Ο Ορέστης Τσανγκ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η νέα Ελλάδα όλων μας

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Η περίπτωση ενός Θεσσαλονικιού επιχειρηματία, που δηλώνει 100% Έλληνας κι ας είναι γιός…Κινέζων, δίνει την αφορμή στον Χρήστο Μπλατσιώτη να γράψει για την ιστορία του, να συγκρίνει και να σχολιάσει.

———————————————————-

Έγραψα τις προάλλες στο newsville.be κάποια στοιχεία για την περιπετειώδη ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ενός 18χρονου που γεννήθηκε στα Σεπόλια από Νιγηριανούς γονείς και σήμερα τιμά την Ελλάδα, ως ο κορυφαίος των Ελλήνων που τόλμησαν και πέτυχαν να ενταχθούν στην ελίτ του αμερικανικού επαγγελματικού πρωταθλήματος μπάσκετ NBA.

Η ιστορία του έγινε πλέον γνωστή. Μεγάλωσε πουλώντας CD, γυαλιά και ρολόγια στους δρόμους της Αθήνας, όπως τόσοι και τόσοι έφηβοι και νέοι αφρικανικής καταγωγής. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής του, δεν το έβαλε κάτω, αγωνίστηκε και πέτυχε (μέσω και μιας εμπνευσμένης γονικής καθοδήγησης). Είναι βέβαια ο «ένας» διότι σαν τον Γιάννη υπάρχουν δεκάδες, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες τέτοια παιδιά μεταναστών, που αν και γεννήθηκαν-σπούδασαν-μεγάλωσαν και ζουν επίσης στην Ελλάδα, όσο και αν το θέλουν, όσο και αν το δικαιούνται, όσο και αν θα αγωνιστούν, δεν θα μπορέσουν ποτέ να συναντήσουν το δικό τους ελληνικό όνειρο. Ίσως επειδή δεν θα τους δώσει την ευκαιρία η ζωή. Ίσως όμως κι επειδή θα τους στερήσει τη δυνατότητα αυτή, η ίδια η Ελλάδα. Η πατρίδα τους.

Με αφορμή την ιστορία του Γιάννη, έλαβα μερικά μηνύματα από γνωστούς και άγνωστους αναγνώστες, με σχόλια, παρατηρήσεις και κάποια με κριτική. Τους ευχαριστώ όλους και ίσως κάποια άλλη στιγμή, συζητήσουμε για όλα αυτά. Για την ώρα κρατώ μόνο την αφορμή που μου έδωσε φίλη αναγνώστρια, για μια άλλη ιστορία, πάλι για ένα παιδί μεταναστών που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Μου την παρουσίασε ως μια ιστορία «που είναι ίδια με του Γιάννη». Ψάχνοντας όμως τις λεπτομέρειες, τις οποίες και θα σας περιγράψω παρακάτω, δεν τη βρίσκω και τόσο ίδια, άσχετα αν το μήνυμα που μεταδίδει ο πρωταγωνιστής της, είναι το ίδιο.

Η ιστορία ξεκινά στην εποχή του '80 όταν μια Κινέζα, στέλεχος κρατικής υπηρεσίας της χώρας της, που ασχολούνταν με την προώθηση του κινεζικού εμπορίου στο εξωτερικό, μετανάστευσε για μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Είχε ταξιδέψει σε πολλές χώρες λόγω επαγγέλματος, είχε γνωρίσει πολλά μέρη, όμως η Θεσσαλονίκη ήταν ο τόπος που τη γοήτευσε. Την επέλεξε και εγκαταστάθηκε εκεί με όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Μαζί πήγε και ο σύζυγός της, επίσης Κινέζος, γιατρός με ειδικότητα στις παραδοσιακές κινεζικές θεραπείες.

Παρά τη νόμιμη εγκατάσταση, τα πρώτα χρόνια του ζευγαριού στην Ελλάδα δεν ήταν εύκολα. Κι αυτό όχι για προσωπικούς λόγους, αλλά κυρίως λόγω κάποιων προβλημάτων που αντιμετώπισαν σε σχέση με τα επαγγελματικά του συζύγου. Το πτυχίο ιατρικής δεν αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα, κάποια βότανα από την Κίνα, που θα χρησιμοποιούσε στις εναλλακτικές θεραπείες που ήθελε να εφαρμόσει, δεν ήταν εύκολο να εισαχθούν στην Ελλάδα και γενικά την εποχή εκείνη, οι Κινέζοι που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για ένα ζευγάρι Κινέζων που αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα, κάπου μεταξύ Καλαμαριάς και Παπάφη.

Λένε ότι στη Θεσσαλονίκη ακόμη και τα δύσκολα να ξεπερνιούνται χαλαρά. Έτσι ή αλλιώς οι δυσκολίες σύντομα ξεπεράστηκαν. Ο γιατρός δεν άνοιξε ιατρείο, η σύζυγος όμως τα κατάφερε. Δραστηριοποιήθηκε με την εμπορία-εισαγωγή ημιπολύτιμων λίθων, ίδρυσε επιχείρηση και το ζευγάρι άρχισε να απασχολείται επαγγελματικά με αυτό τον τομέα. Έχοντας αποφασίσει να ζήσουν μόνιμα στην Ελλάδα, όταν το 1989 γεννήθηκε ο γιος τους, τον βάπτισαν Ορθόδοξο Χριστιανό και του έδωσαν δύο ελληνικά ονόματα. Φαίδων-Ορέστης.

Η ιστορία του Φαίδωνα-Ορέστη Τσανγκ, του γιου των Κινέζων που δηλώνει 100% Έλληνας, είναι άλλη μια ιστορία βγαλμένη από τη ζωή των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και ήδη άρχισε να γίνεται γνωστή μέσα από  διάφορα δημοσιεύματα, συνεντεύξεις και αναδημοσιεύσεις όπου ο ίδιος πρωταγωνιστεί.

Ο Ορέστης Τσανγκ (είναι το όνομα που χρησιμοποιεί περισσότερο) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να είναι παιδί Κινέζων, όμως η ζωή του εξελίχθηκε σαν να ήταν παιδί Ελλήνων της Θεσσαλονίκης. Πήγε σε ελληνικό σχολείο, έκανε παρέα με άλλα ελληνόπουλα, έκανε μαθήματα μουσικής, γράφτηκε σε σκακιστικό όμιλο, γράφτηκε στους προσκόπους. Έγινε αθλητής στο τμήμα ιστιοπλοΐας του Ναυτικού Ομίλου Θεσσαλονίκης. Διακρίθηκε σε πανελλήνιο επίπεδο και έχοντας την ελληνική υπηκοότητα (κάτι που είχε αποκτήσει πιο πριν και η μητέρα του) έγινε μέλος της εθνικής ομάδας Ιστιοπλοΐας. Με τη ελληνική σημαία κέρδισε διεθνείς τίτλους, στέφθηκε βαλκανιονίκης και κατέκτησε την 6η θέση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα νέων (σκάφη 470).

Η διάκριση στο Παγκόσμιο, του έδωσε μόρια για την κατάταξή του στα ελληνικά Πανεπιστήμια, τόσα ώστε να μπορέσει να εισαχθεί και στη Γυμναστική Ακαδημία. Ο Ορέστης όμως επέλεξε να φοιτήσει στο ΤΕΙ Αγροτικής Οικονομίας για να σπουδάζει Αγροτική Ανάπτυξη και Διοίκηση Αγροτικών Επιχειρήσεων. Είχε τον σκοπό του, είχε προσανατολίσει τους στόχους του. Ήθελε να ασχοληθεί κι αυτός με το εμπόριο, όπως και οι γονείς του. Επέλεξε όμως την εμπορία ελληνικών γεωργικών προϊόντων και την εξαγωγή τους στην Κίνα. Ξέρει πολύ καλά τι θέλει και εμπιστεύεται  την επιλογή του. Το δήλωσε και δημόσια: «Τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα ξεχωρίζουν, μπορούν να εξαχθούν σε όλο τον κόσμο και ο πρωτογενής τομέας της χώρας έχει τρομερά περιθώρια ανάπτυξης». Στο πλαίσιο αυτό, πέρυσι τέτοια εποχή, φοιτητής ακόμη στο ΤΕΙ, πήρε μέρος σε διαγωνισμό ελληνικής επιχειρηματικότητας και καινοτομίας. Μόνος του παρουσίασε ένα τεκμηριωμένο  επιχειρηματικό πλάνο με τίτλο «Εξαγωγές αγροτικών προϊόντων στην αγορά της Κίνας». Πήρε το πρώτο βραβείο.

Όμως οι επιχειρηματικές ανησυχίες του Ορέστη Τσάγκ ξεκίνησαν πολύ πριν τα σχέδια για εξαγωγές ελληνικών γεωργικών προϊόντων. Αμέσως μόλις ολοκλήρωσε  τη θητεία του στον ελληνικό στρατό, παράλληλα με την οικογενειακή επιχείρηση, ξεκίνησε και μια δική του εμπορική του δραστηριότητα. Εισάγει μαγιό και τα εμπορεύεται στην ελληνική αγορά. Στην αγορά μερικοί τον αντιμετωπίζουν σαν…Κινέζο (με τη δυσπιστία που συνοδεύει τα κινέζικα προϊόντα), όμως αυτό δεν τον αποθαρρύνει. Δεν τον αποθαρρύνει ούτε η οικονομική κρίση της χώρας. Δουλεύει σκληρά και αισιοδοξεί ότι η Ελλάδα, μέσα από τη σκληρή προσπάθεια των Ελλήνων, θα ξεπεράσει την κρίση και θα σταθεί πάλι στα πόδια της. Ο ίδιος αισθάνεται μέλος αυτής της προσπάθειας, διότι αισθάνεται Έλληνας. Προσπαθεί σαν Έλληνας και τελικά δείχνει να το πετυχαίνει.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΙΔΙΑ-ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΙ

Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η ιστορία του Ορέστη Τσανγκ. Είναι περίπου στην ίδια κατηγορία με την ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο (παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και πήραν την ελληνική υπηκοότητα). Είναι όμως τόσο διαφορετική.

Ο Ορέστης, γιος Κινέζων νόμιμων μεταναστών, εμπόρων και επιχειρηματιών, γεννήθηκε σε μια αστική γειτονιά (Θεσσαλονίκη), τόπο που επέλεξαν οι γονείς του, για τη νέα ζωή τους. Εκεί μεγάλωσε ως Έλληνας, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να μαθαίνει σκάκι, μουσική, να πηγαίνει πρόσκοπος και στην ιστιοπλοΐα. Η επιτυχία του είναι μια υπόθεση που αφορά τον ίδιο και την οικογένειά του. Κανείς δεν τους αρνήθηκε την ύπαρξη και εξ αρχής είχαν όλες τις ευκαιρίες για να πετύχουν. Η δε συμμετοχή του στην εθνική ομάδα, δεν του απέδωσε κάποιο αντάλλαγμα. Είχε την υπηκοότητα και το διαβατήριο πριν τη συμμετοχή του. Όσο για τα μόρια που μπορούσε να έχει στις σπουδές του, δεν τον χρειάστηκαν. Είχε άλλη επιλογή.

Στην άλλη περίπτωση, ο Γιάννης, γιος Νιγηριανών μεταναστών με εποχικές εργασίες (ίσως και…”μαύρες”), γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά (Σεπόλια), όπου βρέθηκαν οι γονείς του, από ανάγκη και χωρίς τις νόμιμες μεταναστευτικές διαδικασίες. Μεγάλωσε ζώντας στη φτώχεια και στην ανέχεια, πουλώντας CD, ρολόγια, γυαλιά και τσάντες στους δρόμους, για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτός, αν δεν είχε αυτά τα μπασκετικά προσόντα, θα ήταν ακόμη ένας λαθρομετανάστης του δρόμου, χωρίς κανένα δικαίωμα, χωρίς καμιά προοπτική. Κι ας είχε γεννηθεί στην Ελλάδα κι ας ζούσε 18 χρόνια στην Αθήνα κι ας είχε τα ελληνικά για μητρική του γλώσσα. Τον “έσωσε” το μπάσκετ και όπως δείχνουν τα πράγματα, αν δεν τον ήθελε η Ελλάδα για την εθνική της ομάδα, δύσκολα θα έπαιρνε την ιθαγένεια. Από την άλλη όμως, ο ίδιος, είχε κι άλλες προτάσεις. Να γίνει Ισπανός (του έγινε πρόταση μέσω της μεταγραφής του στη Σαραγόσα) ή να γίνει Νιγηριανός (θα του τη χορηγούσαν αμέσως). Επέλεξε όμως να γίνει Έλληνας. Ήταν δική του επιλογή.

Είναι δύο περιπτώσεις που δείχνουν ίδιες αλλά έχουν εντελώς αντίθετες αφετηρίες, κοινωνικά, οικονομικά, από άποψη ευκαιριών, είναι διαφορετικές από πολλές πλευρές. Βγάζουν όμως στην επιφάνεια και το μεγάλο έλλειμμα, διότι από τις χιλιάδες περιπτώσεις παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες, μόνο δύο δείχνουν να καταλήγουν με…happy end. Κι εδώ κάνουμε σημαία τις εξαιρέσεις, σε βάρος του κανόνα. Διότι ο κανόνας είναι όλες αυτές οι περιπτώσεις με ανιθαγενή παιδιά μεταναστών που δεν μπορούν να πάρουν ακόμη υπηκοότητα, αν και το θέλουν, αν και θα μπορούσαν να το δικαιούνται. Περιπτώσεις που παραμένουν στην αφάνεια, χαμένες ανάμεσα στη γραφειοκρατία, στην αδιαφορία, στην έλλειψη αποφασιστικότητας, στην ξενοφοβία και στον ρατσισμό. Περιπτώσεις που δεν προχωρούν, επειδή δεν συντρέχουν επικοινωνιακοί, αθλητικοί ή άλλων συμφερόντων λόγοι επίσπευσής τους. Κι αυτό είναι τουλάχιστον άδικο για όλα αυτά τα παιδιά που δεν έχουν “επώνυμο”, που δεν “δοξάζουν” τη χώρα.
Παραμερίζοντας όμως σχόλια και κρίσεις, έστω κι αυτές οι δύο περιπτώσεις, δίνουν το  παράδειγμα της προσπάθειας. Το ίδιο παράδειγμα, έδωσαν σε αντίστοιχες περιπτώσεις και παιδιά Ελλήνων μεταναστών σε άλλες χώρες.

Αναφέρω μόνο ένα, που για εμάς εδώ στο Βέλγιο οικείο, γνώριμο και χαρακτηριστικό. Την περίπτωση του Χρήστου Δουλκερίδη. Γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, σε μια από τις πιο φτωχές περιοχές της πόλης, κοντά στο Gare du Nord, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν οι μετανάστες Έλληνες γονείς του, τη δεκαετία του '60.  Όπως ο ίδιος έχει πει σε συνέντευξή του, στο σπίτι όπου μεγάλωσε «στο ένα δωμάτιο κοιμούνταν οι γονείς και το άλλο λειτουργούσε ως σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα και υπνοδωμάτιο για τα παιδιά, δεν υπήρχε λουτρό και κάναμε μπάνιο όπως παλιά, ζεσταίναμε το νερό και πλενόμασταν στη λεκάνη». Σήμερα ο Χρήστος, δίνοντας τον προσωπικό του συνεχή αγώνα και κάνοντας τη δική του μεγάλη προσπάθεια, τιμά το Βέλγιο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τον τιμά όμως και η χώρα. Είναι Υπουργός στην Κυβέρνηση των Βρυξελλών, κατέχει ηγετική θέση στο γαλλόφωνο κόμμα των Οικολόγων και θεωρείται μεταξύ των ανερχόμενων πολιτικών του Βελγίου.

Τελικά, αυτά είναι που σηματοδοτούν το μέλλον, αυτά είναι που δείχνουν τον δρόμο. Η προσπάθεια, ο αγώνας για το καλύτερο. Μαζί και οι αντίστοιχες περιπτώσεις ελληνόπουλων. Βεβαίως. Διότι παρόμοιες προσπάθειες, σαν αυτές του Γιάννη και του Ορέστη, καταβάλουν και παιδιά Ελλήνων, παρά τη φτώχεια που επίσης έχουν, παρά τα προβλήματα, παρά τον κοινωνικό εκφυλισμό που προκαλεί η οικονομική κρίση. Κι αυτά δίνουν αντίστοιχα παραδείγματα φιλοτιμίας, προσπάθειας, αγώνα, επιτυχίας. Δεν μπορούμε να βγάλουμε από το κάδρο αυτής της προσπάθειας τα ελληνόπουλα. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε κανέναν.

Με αυτά θα χτιστεί η νέα Ελλάδα. Με την προσπάθεια, με την επιμονή στους καλούς στόχους. Μια νέα Ελλάδα που θα στηριχθεί στη θέληση των ανθρώπων της, στην επιβράβευση των προσπαθειών τους, στην επίτευξη φιλόδοξων στόχων αλλά και αναπτυξιακών-καινοτόμων ιδεών. Αφήνοντας στην άκρη γκρίνιες, διαχωρισμούς, αποκλεισμούς, στείρες αντιπαραθέσεις, μικροπρεπείς ομαδοποιήσεις και μιζέρια. Αφήνοντας πίσω αναχρονιστικές θεωρίες «καθαρότητας» και «ταυτότητας» (που αν τα βάλουμε κάτω, θα στεναχωρηθούν πολλοί).

Σ' αυτή τη νέα Ελλάδα χωρούν όλοι. Οι Έλληνες αλλά και όσοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έγιναν και νιώθουν ή θέλουν να είναι Έλληνες. Η νέα Ελλάδα πρέπει να τους χωρέσει όλους. Πρέπει να μας χωράει όλους. Δεν περισσεύει κανένας.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ο Ορέστης Τσανγκ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η νέα Ελλάδα όλων μας"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *