Γράφει ο Άρης Μπόττας
Το τρανζίστορ έπαιζε τ’ αμερικάνικα και εγώ άκουγα παιδάκι την κασέτα στο αυτοκίνητο του πατέρα. Εμφανίσθηκε μαυροντυμένη σε ελληνικές ταινίες να τραγούδα «άνοιξε πέτρα να κλειστώ» και άνοιξε η γη και βγήκαν οι νεκροί από τους τάφους με τη φωνή της. Με το «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα» η πρώτη συμμετοχή στη Γιουροβίζιον. Μια τεράστια 60χρονη πορεία στη μουσική, αγαπήθηκε ή εκτιμήθηκε από τους πάντες, με τραγούδια του Πλέσσα να ταυτίζονται μαζί της και να τα τραγουδούν επόμενες γενιές ως και σήμερα. Με σφρίγος να ανεβαίνει στα 86 της στη σκηνή του Ηρωδείου, τον υπέρτατο ίσως βωμό τέχνης της χώρας, ενώ η υγεία της την είχε προειδοποιήσει να μην το κάνει.
O καλλιτέχνης έχει δύο επιλογές: ή να σταματήσει τη δημιουργία και να αποσυρθεί ήσυχος, ώστε όλοι τον θυμούνται στις δόξες του ή να πεθάνει πάνω σ’ αυτό που κάνει. Και οι δύο επιλογές είναι σεβαστές και οι υπόλοιποι δεν έχουμε δικαίωμα να τις κρίνουμε. Και δεν έχουμε δικαίωμα να τις κρίνουμε γιατί κανένας καλλιτέχνης δεν έχει υπογράψει με κανέναν μας συμβόλαιο να μας διασκεδάζει με τη στάση του και το έργο του σε όλη του τη ζωή. Αν δεν θέλουμε λοιπόν να ακούσουμε τη Μαρινέλλα γιατί θεωρούμε ότι η φωνή της χάλασε, να μην πάμε να την ακούσουμε. Αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε την απόφασή της να μην αποσυρθεί σαν τη Χαρούλα Αλεξίου.
Γιατί υπάρχει και κάτι που ξεχνάμε: ο καλλιτέχνης δεν κάνει ό,τι κάνει μόνο για εσάς και για εμένα. Το κάνει κυρίως για τον εαυτό του. Είναι τόσο ταυτισμένος με τη δημιουργία και το έργο του, που κανείς δεν έχει δικαίωμα να του πει πότε θα σταματήσει. Ακόμα και αν ποιοτικά έχει εκπέσει, εφόσον εκφράζεται δημιουργώντας, το κάνει γιατί το έχει ανάγκη. Γούστο το και καπέλο του.
Και ας σεβαστούμε πάνω απ’ όλα το εξής: στα 86 χρόνια της, η Μαρινέλλα τραγουδά σε κόσμο στη σκηνή του Ηρωδείου. Στα 97 ο Γιάννης Βογιατζής ερμηνεύει στο «Σμύρνη μου αγαπημένη». Που και πως θα είμαστε εμείς στα 86 και στα 97 αλήθεια; Θα υπάρχουμε; Τι είδους δύναμη είναι αυτή που έχουν οι ξεχωριστοί αυτοί άνθρωποι ώστε να μπορούν να διαπραγματεύονται μέσα τους, να συμβιβάζονται και να αποδέχονται το ενδεχόμενο να βλάψουν ή και να χάσουν την υγεία τους κάνοντας αυτό που αγαπούν ως το τέλος; Πόσοι μας μπορούμε να κάνουμε το ίδιο;
Και έρχονται οι αυτοπροσδιοριζόμενοι δημοσιογράφοι του καναπέ και λοιποί σοσιαλμιντιακοί-ινσταγκραμο-τικτοκ-ινφλουενσερς και χθεσινοί της διπλανής πόρτας, να τρέξουν να προλάβουν, μη χάσουν να δείξουν το βίντεο με την κατάρρευση της Μαρινέλλας στη σκηνή. Ντοκουμέντο και για όσους το είδαν να συμβαίνει μπροστά τους. Και περίεργοι θα πατήσουν το κλικ να δούνε το βίντεο…πώς είναι άραγε να καταρρέει ένας θρύλος;
Και θυμήθηκα τον Έρικσεν, το Δανό ποδοσφαιριστή, πολύ νεότερο, στα 30 πόσο, που κατέρρευσε μέσα στο γήπεδο και οι συμπαίχτες του σχημάτισαν τοίχο από κορμιά για να μην γίνει αντικείμενο διαπόμπευσης. Άξιζε στον Έρικσεν να γίνει αντικείμενο «δημοσιογραφικής» προσωρινής λατρείας επειδή σωριάστηκε στο έδαφος και όχι επειδή θριάμβευσε με τις επιδόσεις του; Άξιζε στη Μαρινέλλα να τη δούμε να σωριάζεται για να κρίνουμε την επιλογή της να βγαίνει στη σκηνή στα 86 της; Πέφτουμε στην παγίδα: για τη κακή, κουτσομπολίστικη δημοσιογραφία δεν έχει σημασία τι κάνεις, ούτε γιατί θα τσιμπήσεις views. Σημασία έχει ποιος είσαι και εξ” αιτίας αυτού ότι θα τσιμπήσεις views.
Στην πραγματικότητα, ένας καλλιτέχνης που καταρρέει στα 86 του στη σκηνή του Ηρωδείου είναι σαν ένας πολεμιστής που τραυματίζεται στη μάχη. Αφήστε τους λοιπόν ήσυχους από τις κάμερες και αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τις πένες σας, καταθέστε το σεβασμό σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "«Μην πυροβολείτε τον πιανίστα». Του Άρη Μπόττα"