες προσόψεις των κτιρίων δεν είχαν ανακαινιστεί για πολλά χρόνια και πολλά σημεία στην πόλη ήταν βρόμικα. Ήταν μία πόλη χωρίς ζωντάνια γεμάτη υπαλληλικούς ανθρώπους.

Αυτό που έσωσε τις Βρυξέλλες από το να παραμείνουν μία σκοτεινή πόλη ήταν οι ενέσεις με κόσμο καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό από τη Φλάνδρα, οι πεζοδρομήσεις και οι ποδηλατόδρομοι, η ανάπτυξη των Άγγλων και των Ιρλανδών που έφεραν ζωντάνια με τον τρόπο διασκέδασης που εισήγαγαν, οι ανακαινίσεις και η καθαριότητα πολλών περιοχών και κτιρίων.

Το πιο σημαντικό στοιχείο των Βρυξελλών</b> είναι το γεγονός ότι εδώ μπορούν και συμβιώνουν σχεδόν αρμονικά πολλές και διαφορετικές εθνικές κοινότητες που παραμένουν ζωντανές και προσφέρουν στην πόλη τον δικό τους πολιτισμό. Αυτό την κάνει μία πλούσια πόλη αλλά χωρίς ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα.

Με τους Έλληνες στις Βρυξέλλες έχω συχνή, έντονη επαφή και περνάω όμορφα. Είναι φίλοι μου. Μαζευόμαστε, διασκεδάζουμε, παίζουμε μουσική. Είναι άνθρωποι που παρά το γεγονός ότι προέρχονται από διαφορετικούς χώρους ενδιαφέρονται πολύ για τα πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα. Αυτό που μου αρέσει και με συγκινεί πολύ είναι ότι (… αν δεν τσακωθούν) στηρίζουν ο ένας τον άλλον.  

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Face to Face... με τον Frans De Clercq."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *