Ομογένεια Αμβέρσας και Ολυμπιακοί Αγώνες.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Στο ξεκίνημα της πορείας των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, η Ελλάδα βρέθηκε δύο φορές σε δεινή θέση. Τόσο κατά την ανάληψη των Αγώνων από την Αθήνα το 1896, όσο και τη χρονιά της διοργάνωσης των Αγώνων από το Λος Άντζελες το 1932, περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα μόλις είχε κηρύξει πτώχευση. Και στις δύο περιπτώσεις, ήταν οι Έλληνες ομογενείς που συνέβαλλαν καθοριστικά στο ξεπέρασμα των δυσκολιών που υπήρχαν, σε σχέση με τη συμμετοχή της χώρας στους Αγώνες, με ιδιαίτερα καθοριστική τη συμμετοχή των Ελλήνων Ομογενών της Αμβέρσας, των ΗΠΑ και άλλων περιοχών του εξωτερικού.

Η ανάληψη των πρώτων Αγώνων από την Αθήνα το 1896.

Στις 18 Ιουνίου 1894 ο Γάλλος βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν διοργάνωσε στο Παρίσι (Σορβόννη) ένα αθλητικό συνέδριο προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο, στη διάρκεια του οποίου θα ανέπτυσσε την από χρόνια ιδέα του για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο Γάλλος αριστοκράτης θέλοντας να προσδώσει διεθνές εύρος στην προσπάθειά του, είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη προσωπικοτήτων της εποχής, μεταξύ των οποίων ήταν ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Β' του Βελγίου, ο Πρίγκιπας της Ουαλίας (και μετέπειτα βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας) Εδουάρδος Αλβέρτος και ο Διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου (και μετέπειτα βασιλιάς της Ελλάδας) Κωνσταντίνος Α΄. Το γενικό πλάνο της αναβίωσης, πέρα από την ιδέα του Κουμπερτέν, θα στηρίζονταν με εισήγηση που θα παρουσίαζε ο Ιωάννης Φωκιανός, ένας κορυφαίος Έλληνας γυμναστής-εκπαιδευτικός της εποχής, που την τελευταία στιγμή δεν κατόρθωσε να παρευρεθεί στο συνέδριο του Παρισιού, λόγω του ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού. Έτσι ο Φωκιανός ζήτησε να παραστεί στη θέση του, ένας επιφανής της τότε ελληνικής παροικίας του Παρισιού, ο λόγιος Δημήτριος Βικέλας, κάτι που έγινε.

Ο Δημήτριος Βικέλας ήταν ένας ευρωπαϊκού επιπέδου λόγιος, με σπουδαία φήμη και υψηλές ευρωπαϊκές γνωριμίες, ευκατάστατος γιός του Εμμανουήλ Βικέλα (σπουδαίου οικονομικού παράγοντα από τη Βέροια) και της Σμαράγδας Μελά (κόρη μεγάλου επιχειρηματία και αδελφή του συγγραφέα Λέοντος Μελά). Η παρουσία του Βικέλα στο συνέδριο του Παρισιού ήταν εντυπωσιακή, με αποτέλεσμα, όταν στη διάρκειά του αποφασίστηκε η σύσταση της πρώτης Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αυτός ανακηρύχτηκε ομόφωνα Πρόεδρός της. Παράλληλα έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό η πρότασή του, να ανατεθεί στην Ελλάδα η διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, που ορίσθηκαν για το 1896, με διοργανώτρια πόλη την Αθήνα.

Στην ανάθεση αυτή αντέδρασε έντονα η τότε πολιτική ηγεσία της Ελλάδας με επικεφαλή τον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, καθώς η Ελλάδα ήταν μια πτωχευμένη χώρα, με σύνορα που έφθαναν μέχρι το Δομοκό (Λαμία). Από την άλλη πλευρά η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων έτυχε μεγάλης υποδοχής από τον λαό και τον Τύπο. Κάτι που “αφουγκράστηκε” αμέσως ο επικεφαλής της Αντιπολίτευσης Δηλιγιάννης, βασικός πολιτικός αντίπαλος του Τρικούπη, που τάχθηκε υπέρ της τέλεσης των Αγώνων, κατηγορώντας την Κυβέρνηση Τρικούπη για έλλειψη θέλησης να τελέσει τους Αγώνες, για οργανωτικές ανεπάρκειες, οικονομικά σκάνδαλα κλπ.

Μέσα σε ένα τέτοιο βαρύ κλίμα, η Αθήνα ξεκίνησε την προσπάθεια διοργάνωσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και λίγους μήνες μετά την ανάθεση (1894), η Οργανωτική Επιτροπή υπό τον φιλοτρικουπικό πρώην Πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη, ανακοίνωσε ότι το κόστος των Αγώνων θα έφθανε στα 3,74 εκατομμύρια δραχμές, ποσό που ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τους αρχικούς υπολογισμούς. Κι αυτός ήταν ο λόγος που σύσσωμη η Οργανωτική Επιτροπή παραιτήθηκε, δηλώνοντας πως ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.

Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στον λαό και ήταν ευθέως αντίθετη με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί στο παλάτι αλλά και στους ευρωπαϊκούς κύκλους που είχαν υποστηρίξει τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων από την Ελλάδα. Έτσι, κόντρα στην άποψη της τότε πολιτικής ηγεσίας, τον Ιανουάριο του 1895 με τη σύμφωνη γνώμη του Δημήτριου Βικέλα και την υποστήριξη ισχυρών διεθνών κύκλων, ανέλαβε επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής ο Διάδοχος Πρίγκιπας Κωνσταντίνος Α΄. Στις εκλογές που ακολούθησαν λίγο μετά, με βασική αντιπαράθεση και τη διοργάνωση των Αγώνων, ο Χαρίλαος Τρικούπης έχασε τις εκλογές και Πρωθυπουργός ανέλαβε ο φιλοβασιλικός λαϊκιστής και υποστηρικτής της Ολυμπιάδας Θόδωρος Δηλιγιάννης. Το κλίμα υπέρ της διοργάνωσης των Αγώνων είχε πλέον αλλάξει καθοριστικά και η μία από τις πρώτες κινήσεις του Διαδόχου Κωνσταντίνου ήταν να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν.

Η ανταπόκριση του ελληνισμού της Αμβέρσας.

Ο Κωνσταντίνος ήξερε πως δεν υπήρχαν δυνατότητες εθνικής χρηματοδότησης για τους Αγώνες γι αυτό και ανέλαβε προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων από ιδιώτες, ενώ είχε και την ιδέα να προπωλήσει εισιτήρια και να εκδώσει σειρά γραμματοσήμων με θέμα τους Αγώνες. Απευθύνθηκε για τον σκοπό αυτό και στο εξωτερικό, κάνοντας κάλεσμα να συνεισφέρουν στην προσπάθεια και οι Έλληνες ομογενείς.
Από το αρχείο των εσόδων της Οργανωτικής Επιτροπής προκύπτει ότι από τους πρώτους ομογενείς που ανταποκρίθηκαν ήταν και οι Έλληνες που ζούσαν στην Αμβέρσα.

Σύμφωνα με τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών από το 1874 κιόλας, ελληνικές πρεσβείες σε άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν αναλάβει την εκπροσώπηση της Ελλάδας στο Βέλγιο, ενώ στις 3 Φεβρουαρίου 1900 η ελληνική παροικία της Αμβέρσας αποφάσισε τη σύσταση Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην πόλη. Είναι λοιπόν προφανές ότι την εποχή που η Ελλάδα αναλαμβάνει τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, στην Αμβέρσα ακμάζει το ελληνικό στοιχείο.

Αναφέρεται λοιπόν ότι με τη συνεισφορά ειδικής επιτροπής που συστάθηκε από Έλληνες ομογενείς της Αμβέρσας αλλά και αντίστοιχες επιτροπές ομογενών που συστάθηκαν σε άλλες πόλεις όπως η Βιέννη, το Λονδίνο, το Κάιρο, η Τεργέστη, η Κωνσταντινούπολη, η Δρέσδη κ.α., συγκεντρώθηκε ένα ποσό σοβαρό για την εποχή, που ανήλθε στις 150 χιλιάδες δραχμές. Στην κίνηση αυτή από την πλευρά των ομογενών της Αμβέρσας, πέρα από τον αδιαμφισβήτητο εθνικό ενθουσιασμό, προφανώς θα επηρέασε και η ένθερμη υποστήριξη για την τέλεση των Αγώνων της Αθήνας, που είχε εκφραστεί από την πλευρά του Βέλγου βασιλιά της περιόδου αυτής, Λεοπόλδου Β' (στον πατέρα του οποίου Λεοπόλδο Α΄ είχε προταθεί αρχικά να είναι ο πρώτος βασιλιάς της νεώτερης Ελλάδας κάτι που τελικά δεν δέχθηκε).

Συγκριτικά, με εξαίρεση τη δωρεά των 920 χιλιάδων δραχμών από τον επιχειρηματία Γεώργιο Αβέρωφ (και στενό φίλο του Διαδόχου Κωνσταντίνου) που κάλυψε όλη την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου, οι δωρεές που συγκεντρώθηκαν από τους ομογενείς για τη διοργάνωση, ήταν μακράν το μεγαλύτερο ποσό που συγκεντρώθηκε από  προσφορές υπέρ  των Αγώνων. Για την ιστορία, αναφέρω ότι τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν γενικά, τελικά κάλυψαν επαρκώς τα έξοδα της διοργάνωσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Η καθοριστική συμβολή των ομογενών από τις ΗΠΑ.

Εκτός από τα παραπάνω, που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της συνεισφοράς των Ελλήνων ομογενών, για την επιτυχή έκβαση της πρώτης προσπάθειας που ανέλαβε η Ελλάδα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, υπάρχει μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση καθοριστικής συνεισφοράς ομογενών, για την ενίσχυση της ελληνικής συμμετοχής στα πρώτα βήματα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Είναι η περίπτωση των Ελλήνων ομογενών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κατά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του Λος Άντζελες, το 1932.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ, ξεκινούσαν στις 30 Ιουλίου. Δύο μήνες πριν στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1932 η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κήρυξε παύση πληρωμών, λόγω της διόγκωσης του εξωτερικού χρέους της χώρας. Δηλαδή κήρυξε πτώχευση, κατάσταση που επικρατούσε και την εποχή που είχε ανατεθεί στην Αθήνα η πρώτη Ολυμπιάδα.

Λόγω του τεράστιους μεγέθους της οικονομικής δυσπραγίας της χώρας, ο προβληματισμός που υπήρχε για τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν έντονος. Η Ελλάδα τελικά έστειλε στο Λος Άντζελες, μια 6-μελή αποστολή (5 αθλητές και 1 προπονητή), στην οποία ενσωματώθηκαν με την άφιξη στην Καλιφόρνια, άλλοι 4 ομογενείς αθλητές από τις ΗΠΑ, οι οποίοι κάλυψαν μόνοι τους τα έξοδα (μεταξύ αυτών και ο θρυλικός ακοντιστής Πήτερ Κλέντζος από το Όκλαντ της Καλιφόρνια, παιδί μεταναστών από τα Κύθηρα και πρωταθλητής του κολεγιακού πρωταθλήματος στίβου των ΗΠΑ).

Ο προπονητής της αποστολής συμμετείχε επίσης με δικά του έξοδα. Ήταν μια θρυλική μορφή του ελληνικού στίβου, ο Ούγγρος Ατό Σίμιτσεκ. Τα έξοδα μετάβασης των 5 αθλητών από την Ελλάδα, καλύφθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ομογενείς και ομογενειακές οργανώσεις των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα, παρά τη χρεωκοπία της εκείνη την εποχή, μπόρεσε να είναι  παρούσα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Η συμβολή της ομογένειας αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά καθοριστική.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ομογένεια Αμβέρσας και Ολυμπιακοί Αγώνες."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *