Η αποκλειστική συνέντευξη του Σταμάτη Κραουνάκη στο FACES

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Έγινε και αυτό! Ο Σταμάτης Κραουνάκης ήρθε. Που;

Στο κέντρο της διαπλοκής όπως σαρκαστικά και εύστοχα χαρακτήρισε την πόλη των Βρυξελλών.

Όχι μόνο ήρθε αλλά τραγούδησε κιόλας. Παλιές και νέες αγαπημένες μελωδίες που συμπαρέσυραν το αρχικά διστακτικό κοινό σε ένα ταξίδι νοσταλγίας και αναμνήσεων. Δεν ξέρω πως καταφέρνει να «λυθεί» ένας τραγουδιστής του έρωτα σε μια ασφυκτική και άβολη σκηνή, μπροστά σε ένα σφιγμένο κοινό ο καθωσπρεπισμός και η επιβαλλόμενη αιδημοσύνη του οποίου μάλλον μεγαλώνει την μεταξύ τους απόσταση. Ο Σταμάτης Κραουνάκης ήταν απλά ο εαυτός του, ιδιαίτερος και μοναδικός, παραμένοντας ως το τέλος, απροκάλυπτα και επιδεικτικά διαφορετικός και αντίθετος ενώπιον του εξευρωπαϊσμένου κοινού που ήρθε να τον ακούσει. Διονυσιακός Έλληνας και γνήσιος Βαλκάνιος τραγούδησε για τον έρωτα και την ζωή με τον ίδιο τρόπο που προφανώς τα βιώνει: δυνατά, ελεύθερα, με υπερβολή και χωρίς τρόπους.

Το θερμό χειροκρότημα του κοινού που δεν κατέκλυσε το Bozar τον επαναφέρουν στην σκηνή για να κλείσει την βραδιά με τον μοναδικό του τρόπο. Δυνατά και βερμπαλιστικά εξέφρασε τον θυμό του για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλάδα λέγοντας χαρακτηριστικά πως ¨οι Έλληνες μπορεί να είμαστε ιδιαίτεροι αλλά δεν είμαστε τυχαίοι¨ και ¨ η Ευρώπη μας χρωστά δεν της χρωστάμε¨ βρισκόμενος για μια στιγμή σε απόλυτη ομοψυχία με το κοινό που επιδοκίμαζε με το δυνατό του χειροκρότημα. 

Εισαγωγή: Άντζελα Σακά
Συνέντευξη: Γιάννης Οικονομίδης
Φωτογραφία: Newsville.be
__________________

Δείτε το πρώτο μέρος της συνέντευξης εδώ.   

Σταμάτη, στην συνέντευξη που έχεις δώσει στην Καθημερινή μίλησες για το διονυσιακό στοιχείο. Εχθές το ανέφερες κάποια στιγμή στην παράστασή σου. Πες μας αυτοί οι νέοι στους οποίους αναφερόμαστε, έχουν το διονυσιακό στοιχείο που είναι μέρος και του φωτός μας..; Ναι, βεβαίως. Έχω δει παράδειγμα, έχω ζήσει μια νύχτα στα Ανώγια, που βγήκαν 20 παιδιά και παίζανε λύρες στον καφενέ άριστα και ξεσήκωναν με την ψυχή τους κόσμο τα εικοσάχρονα αυτά παιδιά. Μόλις κάποιο σπίρτο ανάψει είναι κάτι σαν κρυφή βενζίνη, γίνονται όλα μπουρλότο, δηλαδή αυτό δεν είναι κάτι που ξεριζώνεται έτσι από την ελληνική ψυχή. Θα το δεις στον γάμο , θα το δεις στην γιορτή την ονομαστική. Εγώ πιστεύω ότι στην Ελλάδα -θα ακουστεί κάπως αυτό-, αλλά όσο υπάρχουν το Πάσχα, οι ονομαστικές γιορτές, οι βαφτίσεις και οι γάμοι να μην φοβόμαστε.

Να πούμε λιγάκι για το μέλλον; Ξέρουμε, από αυτά που έχουμε διαβάσει, μία νέαδουλειά σου πάνω σε έργο της ΛούλαςΑναγνωστάκη και ένα δεύτερο έργο που γράφετε, το «Αριστοφάνους 11». Ναι, μετά τις 7 κωμωδίες που έχω κάνει, φέτος ήμουνα στην διακριτική ευχέρεια του να κλείσω την ιστορία Σπείρα-Σπείρα δεδομένο ότι δεν είχαμε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια καμία ενίσχυση. Εκπαιδευμένοι σε αυτό, – γιατί η φτώχεια διαχειρίζεται-, συνεχίζω να πιστεύω στην ανάγκη : η ανάγκη είναι πολύ μεγάλη δασκάλα. Την ώρα που δεν έχεις λεφτά να κάνεις το υπερπαραγωγικό σκηνικό θα σκεφτείς κάτι το οποίο θα είναι λειτουργικό και θακάνεις με ένα τραπέζι και μια καρέκλα το κόλπο σου. Έτσι ξεκίνησα με την Σπείρα, και ουσιαστικά δημιουργήθηκε μια ομάδα αυτοδιαχείρισης η οποία πληρωνόταν από όσα έβγαζε και εφόσον κρίνω ότι ακόμα έχω αντοχές, παρόλο που όπως είδατε κουβαλάω ένα τσαντάκι με χάπια, έφτιαξα άλλη μια μάζωξη ανθρώπων, με προσωπικό κόστος γιατί κακά τα ψέματα παιδιά κάθε φορά που έρχεται το τέλος της χρονιάς κάποιο χέρι μπαίνει σε μια τσέπη και δίνει. Αφού έχω εντάξει, όσο έχω μπορώ. Και φέτος με πολύ μεγάλη χαρά πήρα άλλα 10 παιδιά και με τους 10 τους υπάρχοντες, κάνουμε το “Αριστοφάνους 11” που είναι τραγούδια από όλο τον Αριστοφάνη και από τις 11 κωμωδίες. Η ομάδα θα πατάει σε ένα πατάρι με 3 μικρόφωνα και τα όργανά τους, θα παίζουμε και θα βγάζουμε δίσκο στο τέλος και θα μισθοδοτούνται από τα λεφτά που θα τους δίνουν οι περαστικοί. Αυτό θα είναι το πρότζεκτ του καλοκαιριού. Θα το παίξουμε έξω. Θα ντυθούν λίγο σαν να είναι αριστοφανικοί έκπτωτοιμπουλουκτζήδες απ΄ όλα τα χρόνια. Θα ήθελα αυτό το υλικό -το οποίο είναι και ένα αρκετά δυναμικό υλικό, γιατί η πολιτική σάτιρα και το σεξουαλικό στοιχείο είναι πάρα πολύ έντονα-, να γίνει προσφιλές, δηλαδή να μπορέσει να το ακούσει ο περαστικός χωρίς το βάρος ότι βρίσκεται σε ένα αρχαίο θέατρο. Είναι και επιθυμία του υπουργού μας, του πολιτισμού, που τον εκτιμώ πάρα πολύ, το λέω με πίστη γιατί ο Γερουλάνος είναι ένα παιδί οικογένειας Ελλήνων αστών, καθαρών αστών και έχει μια ματιά για τα πράγματα. Παρ΄όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια πιστεύω ότι δόθηκαν πάρα πολλές παροχές, και δεν πιστεύω πια σε επιχορηγήσεις. Από την ώρα που άρχισαν οιεπιχορηγήσεις σταμάτησαν τα μεγάλα έργα. Δεν έχουμε ένα Άξιον Εστί, δεν έχουμε Όρνιθες, δεν έχουμε τίποτα δυνατό. Αυτό σημαίνει τι; Ότι η ευκολία με τα λεφτά σταμάτησε την έρευνα ουσιαστικά. Έπειτα, δεν καταλαβαίνω γιατί να επιχορηγείτε ένα πράγμα το οποίο βλέπει η μάνα του και κάτι θείες. Στην ουσία δεν στηρίχθηκε τίποτε. Μοιράστηκαν λεφτά για το βουλώσουνλιγάκι οι καλλιτέχνες που γκρινιάζουν συνέχεια. Παρακολουθώ πάρα πολύ έντονα τον γελοιογράφο μας τον ΚΥΡ -ο οποίοςπιστεύω πως ότι έχει καταγράψει με τις γελοιογραφίες του όλα αυτάτα χρόνια, είναι μια αληθινή ιστορική πηγή- και έχει εκείνες τις καταπληκτικές γελοιογραφίες με τις γριές στα χωριά που λένε:“Α σήμερα στην κάτω Μαγούλενα έχουμε Μπρεχτ !!” και ήταν η περίφημη πολιτιστική επανάσταση. Εγώ πιστεύω ότι το διονυσιακό Αριστοφανικό στοιχείο αν βγει στην Ευρώπη, δυναμικά αυτή την στιγμή θα γίνει της κακομοίρας.

Αυτό είναι αλήθεια. Γιατί δεν το έχουνε… Δεν το έχουνε καθόλου. Και δυστυχώς και οι καινούριοι μας οι σκηνοθέτες, με εξαίρεση τον Μαστοράκη, πάμε σα βλάκες και γινόμαστε 3οι βοηθοί των Ευρωπαίων στα θέματα αυτά, δηλαδή εγώ να βλέπω παραστάσεις αρχαίου δράματος και να κοπιάρουν τους Ευρωπαίους; Γίνομαι έξαλλος. Και μην σου πω ένας λόγος που δεν ήθελα σε αυτή την φάση στον Αριστοφάνη να βάλω σχήμα, είναι γιατί πιστεύω ότι το εικαστικό τουλάχιστον έχει στομώσει. Στο εικαστικό έχουμε τελειώσει στον Διονύση Φωτόπουλο. Ήταν ο τελευταίος Έλληνας εικαστικός θεάτρου ο οποίος κατόρθωσε να δώσει στο Αριστοφανικό αίσθημα εικόνα. Από κει και πέρα αρχίζουν αυτοί οι αναχρονισμοί οι οποίοι πολλές φορές καταστρέφουν. Δηλαδή δεν γίνετε να βάλεις το υλικό αυτό που είναι άλλης θρησκείας, άλλης λογικής, στην λογική των χρόνων του Χριστιανισμού. Δεν είναι δυνατόν. Είναι αδύνατον. Εδώ στις Νεφέλες μιλάμε για ένα έργο το οποίο έδωσε το κώνειο στον Σωκράτη. Δεν είναι αστείο. Το παραδέχτηκαν ιστορικά και θυμάμαι όταν διαχειρίστηκα τις Νεφέλες, ένας μεγάλος μας προβληματισμός με τον Βαρνάβα Κυριαζή που ήταν ο σκηνοθέτης, ήταν πώς στην παράβαση αυτή θα ζητήσει κάπως το έργο συγνώμη από τον Σωκράτη πια στις μέρες μας.

Να πούμε για την Λουλά Αναγνωστάκη; Με την Λούλα Αναγνωστάκη δοκίμασα κάτι το οποίο εν σπέρματι το είχα κάνει παλιότερα. Είχα κάνει τους Χρήστες του Χειμωνά με τον Ανδρέα Βουτσινά, μια πολύ ωραία παραγωγή την οποία επανέλαβα μετά πάλι με την Δαβιτσιάνου, την Τουρνάκη και την Λυδία Κοντοπούλου, όταν είχα αναλάβει το ΔΗΠΕΘΕ της Καβάλας για 6 μήνες. Η Λούλα είναι μια συγγραφέας η οποία την δικιά μου την γενιά τουλάχιστον την μεγάλωσε. Ήταν αυτό που είπα και στις τηλεοράσεις: η πρώτη θεατρική συγγραφέας που μας έκανε να αισθανθούμε ότι είμαστε ένα ευρωπαϊκό θέατρο που έχει και αυτό την δικιά του μοντέρνασυγγραφέα ας πούμε. Πιστεύω ότι πάντα καίρια, και για αυτό πάντα με επιτυχία, διάβασε την ζωή των Ελλήνων μέσα στα χρόνια. Έδωσε αντικρίσματα με τα έργα της χωρίς να τα οριοθετήσει σαν ιθαγένεια. Αυτό που περιγράφει μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα, αλλά νομίζω διάβασε πάρα πολύ σωστά και με τη δέουσα απόσταση την ψυχολογία της ελληνικής κοινωνίας, τον κοινωνικό της ιστό. Έτσι με μία πολύ καλή μου φίλη την Αλεξάνδρα Παντελάκη ξεκινήσαμε από το «Ουρανός Κατακόκκινος» που είναι ένα αποστασιοποιημένο, πολύ δυνατόκείμενο της Λούλας, μονόλογος, και πηγαίνοντας προς τα πίσω, διαλέγοντας γυναικείο λόγο απ’ όλα της τα έργα και απομονώνοντας λίγο τον λόγο αυτόν, ανακάλυπτα συνέχεια αυτό που πολλές φορές επιμένω και λέω: τα κείμενα έχουν μουσική, πρέπει να την βρούμε. Ο τρόπος που λέγεται ένα κείμενο, ο τρόπος που τονίζετε ένα κείμενο είναι μουσική. Το πειραματιστήκαμε πολύ αυτό με την Αλεξάνδρα στις πρόβες και νομίζω καταφέραμε να δώσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της μουσικότητας του λόγου τηςΛούλας μέσα από τις γυναικείες ηρωίδες της, που μαγικά όταν αυτό απομονώνεται, ξεκολλάει από την περιλαίουσα ατμόσφαιρα και το πλαίσιο του και αποκτά μια ιδιαίτερη δύναμη. Τονίσαμε και προσπαθήσαμε να βγάλουμε στην επιφάνεια δυο στοιχεία τα οποία συνήθως από τις σκηνοθεσίες δεν έχουν ευοδωθεί. Η ειρωνεία και το χιούμορ της.

Σωστά. Που πάντα ξέρεις επικαλυμμένα, με αυτή την σκοτεινιά και την λίγο πιντερική -και με την καλή έννοια- παλαιά κουνική αντίληψη θα έμεναν λίγο από κάτω. Τολμήσαμε δηλαδή σε κομμάτια, όπως ένα κομμάτι από την πόλη, λέει κάπου “το διοικητήριο ήταν ένα τεράστιο μπεζ κτίριο” και της λέω “πες μπεεεζζζ”, τόλμησε να πεις “ένα τεράστιο μπεεεεεεζζζζζζ κτίριο” το οποίο είναι μια κριτική κι αυτό. Απλώς την ώρα που ελαφρώνεις την κατάσταση, όταν έρχεται το βαρύ τοσίδερο στη γλώσσα ακούγεται πιο δυνατά, την ώρα που πέφτει στο πάτωμα.

Ο ρόλος σου εκεί πέρα; Υπάρχει και η μουσική; Έχουν εντυπωσιαστεί όλοι ότι μια προσωπικότητα σαν και εμένα είναι κρυμμένη πίσω από μια ημιδιαφανή κουρτίνα στην μια ώρα και 10 λεπτά που παίζεται η παράσταση, για να παίξω και στην ουσία να στηρίξω την Αλεξάνδρα σε ένα τραγούδι και να παίξω κάποιες μουσικές κινιέτες και κάποιες υποκρούσεις σε κάποια απ’ αυτά. Θα σας πω κάτι, το τι μου αρέσει δεν λέγεται. Ότι ένας θορυβώδης άνθρωπος μπορεί υπηρετώντας μια φίλη ή μια συγγραφέα που αγαπάει να κάνει τόσο ήσυχα την δουλεία του πίσω από μια κουρτίνα.

Εδώ μιλήσαμε λίγο για την μουσικότητα του έργου, οπότε εκεί πέρα υπάρχει μουσική στον λόγο στις αποχρώσεις; Ήταν πολύ δύσκολο για την Αλεξάνδρα να αποτάξει κυρίως το γεγονός ότι είχε συνηθίσει πάντα να μιλάει με κάποιον. Μιας και η ίδια δεν είχε τολμήσει να ξανακάνει μονόλογο.

Ο ήχος της μουσικής, αυτά που παίζονται, οι νότες και τα λοιπά δεν είναι σαν να είναι ένα άλλο πρόσωπο πάνω στην σκηνή? Χρησιμοποιώ ένα μικρόφωνο, έχουμε τα ποιήματα και κάποια στιγμή κάποιες φράσεις λέγονται στο μικρόφωνο, δυναμώνει, δηλαδή έχουμε παίξει με την δυναμική του ήχου, όπως στα βήματα που ακούγονται στη σκηνή, από τον ήχο του όπλου με το παιδί στην τελευταία σκήνη που πεθαίνει αυτή.. Το κοινό νομίζω έχει ένταση. Θυμάμαι, ενδιαφέρθηκαν 3 σύλλογοι φοιτητών να έρθουν να δούνε την παράσταση -που λέμε για τους νέους- και τους έσπρωξα να κάνουν και μια κουβέντα μετά για αυτό. Έβαλα ένα φίλο καλλιτέχνη που κάνει άλλες δουλειές, ζωγραφίζει, να μου φτιάξει ένα ποπ πορτρέτο της Λούλας, σαν του Γουόρχολ ας πούμε, και ξαφνικά τους είδα και τσιμπήσανε οι πιτσιρικάδες, ότι “Ωπ, τι είναι εδώ;” Αυτή είναι μια συγγραφέας την οποία πρέπει να την ξέρετε….

Και το άλλο που διαβάσαμε, ότι έχεις ξεκινήσει, ίσως έχεις τελειώσει τώρα του το λέμε, μια δισκογραφική δουλειά με τον Μητροπάνο; Είμαστε στα τελειώματα. Έχω χαρά μεγάλη γιατί δουλεύω με έναν πολύ σημαντικό καλλιτέχνη. Εγώ λέω ότι ο Μητροπάνος θα κλείσει την πόρτα του λαϊκού τραγουδιού πίσω του. Δεν νομίζω ότι έχουμε αντίστοιχης δυνάμεως τραγουδιστές απ την νέα γενιά. Και ίσως εκεί είναι το θέμα όχι μόνο της καταγωγής αλλά και το θέμα της εκπαίδευσης.

Είναι καινούρια τραγούδια σου αυτά; Ναι, είναι καινούρια.

Έχουν λαϊκό ύφος; Νομίζω όχι μόνο. Τόλμησα να τον πάω και στο μπλουζ, τόλμησα να τον πάω και σε χώρους που ο ίδιος αισθάνθηκε πάρα πολύ οικία, τον άφησα να μιλήσει το ένστικτό του να διαλέξει τιαισθάνεται ότι μπορεί, και αυτό που με έχει εντυπωσιάσει ειλικρινά είναι η τεράστιααποθήκευση ανθρώπινου αισθήματος. Είναι σαν να είναι μια βιβλιοθήκη γνώσης του ανθρώπινου αισθήματος που όταν έρχονται οι λέξεις μπροστά του έχει τον τρόπο να διαλέξει από ποιο file θα τραβήξει το θέματα του για να το βάλει στην φωνή του.

Λοιπόν, Σταμάτη θέλω να κάνω μια τελευταία ερώτηση. Βρισκόμαστε ανάμεσα σε μία δύνη εθνικών, διεθνών, ακόμα και φυσικών γεγονότων. Ποιο τραγούδι δικό σου θα έλεγες, παρηγορητικά, και ποιο τραγούδι άλλου δημιουργού θα στήριζες. Α, το Υπερωκεάνιο: «Είναι σπάνιο τώρα να εξοφλήσω το δάνειο που είχα πάρει απ το χθες για να ελπίζω».

Πραγματικά. Νικολακοπούλου δεν είναι αυτό; Ναι.

Θα είχες «δάνειο» και από κάποιον άλλο συνθέτη; Αυτό που ακούω συνέχεια και με ανεβάζει πάρα πολύ αυτό τον καιρό είναι Χατζιδάκις. Τον έχω ¨μασήσει¨ πιστεύω όλον, τον έχω ¨ καταπιεί ¨ γιατί τον αγαπούσα πολύ. Είδατε μια στιγμή που φωνάζω στην παράσταση “Μάνο, γεια σου Μάνο”, πάντα ¨επιστρέφει¨ στο πιάνο ο Μάνος. Πέρα από αυτό αγαπώ ένα πολύ ωραίο Ευρωπαίο κλασικό συνθέτη, τον Άρβο Παρτ, ο οποίος είναι ένας σπουδαίος κλασικός μουσικός. Η σταθερή μου τροφή είναι ο Μπαχ τον οποίο ακούω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Με την εξής λογική, όταν κανείς έχει στα αυτιά του αυτόν τον ήχο όταν ακούς αυτό το πράγμα, αποκλείεται αυτό που θα βγάλει το μίξερ σου να ναι κακό.  

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η αποκλειστική συνέντευξη του Σταμάτη Κραουνάκη στο FACES"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *