Brassai (Gyula Halasz), 1899-1984

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

O Gyula Halasz (γνωστός με το ψευδώνυμο Brassai) γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1899, στο Brasov (στο οποίο οφείλεται το ψευδώνυμο του), στη ΝΑ Τρανσυλβανία – που ανήκει σήμερα στη Ρουμανία αλλά την εποχή εκείνη ήταν μέρος της Ουγγαρίας. Στην ηλικία των τριών, η οικογένειά του μετακινήθηκε για να ζήσει στο Παρίσι για ένα έτος ενώ ο πατέρας του, καθηγητής λογοτεχνίας, δίδαξε στη Sorbonne. Σαν νέος ο Brassai μελέτησε τη ζωγραφική και τη γλυπτική στην ακαδημία Καλών Τεχνών στη Βουδαπέστη πριν καταταχθεί σε ένα σύνταγμα ιππικού του αυστροουγγρικού στρατού, μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

Το 1920 πήγε στο Βερολίνο όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος και παράλληλα φοίτησε στην ακαδημία Καλών Τεχνών του Βερολίνου -Charlottenburg

Το 1924 κινήθηκε προς το Παρίσι όπου θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του. Προκειμένου να μάθει τη γαλλική γλώσσα, ξεκίνησε με την ανάγνωση των εργασιών του Marcel Proust. Ζώντας ανάμεσα σε τόσους σημαντικούς καλλιτέχνες του Μontparnasse, ανέλαβε δουλειά ως δημοσιογράφος. Έγινε σύντομα φίλος μεταξύ άλλων με τους Henry Miller, lιon-Paul Fargue, και τον ποιητή Ζακ Prιvert.

Το 1926 συναντά τον συμπατριώτη του Andre Kertesz και τον ακολουθεί συχνά στις φωτογραφικές του βόλτες. Μάλιστα αρκετές φορές χρησιμοποιεί τις φωτογραφίες του φίλου του, ώστε να εικονογραφήσει άρθρα του.

Η εργασία του Brassai ως δημοσιογράφου και η αγάπη του για την πόλη του , στις οποίας τις οδούς περιπλανήθηκε συχνά αργά τη νύχτα, τον οδήγησαν στη φωτογραφία. Αργότερα έγραψε ότι η φωτογραφία του επέτρεψε να καταλάβει τη νύχτα του Παρισιού και την ομορφιά των δρόμων και των κήπων στη βροχή και την ομίχλη. Μόνο η δύναμη της φωτογραφίας μπορούσε να του προσφέρει την ένταση και την εκφραστική δύναμη που χρειαζόταν ώστε να μεταφράσει το όραμα του για την ομορφιά της απλής, συνηθισμένης ζωής. Παρόλαυτά περίμενε μέχρι το 1929 για να τραβήξει τις πρώτες του φωτογραφίες χρησιμοποιώντας μία δανεική μηχανή ενός φίλου. Αμέσως ενθουσιάζεται και αγοράζει την πρώτη του μηχανή μία Voigtlander Bergheil την οποία συνέχισε να χρησιμοποιεί για πολλά χρόνια.

Σαν Brassaι, συνέλαβε την ουσία της πόλης στις φωτογραφίες του, οπότε και δημοσιεύει το πρώτο βιβλίο φωτογραφιών του το 1933 με τον τίτλο «Pari de nuit» («Παρίσι τη νύχτα»). Οι προσπάθειές του στέφθηκαν με μεγάλη επιτυχία, με συνέπεια να αποκαλείται το «μάτι του Παρισιού», σε ένα δοκίμιο από το φίλο του Henry Miller. Ο ίδιος αναφέρει «… η φιλοδοξία μου ήταν να δείξω τη καθημερινότητα της πόλης σαν να ανακαλυπτόταν για πρώτη φορά. Αυτή ήταν και η διαφορά μου με τους σουρεαλιστές.»
Στις βραδυνές του βόλτες είχε φίλους συνοδοιπόρους αλλά ακόμα περισσότερες φορές περιπλανιόταν μόνος του. Συχνά έστηνε τη Voigtlander στο τρίποδο καθώς προσπαθούσε να αποτυπώσει συγκεκριμένες αντανακλάσεις από φώτα, σκιές και την ομίχλη. Υπολόγιζε την έκθεση της φωτογραφίας από το χρόνο που έκανε να καούν τα Gauloises τσιγάρα που κάπνιζε.

Εκτός από τις φωτογραφίες της πιο σκοτεινής πλευράς του Παρισιού, παρείχε επίσης σκηνές από τη ζωή της υψηλής κοινωνίας της πόλης, των διανοούμενων, του μπαλέτου, και της Οπερας. Φωτογράφισε πολλούς από τους μεγάλους φίλους του καλλιτέχνες , συμπεριλαμβανομένου του Salvador Daly, Pablo Picasso, Henri Matisse, Alberto Giacometti, συν πολλούς από τους προεξέχοντες συγγραφείς της εποχής του όπως ο Jean Genet, ο Henri Michaux και άλλους.

Μεταξύ του 1949 και 1960 ταξίδεψε εκτενώς για το Harper's Bazaar. Επισκέφθηκε μεταξύ άλλων την Ελλάδα, Τουρκία, Σουηδία, Μαρόκο, Ιταλία, Ισπανία και Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι φωτογραφίες του Brassai τον οδηγούν να αποκτήσει διεθνή φήμη με εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες στο George Eastman House στο Ρότσεστερ, το ίδρυμα τέχνης στο Σικάγο και στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης. Παρόλαυτά στην Γαλλία ήταν περισσότερο γνωστός για τα σχέδια του, την γλυπτική του και τα χαρακτικά του. Μέχρι το 1974, όπου στο Διεθνές φεστιβάλ της Arles μαζί με το φίλο του Ansel Adams ήταν η αφορμή να τον ξανα-ανακαλύψουν οι νεότερες γενιές του Παρισιού. Το 1978 βραβεύθηκε με το Grand Prix National de Photography.

Το έργο του Brassai είναι γερό. Πατάει στα πόδια του. Οι φωτογραφίες του αποτελούν επιγραμματικές ετικέτες ενός τρόπου ζωής. Δεν είναι όμως ποτέ ικανό να να απογειώσει τον θεατή πάνω από τα εικονιζόμενα. Παραμένει έντιμο και καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε λογής υπογραμμίσεις και νοηματικές λεζάντες.

Εκτός από φωτογράφος ο Brassai ήταν και συντάκτης δεκαεπτά βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων. Οι επιστολές του «Στους γονείς μου» και οι «Συνομιλίες με τον Πικάσο», έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και έχουν δημοσιευθεί από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Το 1956, το κινηματογραφικό του έργο, κέρδισε το βραβείο της πιο πρωτότυπης ταινίας στο φεστιβάλ Κανών.

Θεωρούμενος από όλους σαν ένας από τους μεγάλους φωτογράφους του 20ού αιώνα, ο Gyula Halasz πέθανε στις 8 Ιουλίου 1984 στο νότο της Γαλλίας.

Το 2000, μια έκθεση με περίπου 450 έργα Brassaι οργανώθηκε με τη βοήθεια της χήρας του Gilberte, στο κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι. Χάρη στη προσπάθεια της γυναίκας του, στο Pompidou υπάρχουν σήμερα πάνω από 35.000 αρνητικά και contact.

Πηγή: photomind.gr

Φωτογραφίες: http://www.masters-of-photography.com
                        http://www.egodesign.ca
                        http://collectionsonline.lacma.org
                        http://visualhardcore.com
                        http://wunderbuzz.co.uk
                        http://www.msxlabs.org
                        http://www.chuqur.com
                        http://www.mapadelasartes.com

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Brassai (Gyula Halasz), 1899-1984"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *