Η εικονιστική οντολογία της ποίησης

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Το άρθρο του κυρίου Σκαρτσή δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Ελληνικού πολιτισμού «ΘΕΑ», την συντακτική ομάδα του οποίου και ευχαριστούμε για την συνεργασία και την αναδημοσίευση του άρθρου.

Υποκειμενικότητα- Αντικειμενικότητα

Μου φαίνεται ότι είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε πως, αν χρειαζόμαστε μια αντικειμενικότητα, αυτή αντλείται από την υποκειμενικότητα. Γιατί, ενώ κάθε επιθυ­μητή αντικειμενικότητα τελικά προσλαμβάνεται υπο­κειμενικά ώστε για την ψυχρή επιστήμη δεν υπάρχει δυνατότητα αντικειμενικότητας παρά μόνο ως νοηματικό πλάσμα, η υποκειμενικότητα είναι πιο πολύ από επιθυμητή, είναι μια πραγματικότητα.Ο λόγος του Πρωταγόρα ότι «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» δεν είναι άλλη μια σοφή κουβέντα αλλά η απλή αποδοχή μιας πραγ­ματικής κατάστασης. Και λοιπόν, αφού έτσι έχουν τα πράγματα, στ’ αλήθεια η πραγματικότητα μπορεί να είναι αντικειμενική μόνο και μόνο επειδή εδράζεται στην πραγματικότητα του υποκειμένου.Ή στην ελπίδα υποκειμε­νικής επικοινωνίας για τα αντικείμενα.

Όμως δεν υπάρχει πραγματικότητα εκτός του υποκειμένου, είτε αυτό υφίσταται είτε όχι; Άρχισε κάποτε και κάποτε θα πάψει η πραγματικότητα; Πριν την πραγματι­κότητα και μετά την πραγματικότητα, τι; Μπορεί καν να γίνει ερώτηση για πριν και μετά, αφού χωρίς πραγματικότητα δεν υπάρχει είναι, άρα δεν είναι δυνατή καμιά σχε­τική ερώτηση; Είναι απάντηση η ταοϊστική εναλλαγή τίποτα και κάτι; Είναι σίγουρα η πιο ικανοποιητική απάντηση. Μόνο που είναι ακριβώς μια απάντηση, που εν κενώ διατυπούμενη περιμένει μια πλήρωση και η ίδια η πραγματικότητα της βίωσης και της ζωής δεν υπάρχει εν κενώ και δεν εξαρτάται από ερωτήσεις και απαντήσεις Όλα αυτά υφίστανται μέσα στην αίσθηση ενός τώρα, που, κι αυτό, υπάρχει σαν μια αίσθη­ση-καταφύγιο, μια κενή σιωπή για όλα.

Λοιπόν είναι πραγματικότητα έξω από μένα, από το εγώ; Η ινδική απάντηση tat tvam asi, «αυτό είναι εσύ», ταύτιση πραγματικότητας και υποκειμένου, η άρση της διάστασης υποκειμένου – αντικειμένου, ταυτίζει το εγώ με κάθε εγώ, θεωρεί δηλαδή την αίσθηση του εγώ μετοχή σε μια οντότητα δυαδική με τον κόσμο, ένα εγώ ένα­ντι ενός εσύ. Η δυαδικότητα και η άρση της, που εκφράζονται τόσο απλά και καθαρά στην κινέζικη σκέψη, και που ο Ηράκλειτος την ανάγει, από όλες τις μορφές της («διάδον, συνάδον» κλπ.), στο αρχέγονο «εν το παν», αφήνοντάς την τελικά στην ει­κόνα της «βασιλείας του παιδιού», ή στη ροή, όπου την αφήνει και το κορεατικό ζεν, τίθεται για να αρθεί ή να εκτιμηθεί ως διπολισμός, το κλαδί να πούμε με τις άκρες του –και αυτό είναι η άκρη άκρη όπου φτάνει η νοητική δύναμη του ανθρώπου, που στο μεταξύ, με την τεχνική εφαρμογή της στο δυαδικό σύστημα του υπολογιστή, επι­τελεί θαυμαστά για ένα κεχηνότα θαυμασμό έργα κραυγαλέας επινοητι­κότητας.

Ίσως από όλα αυτά βγαίνει πως, αφού ό,τι λέμε πραγματικότητα μπορεί να υπάρ­χει μόνο με ένα ανθρώπινο εγώ, μόνο από την οπτική μιας νόησης που την βλέπει σαν κάτι άλλο από τον εαυτό της και από την αυτοαντίλη­ψή της, από μόνα τους, αυτά που λέμε πράγματα και συναποτελούν την πραγματικότητά μας, μπορούμε να πού­με πως υφίστανται καθ’ εαυτά και, όσο εμείς τα κοσμούμε, τα κάνουμε κόσμο, και αν ταυτί­ζουμε, με Παρμενί­δειο τρόπο, ένα νοείν με ένα είναι, τα ίδια τα πράγματα από μόνα τους δεν επιδέχονται κανένα ρηματικό προσ­διορισμό, ούτε κατάστασης ούτε αλλαγής ούτε ροής, από μόνα τους μπορούν να επιδέχονται ένα ουσιαστικό όνομα, που συνι­στά απλώς τον τρόπο που εμείς τα βλέπουμε και προσπαθούμε να μετέχουμε, λεκτι­κά, σ’ αυτά. Αλλά και πάλι, βέβαια, όλη αυτή η κατάσταση προσδιορίζει τα πράγμα­τα αρνητικά ως προς εμάς, ως προς ένα εγώ θεώμενο που συγχρόνως σκέφτεται, ενώ το ίδιο το γεγονός της θέας ή θέασής του, το ίδιο το θεάσθαι είναι δεδομένο στο άτο­μο, δεν το δημιουργεί το ίδιο το άτομο. Αυτό πρέπει να πούμε και για όλες τις δυνα­τότητες του εγώ, και για την ίδια την κατάσταση του εγώ: πως είναι δεδομένα από αυτό που εμείς προσλαμβάνουμε ως την πραγματικότητά μας. Και θα πρέπει να προ­σθέσουμε τα υποκείμενα που υφίστανται ως εγώ, όλα αυτά τα εγώ μπορούν να θεω­ρηθούν μια πνευματική κατάσταση, κάτι νοητικό και αφηρημένο, όμως το δεδο­μένο είναι άτομα χωριστά, ιδιαίτερα υποκείμενα, που η ιδιαιτερότητά τους είναι και αυτή ένα δεδομένο της κατάστασης που ονο­μάζουμε «φύση» και που την προσλαμ­βάνουμε κατανοώντας την, αλλά που αν την κοιτάξουμε καθεαυτήν, από μόνη της, μπορούμε να δούμε ότι έχει ανεξάντλητες για την αντίληψή μας καταστάσεις και δυ­νατότητες και ότι και αυτή η ίδια η διαπίστωση είναι μόνο ένας αντιληπτικός τρόπος προσέγγισής της από εμάς.

Με ένα λόγο, υπάρχει αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα, φύση, κόσμο προ­σλαμβανόμενο νοητικά, αλλά που η ίδια η αντίληψή μας διαπιστώνει ότι ο νοητικός μας τρόπος και ο έτσι προσλαμβανόμενος κόσμος, εμείς ως οντότητα και η προσλαμ­βανόμενη οντολογία μας είμαστε μέσα σ’ αυτό που προσλαμβάνουμε, πως η ίδιαπρόσληψή μας είναι όρος αυτού που λέμε φύση και που είναι μόνη της, καθεαυτήν και αυτής της μοναδι­κότητας μετέχουμε κι εμείς μέρος της, μοναδικοί.

 Όλα αυτά στο βάθος λένε ένα απλό πράγμα: ή σκεφτόμαστε τον κόσμο, τη φύση, αυτό· ή το είμαστε, δηλαδή υπάρχει η ενιαία οντότητα, και από αυτήν προκύπτει, ως μια μορφή της, το δεύτερο, η αντιληπτική σύλληψή της και η διαπιστωτική της αυτοα­ντίληψή μας. Τι σημαίνει όμως οντολογικά, δηλαδή με αρχικούς όρους, «σκέφτο­μαι»; Και αυτό πώς συνυπάρχει με τις αισθήσεις και τα αισθήματα, με τη διαίσθηση, με το όνειρο, με τις παρα­φυσικές λεγόμενες καταστάσεις, με τις ιερές νόσους, με τις καταστάσεις συναισθησίας, με τις μυητικές προσλή­ψεις, με τη μέθη, με την έμπνευση, με την έκσταση; Αυτό το τελευταίο, η έμπνευση, δεν είναι σαφές; Μας λέει ότι εμπνεόμαστε, ότι παίρνουμε πνοή και αυτή γίνεται πρόσληψη των πραγ­μάτων, όπως το λέει κιόλας καλά η ιδέα του ινδικού «σφότα», μιας υπεραισθητής, μη διαπιστώσιμης, φυσικά, ουσίας που είναι η αρχική οντότητα, αυτή που τα θρησκεύ­ματα, σε διάφορα πεδία, ονομάζουν με διάφορα ονόματα.
(μέρος 2ο)

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η εικονιστική οντολογία της ποίησης"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *