Ψηφιδωτό, η τέχνη των μουσών

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Της Πελαγίας Αγγελοπούλου

Το άρθρο της κυρίας Αγγελοπούλου δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Ελληνικού πολιτισμού «ΘΕΑ», την συντακτική ομάδα του οποίου και ευχαριστούμε για την συνεργασία και την αναδημοσίευση του άρθρου.

Ο έμπειρος καλλιτέχνης, γνώστης βαθύς της ισορροπίας και των οπτικών διορθώσεων σχεδιάζει τις συνθέσεις επιμηκύνοντας η παραμορφώνοντας τα σχήματα όταν χρειάζεται να λύσει σύνθετα προβλήματα που δημιουργούσαν τα τόξα, οι αψίδες αλλά και η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις εικόνες και τους θεατές. Η απόσταση κάνει επίσης πιο αναγκαία απ’ ό,τι στα δάπεδα, την αφαίρεση και την απλοποίηση, δεδομένου ότι φίνες λεπτομέρειες δεν θα ήταν ευδιάκριτες. Πολλές φορές ψηφιδωτά από ατυχή σχεδιασμό έμειναν στην αφάνεια έως ότου τα αποκαλύψει και προβάλει η σύγχρονη κάμερα. Ίσως βέβαια σε αυτό να υπάρχει και ένα στοιχείο χριστιανικού μυστικισμού όπου ο ευσεβής καλλιτέχνης αφιερώνει χρόνια υπομονετικής εργασίας, σαν μια μορφή ψαλμών με χρώματα προορισμένων να είναι ορατοί μόνο από τους ουράνιους άρχοντες.

Οι φιγούρες στις ψηφιδωτές συνθέσεις των βυζαντινών εκκλησιών ποικίλουν σε κλίμακα. Το θείον δεν περιγράφεται ούτε εκφράζεται με φόρμες της γήινης πραγματικότητας. Απλά και διακριτικά την υπαινίσσεται. Είναι σχηματοποιημένες και αυστηρές προσκολλημένες σε μια καθεστηκυία παράδοση. Έτσι συνήθως ο Χριστός και η Πανάγια είναι σε κολοσσιαίο μέγεθος στον κεντρικό θόλο η το ημιθόλιο της αψίδας.
Οι απόστολοι παρουσιάζονται σε υπερφυσικό μέγεθος αντίθετα με άλλες μορφές με δευτερεύοντες ρόλους. Η αυθαίρετη αυτή απομάκρυνση από το πραγματικό, αξιολογεί την θέση τους στην ιεραρχία. Ακόμη κι όταν οι μορφές εμφανίζονται σε κίνηση αναπαριστώνται καταμέτωπο. Η ιερατική τελετουργική Βυζαντινή στάση και σχηματοποίηση, φέρνει τις ιερές μορφές πιο κοντά στους θεατές, ενώ την ίδια στιγμή αποστασιοποιημένες νοητικά απομακρύνονται στην διάσταση του μεγαλειώδους και του υπερβατικού. Ανάμεσα στα πιο γνωστά και εντυπωσιακά έργα της βυζαντινής ψηφιδογραφίας, είναι αυτά της εκκλησίας του Αγίου Βιτάλιου στην Ραβένα του 6ου μ.Χ αιώνα και εξ αυτών τα πλέον προβεβλημένα εκείνα που αναπαριστούν τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τις συνοδείες τους, όπου και είναι εμφανής η επιρροή της αρχαίας ανατολής στην εξιδανίκευση, σχεδόν την θεοποίηση της βασιλικής εξουσίας.
Ίδιας περίπου εποχής είναι τα αριστουργηματικά ψηφιδωτά των βυζαντινών ναών της Θεσσαλονίκης, από τα ωραιότερα δείγματα της τέχνης αυτής δηλαδή, της Ροτόντας ,του Όσιου Δαυίδ, της Αχειροποίητου, του Αγίου Δημητρίου, που είναι του 5ου αιώνα, και των μεταγενέστερων, της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων του 9ου και 14ου αντίστοιχα. Βυζαντινοί καλλιτέχνες του ψηφιδωτού καλούνται από τον χαλίφη της Δαμασκού και αργότερα στην Κόρδοβα για να διακοσμήσουν τα τεμένη τους. Στην Ρωσία το 989 ο Μεγάλος Δούκας Βλαδίμηρε του Κιέβου, καλεί καλλιτέχνες κατευθείαν από την Κων/πολη. Έλληνες ψηφιδογράφοι κάνουν την Αγία Σοφία του Κιέβου εξαίρετο δείγμα βυζαντινής τέχνης.

Από τον 9ο αιώνα που έληξε η περίοδος της εικονοκλασίας, έως τον 12ο το βυζαντινό ύφος φτάνει την κορύφωση της έκφρασής του. Τα ψηφιδωτά που σώζονται στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης δεν φιλοτεχνήθηκαν με ένα συγκεκριμένο πλάνο αλλά σε διαφορετικές στιγμές σε διαφορετικούς αιώνες. Μερικά δε από αυτά είναι πορτραίτα ηγεμόνων αφιερωμένα από τους διαδόχους τους.
Οι προσωπογραφίες των αυτοκρατόρων είναι παγερές από την πολυτέλεια και άκαμπτες σαν μάσκες. Σε αυτές κυριαρχεί η αίσθηση της δεξιοτεχνίας και όχι της τέχνης. Αντίθετα η σύνθεση της δέησης, τέλος του 12ου αιώνα, είναι έργο ανυπέρβλητης αισθητικής άξιας. Αυτή απεικονίζει τον Χριστό μεγαλοπρεπή, πλαισιωμένο από την Παναγία και τον βαπτιστή Ιωάννη.
Ο εσωτερικός ψηφιδωτός διάκοσμος της Μονής της Χώρας επίσης στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί ένα υπέροχο δείγμα του 14ου αιώνα. Ο αριθμός των ψηφιδωτών που σώθηκαν στην μητρόπολη του Βυζαντίου, είναι σχετικά μικρός. Γι’ αυτό μπορούν να δώσουν μια ελάχιστη μόνον ιδέα από το μεγαλείο, τη χλιδή και τη λάμψη της Πόλης. Με δύναμη αλλά και με βαθύ θρησκευτικό ύφος, ήταν τα εξαιρετικά υψηλής τέχνης ψηφιδωτά του 12ου αιώνα στις ελληνικές μονές του Δαφνίου στην Αττική, του Οσίου Λουκά στην Φωκίδα και τη Νέα Μονή στην Χίο, τα οποία είχαν φιλοτεχνηθεί από αυτοκρατορικά εργαστήρια που είχαν σταλεί στην Ελλάδα και με αυτοκρατορική χορηγία.

Τα ψηφιδωτά της πρωτεύουσας αλλά και αυτά που πατρονάριζε είχαν πάντα την επίδραση του ύφους της. Δηλαδή πλούσια και επίπεδα χρώματα σε χρυσό φόντο και φόρμες προσδιορισμένες από καθαρά περιγράμματα. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου και των χρόνων που ακολούθησαν η σχηματοποίηση των λεπτομερειών παράγεται από σχήματα με αυστηρές γωνίες, σε αντίθεση με την κλασσική εποχή που αναζητά τις καμπύλες.
Ο καθεδρικός ναός του Monreale στο Παλέρμο της Σικελίας καλύφθηκε με ψηφιδωτά μέσα σε 10 χρόνια μόνο. Αν και οι συνθέσεις έγιναν με βάση τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και παρ’ ότι διασώζονται σαν συνολικό έργο, η αισθητική τους προκαλεί πολλά ερωτηματικά, ενώ περισσότερο προκαλεί το μέγεθός τους.
Μια άλλη αξιοσημείωτη περίπτωση είναι ο Καθεδρικός ναός στο βενετσιάνικο νησί Τορτσέλο, χρονολογούμενος περίπου το 1100, όπου οι διακοσμητικές αψίδες με τους απόστολους και η μοναχική μορφή της Παναγίας είναι έργα ελλήνων καλλιτεχνών. Τον 13ο αιώνα το εργαστήριο του Βατικανό ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα.
Ο τελευταίος καλλιτέχνης ψηφιδωτού που ήταν σχεδιαστής και εκτελεστής του έργου του, ήταν ο MazianodaBreva και έργα του χρονολογούμενα από το 1576 βρίσκονται στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης.
(μέρος 4ο)

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ψηφιδωτό, η τέχνη των μουσών"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *