Σκέψεις περί ελληνικής μουσικής: Συγκριτική αναδρομή και σύγχρονες τάσεις

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Γράφει ο Άρης Μπόττας

 

Βλέποντας χθες στο MEGA τους Πυξ-Λαξ να τραγουδούν τις επιτυχίες τους, πλαισιωμένους στο στουντιο από 40άρηδες, μοιραία επιστρέφω και εγώ σ” εκείνα τα χρόνια, στη δεκαετία του 90, τα χρόνια της εφηβείας, που καψουρευόμασταν με τα τραγούδια τους και τολμώ να κάνω μία σύγκριση, πηγαίνοντας 20-30 χρόνια πίσω και 20-30 χρόνια μπροστά.

Δεκαετία 1960-70 λοιπόν και στις πάμπολλες μπουάτ το Νέο Κύμα κάνει την εμφάνισή του. Τα μπουζούκια υπάρχουν, η εξέλιξη του Ρεμπέτικου, με την ελαφρολαϊκή και λαϊκή μουσική. Γνήσιες κομπανίες με μία live συνήθως γυναικεία (ή και αντρική πλέον) φωνή. Τα κομμάτια του τότε έχουν ταξιδέψει ως τα σήμερα μέσα από τις ελληνικές ταινίες. Τραγούδια του Πουλόπουλου και του Βοσκόπουλου τα τραγουδά 60 χρόνια μετά ο Ρέμος. Ακόμα και στο λαϊκό πεντάγραμμο, υπάρχει ένας Κουγιουμτζής, ένας Καζαντζίδης. Είναι τα χρόνια που την ελληνική μουσική κοσμούν με αριστουργήματα ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκις, ο Λοΐζος, ο Πλέσσας, ο Σπανός, ο Χατζηνάσιος και πάει λέγοντας, ενώ το ελληνικό μιούζικαλ, που ήρθε στη χώρα πάνω από 30 χρόνια πριν με τον Αττίκ, γνωρίζει πρωτόγνωρη άνθηση με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τη Μάρθα Καραγιάννη και τη χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Δεκαετία 1990-2000. Στα καταστήματα πώλησης μουσικής, κασέτες ακόμα, Πυξ-Λαξ, Αφοί Κατσιμίχα, Μαχαιρίτσας κλπ στα καλύτερά τους. Νότες με ρυθμικές μπαλάντες, στις παρυφές της τότε ελληνικής ροκ, που είχαν φέρει στη χώρα κάτι cult σήμερα τυπάκια όπως ο Γιοκαρίνης, ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ, ο Μπουλάς, λίγα χρόνια πριν. Σταθερή αξία ο διαχρονικός Παπακωνσταντίνου. Μπόλικοι λεγόμενοι έντεχνοι στα πρώτα ή και τελευταία τους βήματα πριν γίνουν κι αυτά vintage. Tα μπουζούκια μετατρέπονται σε ελληνάδικα, το ελαφρολαϊκό σχεδόν εξαφανίζεται, το λαϊκό γίνεται βαρύ λαϊκό και εμφανίζονται τα σκυλάδικα. Τα κλαρινομπουζούκια αποκτούν άλλη διάσταση και τα λικνίσματα και η μίρλα γίνονται φετίχ, με αναστεναγμούς από τις ερωτικές απογοητεύσεις και χωρισμούς, που, πλέον σαν θεματική, μπαίνει πολύ πιο δυναμικά απ’ ό,τι λίγα χρόνια πριν στο παιχνίδι.

Δεκαετία 2020: οι μπουάτ αποτελούν προ πολλού παρελθόν. Οι λιγότεροι μη εμπορικοί, έντεχνοι καλλιτέχνες είναι γερασμένοι και δίνουν συναυλίες με παλιές επιτυχίες για να βγάλουν κανά φράγκο, επιτυχίες που αρέσουν κυρίως στους 40άρηδες και βάλε. Το πακέτο κλαρινομπουζούκι, κλάψα, ελληνάδικο, σκυλάδικο με το ίδιο ύφος ακουσμάτων πάνω-κάτω κυριαρχεί στην ελληνική μουσική σκηνή και τραβά όλο και περισσότερους τραγουδιστές για την προσφορά εργασίας και το χρήμα. Οι «καλλιτέχνες» – πανηγυρτζήδες γεμίζουν τα σκυλάδικα με ποιότητα «από φωνή-κορμί».
Οι σημερινοί εικοσάρηδες δεν έχουν ιδέα από τον Παπακωνσταντίνου, την έντεχνη σκηνή, το ροκ των δεκαετιών 1980 – 2000 και έχουν να επιλέξουν μεταξύ του λαϊκού ρεπερτορίου και της τραπ, το υπο-μουσικό σκουπίδι που μιλά για τον εύκολο πλουτισμό με ναρκωτικά και πόρνες, για τη γυναίκα που είναι τρόπαιο και τίποτα παραπάνω και με μία αισθητική υποκόσμου. Μια δεκαετία πριν – ευτυχώς – σκόρπια συγκροτήματα εμπνευσμένων πιτσιρικάδων φτιάχνουν μπάντες και κάποιοι ξέμπαρκοι αναβιώνουν τα παλιά κομμάτια της δεκαετίας του 1960 και πίσω, με -όχι παραδόξως- καλή απήχηση.

live stage music concert

Η μουσική όπως κάθε Τέχνη, αλλάζει. Και επιβάλεται ν’ αλλάζει. Και αλλάζει γιατί αλλάζει και η κοινωνία. Μετασχηματίζεται όπως αυτή και τα εξωτερικά ερεθίσματα από μουσικές της διεθνούς σκηνής εύλογα, επηρεάζουν. Ωστόσο, αν μπορώ να αποτολμήσω μία σύγκριση που δημιουργείται αυτόματα στο μυαλό μου, κάτι που μου επιτρέπει ίσως το γεγονός ότι έχω δρασκελίσει με μουσικά ακούσματα κάθε λογής, έξι δεκαετίες ελληνικής μουσικής, είναι ότι ο μετασχηματισμός της μουσικής στη χώρα μας δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερος και προβληματικότερος απ’ ό,τι την 25ετία 1995- 2020, λαμβάνοντας υπόψην και την εξέλιξη της στιχουργικής παράλληλα με τη μουσική. Και εξηγούμαι.

Μεταξύ του 60-70 και του 2000, η ελληνική κοινωνία ξεφεύγει από βάσανα, τους αγώνες για ελευθερία, την έντονη ανάγκη για τη βιοπάλη και μπαίνει σε τροχιά σταδιακής ανάπτυξης -υποτίθεται- με τη μεταπολίτευση, την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, αλλά και αλλαγής στα ήθη, ειδικά τη δεκαετία του 1980. Όλα αυτά αντανακλούνται στη μουσική: ακολουθείται μία προβλεπόμενη γραμμική πορεία μεταξύ αυτών των ετών, με χαρακτηριστικά την επικέντρωση σε άλλου είδους μουσικές από αυτές των γιγάντων του ελληνικού πενταγράμμου, της μερικής απο-ηθικοποίησης των στίχων και φυσικά των λογικών πειραματισμών σε διαφορετικά ακούσματα.
Πλέον ο ρομαντισμός χάνεται, οι στίχοι δεν μιλούν για άστρα και φεγγάρια, ο πόνος δεν αφορά τόσο τη βιοπάλη όσο τους χωρισμούς και επειδή όλο αυτό γίνεται βαρετό, η ροκ σκηνή εμφανίζεται για να φέρει επανάσταση, κρατώντας τα ηνία της «προόδου». Μέχρι το 1990, η ποπ ελληνική σκηνή φέρει ίσως ακόμα πιο «προοδευτικά» μηνύματα από την τότε λαϊκή.

live stage guitar music

Η εμφάνιση του ίντερνετ και η αλλαγή του τρόπου ζωής και προτεραιοτήτων στη ζωή μας, η αλλοίωση των ανθρωπίνων σχέσεων, οι γρήγοροι ρυθμοί της εποχής και η ανάγκη για υλική και σαρκική απόλαυση, σε συνδυασμό με την σταδιακή και επιταχυνόμενη κατάρρευση των ηθών, αλλάζει στίχους και μουσική. Η μουσική γίνεται ρυθμική, την ακούς χωρίς σκέψη και χωρίς αναζήτηση μελωδίας, οι στίχοι είναι εύπεπτοι και πρώτου επιπέδου, ο πλούτος της γλώσσας εξαφανίζεται, αντανακλώντας και την επιδείνωση της ποιότητας της εκπαίδευσης στα σχολεία και κυριαρχεί η αργκό και η γλώσσα του ίντερνετ. Ένα φαινόμενο που επίσης παρατηρείται είναι ότι ενώ η λαϊκή μουσική από τη δεκαετία κιόλας του 2000 έχει αρχίσει να «χοντραίνει» τους στίχους και την αισθητική της, παρατηρείται ταυτόχρονα αντιστροφή από την υποτιθέμενη εξέλιξη της κοινωνίας προς την απελευθέρωση και την ισότητα, μέσω των μηνυμάτων της τραπ που κυριαρχεί στους πιτσιρικάδες (ο άντρας φέρνει τα λεφτά με οποιοδήποτε τρόπο, η γυναίκα κάνει μόνο για σεξ- λογική αιώνων που θέλουμε να καταρρίψουμε). Ταυτόχρονη στροφή προς ένα χαμένο ρομαντισμό έρχεται με τα τραγούδια της δεκαετίας του 1960 που γίνονται remix, γεγονός που συμβαδίζει με το σταδιακό μπαΐλντισμα μιας μειοψηφίας να δεχθεί τις παραπάνω συνθήκες της εποχής μας και στρέφεται πάλι προς το vintage. (Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και οι τηλεοπτικές σειρές μας γυρίζουν πίσω στο χρόνο, γεγονός που δεν συνέβαινε επ’ ουδενί μία δεκαετία πριν).

Έτσι, ο μετασχηματισμός της ελληνικής μουσικής μας φέρνει σήμερα ενώπιον μιας πραγματικότητας που τη βρίσκει κάπου χαμένη να χάσκει για πρώτη φορά μεταξύ αντίρροπων τάσεων, ίσως γιατί και η ελληνική κοινωνία είναι μερικώς χειραφετημένη και μπερδεμένη εξίσου: η λαϊκή μουσική που κυριαρχεί «ξεμπροστιάζει» ισότιμα τα δύο φύλα – πλέον και η γυναίκα κάνει ό,τι και ο άντρας- στην πλέον αγαπημένη θεματική του Έλληνα για παράπονο και μιας κρυφής ανάγκης για ισότητα μέσα από το παιχνίδι των σχέσεων, των οποιωνδήποτε σχέσεων και της μάχης των φύλων. Η τραπ εκφράζει τα ακραία στοιχεία της κοινωνίας που ζουν με το μυαλό στη λοβιτούρα και την επιτυχία στις σχέσεις με εξουσία απέναντι στις γυναίκες, ενισχύοντας νοσηρά πατριαρχικά πρότυπα και τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό, με δυστυχώς αποδέκτες τα πιτσιρίκια στα οποία γίνεται διεισδυτική για ευνόητους λόγους. Τέλος, έχουμε μία μειοψηφία να ελκύεται από μία ρομαντική επιστροφή που αγγίζει περισσότερο τις απερχόμενες γενιές και που παρατηρείται όμως ν’ αρχίζει να παρακμάζει την τελευταία διετία.

Εντοπίζω λοιπόν τον προβληματισμό της κατάστασης σ’ αυτήν ακριβώς την αντίρροπη τάση χωρίς σοβαρές εναλλακτικές επιλογές που για χρόνια είχαμε, καθώς έπαιζαν αυτό το ρόλο μουσικά ακούσματα όπως η έντεχνη σκηνή, η ροκ, ακόμα και η ποπ. Φυσικά και υπάρχουν και σύγχρονα ροκ ελληνικά συγκροτήματα, οι δουλειές που συνεχίζουν έντεχνοι καλλιτέχνες, αλλά βλέπω μία τάση από τις δισκογραφικές εταιρείες για στήριξη συγκεκριμένων ρευμάτων, τάσεων και καλλιτεχνών, που προσωπικά με προβληματίζει πολύ για το μέλλον της ελληνικής μουσικής σκηνής.


 

Ο Αριστείδης Μπόττας είναι απόφοιτος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και εργάζεται ως Financial Officer στο European Research Executive Agency, στις Βρυξέλλες.

Photos: Newsville.be

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Σκέψεις περί ελληνικής μουσικής: Συγκριτική αναδρομή και σύγχρονες τάσεις"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *