Θεόδωρος Αγγελόπουλος.. Αν σου μιλάω με παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Από τoν Δημήτρη Ναυρίδη

———-

Τον Ιανουάριο συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον χαμό ενός μεγάλου Έλληνα. Μεγάλου όχι γιατί διαφήμισε την χώρα μας στο εξωτερικό. Ποτέ δεν έκανε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον εκουσίως. Μεγάλου όχι γιατί κέρδισε βραβεία. Ποτέ δεν ήταν ο αυτοσκοπός του.  Μεγάλου όχι γιατί γνώρισε διεθνή καταξίωση. Αλλά μεγάλου, επειδή μέχρι τέλους υπηρέτησε επάξια και με αυταπάρνηση αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα. Να κινηματογραφεί.

Δεν είναι εύκολο να γράψεις πολλά για κάποιον που αφιέρωσε την ζωή του στο να φτιάχνει ταινίες όπως έκανε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Γιατί οι ταινίες του Theo ήταν κάτι παραπάνω από μια συρραφή εικόνων, σεκάνς και διαλόγων. Κάθε πλάνο ήταν ονειρικό. Κάθε νότα που το συνόδευε, ένα κομμάτι που συμπλήρωνε το παζλ. Και κάθε ατάκα, ενδελεχώς επιμελημένη. Αυτό ωστόσο που ξεχώριζε στα έργα του Αγγελόπουλου, ήταν οι εικόνες. Μην μπερδευόμαστε, δεν μιλάμε για το στιλ των πλάνων του, κάτι για το οποίο έχει κατηγορηθεί, σαν να όφειλε να ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο κινηματογράφησης. Μιλάμε για τα κάδρα του. Αφαιρετικά, ακόμα και τα πιο κοντινά του, άρτιες συνθέσεις που αν τα απομονώσουμε και τα δούμε φωτογραφικά, θα αποτελούσαν το όνειρο ζωής για κάθε φωτογράφο ή εικαστικό δημιουργό.

Η θεματολογία του, είτε άμεσα είτε ακροθιγώς, περιστρεφόταν γύρω από την Ελλάδα και τα θέματα που ακόμα εξακολουθούν να την βασανίζουν. Μετανάστευση, κοινωνική έχθρα, επαρχιώτικη νοοτροπία, πολιτικοποίηση.  Ο πατέρας του υπήρξε αιχμάλωτος κατά την περίοδο του Εμφυλίου, όταν ο Θοδωρής ήταν ακόμα παιδί. Μεγάλωσε βλέποντας γύρω του φτώχια, αδικαιολόγητο μίσος και ακόμα πιο αδικαιολόγητους σκοτωμούς. Έζησε από κοντά την ναζιστική κατοχή, καθώς και την Δικτατορία αργότερα. Στοιχεία που έντονα επηρέασαν αν όχι καθόρισαν την κινηματογραφική του αίσθηση. Ο πόλεμος, η πολιτική διαίρεση, η εξορία, είναι θέματα που κυριάρχησαν στις ταινίες του. Ακόμα κι εκεί, διάφοροι εγχώριοι ‘’επαΐοντες’’ τον μέμφθηκαν, τονίζοντας τον δήθεν ανθελληνισμό του. Στο μυαλό τους προφανώς μόνο τα ελληνικά νησιά και τα μπουζούκια είναι δείγμα ελληνισμού.     

Ο Theo δεν έκανε αυτό που λέμε εύπεπτες ταινίες. Από την άλλη ωστόσο, δεν έκανε ταινίες για λίγους, όπως συχνά γραφόταν ή ακουγόταν. Αυτό που παραμένει αναμφισβήτητο, είναι πως τα έργα του διέπονται από μια ιδιαιτερότητα. Ξεχωριστή ιδιαιτερότητα, ίσως. Από την μία τα έργα του εξελίσσονται με έναν λυρικό, ποιητικό τρόπο,  ενώ από την άλλη διακρίνονται από μια ρεαλιστική γραφή. Οι ταινίες του όλες κουβαλούν μια συλλογική μνήμη. Είναι καθεμιά τους μια επιστροφή στο παρελθόν και την ιστορία, ταυτόχρονα όμως είναι ένα ταξίδι που μας φέρνει απέναντι στο σήμερα. Δεν κατανοείς το παρόν αν ξεχνάς το παρελθόν. Και τα δύο λειτουργούν σε συνάρτηση το ένα με το άλλο. Παρόν-παρελθόν. Μνήμη-λήθη, ιστορία-καθημερινότητα. Δοσμένα πάντα μέσα από ένα λυρικό, σχεδόν θεατρικό πρίσμα, με έντονους συμβολισμούς και με εικόνες-σύμβολα.  

Κινηματογράφο σπούδασε στο Παρίσι. Ήταν τότε που η γαλλική πρωτεύουσα δικαίωνε και με το παραπάνω τον χαρακτηρισμό της σαν πόλη του Φωτός. Αρχικά έφυγε με σκοπό τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Φιλολογία), σπουδές που ωστόσο άφησε για να παρακολουθήσει μαθήματα κινηματογράφου στο φημισμένο  Institut des Hautes Études Cinématographiques. Εκεί θα έρθει μια κόντρα με τον καθηγητή σκηνοθεσίας που θα έχει σαν αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη σχολή. Συνέχισε λοιπόν στο Musée de l’ Homme, γεγονός που θα φέρει στον δρόμο του τον Jean Rouche, σκηνοθέτη και εθνολόγο και τον άνθρωπο που εισήγαγε την έννοια του cinema-direct. Ένα στιλ που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το έργο του Αγγελόπουλου τα επόμενα χρόνια.

Το στιλ που τον χαρακτηρίζει αλλά και που τον καθιέρωσε, είναι τα μακρινά πλάνα, οι αργές εναλλαγές και σχεδόν πάντα στις ταινίες του, η αφήγηση. Μια τεχνική, που δεν προκύπτει όμως από κάποιο ιδιαίτερο βίτσιο ή σκηνοθετική εμμονή. Τα φιλμ του ο Αγγελόπουλος τα προσέγγιζε με μια μπρεχτική, αποστασιοποιημένη άποψη. Γι’ αυτόν η ουσία της ταινίας είναι η ίδια η ταινία. Στο κάθε πλάνο του, όση σημασία έχει αυτό που ορίζει το κάδρο του, άλλη τόση έχει κι αυτό που ‘’μένει’’ στο μη ορατό.

Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια ενός άλλου μεγάλου σκηνοθέτη της εποχής μας, του Martin Scorsese για τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου:” Ξέρει πραγματικά πώς να ελέγχει το κάδρο του. Υπάρχουν σκηνές στα έργα του που η παραμικρή κίνηση της κάμερας ή η ελάχιστη αλλαγή στην απόσταση, έχει αντίκτυπο στον θεατή. Έχει μια σχεδόν απόκοσμη αίσθηση ελέγχου.” 1

Η πορεία του ξεκίνησε με την Αναπαράσταση, το 1970. Ακολούθησαν οι Μέρες του ’36, ο Θίασος , οι Κυνηγοί, ο Μεγαλέξανδρος, το Ταξίδι στα Κύθηρα, ο Μελισσοκόμος, το Τοπίο στην Ομίχλη, το Μετέωρο βήμα του Πελαργού, το Βλέμμα του Οδυσσέα, Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα, το Λιβάδι που Δακρύζει και η Σκόνη του Χρόνου, η τελευταία ολοκληρωμένη του ταινία.

Δεν έχει σημασία να απαριθμήσουμε τα βραβεία και τις διακρίσεις που κατά καιρούς του απονεμήθηκαν. Σημαντικότερα ωστόσο, είναι το βραβείο Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών για την ταινία του ‘’Το βλέμμα του Οδυσσέα’’, το 1995 και ασφαλώς ο Χρυσός Φοίνικας, επίσης στις Κάννες, για το ‘’Μια αιωνιότητα και μια μέρα’’, το 1998.

Είχε συνεργαστεί με εξαιρετικούς ηθοποιούς, της ελληνικής και διεθνούς σκηνής , ενώ την σύντροφο της ζωής του, Φοίβη Οικονομοπούλου, την γνώρισε στα γυρίσματα του ‘’Μεγαλέξανδρου’’ (1979) όπου ήταν διευθύντρια παραγωγής κι έκτοτε ήταν πάντοτε στο πλάι του.

1“The Films of Theo Angelopoulos: A Cinema of Contemplation” Andrew Horton, Princeton University Press, 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Θεόδωρος Αγγελόπουλος.. Αν σου μιλάω με παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *