«Kι αν διψάσεις για νερό…»

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

από τον Γιάννη Δήμα, φωτογραφία: Oleg Degtiarov/ Newsville.be

Γιάννης Οικονομίδης & Μαρία Καραχάλιου
Συνοδηγοί του βραδινού λεωφορείου πού ’χει τα φώτα του σβηστά

Όταν οριστικοποιήσαμε το κείμενο και το μοιράσαμε στην ομάδα έμοιαζε σαν να μπήκαμε σε βραδινό λεωφορείο που ΄χει τα φώτα του σβηστά. Μπροστά είχαμε το εκτυφλωτικό φως της ποίησης του Γκάτσου και του Λόρκα. Ένα φως που έπρεπε να το μετασχηματίσουμε σε ένα άλλο φως αυτό της θεατρικής πράξης. Στις δοκιμές, οι λέξεις του ποιητή πέφταν σα σταγόνες από παράξενες βροχές. Και πότε όλοι μας μοιάζαμε σαν τους ναυαγούς με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά κι άλλοτε πάλι ξεδιψούσαμε από το γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου και αρθρώναμε τον λόγο του Ποιητή που χρόνια και χρόνια πάλεψε με το μελάνι. Ώσπου μια μέρα κάποιος κρατώντας το χαρτί στο χέρι αναφώνησε «αυτός ο μαύρος τόπος θα πρασινίσει κάποτε» κι άρχισαν τα γράμματα και οι λέξεις του χαρτιού να χορεύουν και να ξεπετιούνται και να γίνονται πρόσωπα της σκηνής και της θεατρικής σκόνης. Κι εμείς ανοίγοντας την αγκαλιά μας φωνάξαμε «γι’ αυτό κι εσείς παλικάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια». Έτσι κι έγινε. Οι μέρες επιταφίου μας οδήγησαν στην Ανάσταση. Ηθοποιοί και θεατές κοινώνησαν στο αγάπη ειν΄η ζωή κι αγάπη μόνο. Ο Γκάτσος για πολύ καιρό θα υπερχειλίζει τα κύτταρα της μνήμης όλων αυτών που ταξίδεψαν με το βραδινό λεωφορείο στο αύριο πάλι. Σβήνοντας τα φώτα της σκηνής ψιθυρίσαμε «Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάκτυλα μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα». Καληνύχτα λοιπόν…

 

Νίκος Τσουλάκος
Ο Θεατρώνης που ήθελε να συνοδέψει την βλακεία στην τελευταία της κατοικία

Δίχως άλλο, από τις εμπειρίες ζωής που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Όλοι οι συντελεστές αυτής της προσπάθειας εργάστηκαν με μεράκι για να παρουσιάσουν ένα αξιόλογο σύνολο. Ο Γιάννης Οικονομίδης καταφέρνει μέσα από το κείμενο που συνέθεσε, να δημιουργήσει τους κατάλληλους χαρακτήρες για να μετατρέψει την ποίηση και τους στίχους του Νίκου Γκάτσου σε θεατρικό δρώμενο. Μέσα από την απόδοση αυτή, η ποίηση αποκτά συνοχή και αλληλουχία και οδηγείται σταδιακά σε κορύφωση, χρησιμοποιώντας αυτούσια ποιήματα και στίχους του ποιητή της Αμοργού.
Το πλούσιο σε συμβολισμούς έργο του Γκάτσου, αποδόθηκε με τρόπο που οι εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη. Στόχος ήταν να μεταφέρουμε στον θεατή τις καταπληκτικές προσεγγίσεις που κάνει ο ποιητής στο τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις διάφορες περιστάσεις της ζωής. Πολλές φορές η συναισθηματική φόρτιση ήταν μεγάλη και το αποτέλεσμα άγγιζε το τραγικό. Οι κοινωνικές συμβάσεις, τα τελετουργικά, οι παραδόσεις, συνυφασμένα με στοιχεία από την ισπανική ποίηση του Λόρκα, που με αγάπη απέδωσε στη γλώσσα μας ο Ποιητής, αποτυπώνουν γλαφυρά το δίδυμο έρωτας-θάνατος. Ισχυρό όμως είναι και το θρησκευτικό στοιχείο με ποικίλες αναφορές στη Σταύρωση και στην Ανάσταση. Ο Γκάτσος στο πλούσιο έργο του δε παραλείπει να καυτηριάσει και τον ξεπεσμό της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας χρησιμοποιώντας από τη μια τα μεγαλεία του παρελθόντος και από την άλλη μεταγενέστερα σύμβολα όπως τον Καραγκιόζη.
Είμαι πολύ χαρούμενος που το Λύκειο των Ελληνίδων Βρυξελλών μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχω κι εγώ σε αυτό το αφιέρωμα στο Νίκο Γκάτσο.

 

Κατερίνα Αμπελιώτη
Η Μάνα

Πήγα κι ήρθα την εποχή. Πήγα κι ήρθα τις δυο πατρίδες, τον πόνο και την ανακούφιση, τη λογιστική και το συναίσθημα. Έζησα έναν προσωπικό, σαρωτικό επιτάφιο και γύρισα στη βεβαιότητα της αγάπης με οδηγό αγαπημένα χέρια στον ώμο μου.
Όλα με τα λόγια του Γκάτσου στην καρδιά μου.
Το «κι αν διψάσεις για νερό…» δεν απευθυνόταν στο λογικό: όποιος προσπάθησε να το «καταλάβει» μάλλον βρέθηκε σε αμηχανία. Απευθυνόταν στο θυμικό: όποιος αφέθηκε στο συναίσθημα κέρδισε. Γιατί το λογιστικό μόνο κυβερνά και το επιθυμητό μόνο κυβερνάται. Το θυμικό κυβερνάται και κυβερνά.
Πήγα στην Ελλάδα που επανακαθορίζεται βίαια. Ούτε εγώ είδα ατρόμητους άντρες, σοφούς κυβερνήτες, μεγάλους αντάρτες. Αλλά εύχομαι να δω το πλήθος να σπάει τα παραθύρια. Να αλλάζει τις στράτες. Για να γίνει η νύχτα χρυσό μεσημέρι κι η χώρα λιακάδα. Για να ξαναβρεί ο Ιγνάθιο την αυγή.
Να βγούμε στην Αγορά, στην Αγορά, ω Έλληνες. Στην Εκκλησία του Δήμου, εκεί, στον πρωτογενή μας, φυσικό μας χώρο. Όχι ως μάζα αλλά ως πολλές ατομικότητες. Να βρούμε τι αισθανόμαστε. Να δηλώσουμε τι επιθυμούμε. Να αναμετρηθούμε με την ηθική μας. Με την αυστηρά προσωπική μας άποψή για το πώς ο κόσμος θα μπορούσε να γίνει καλύτερος.
«Ακόμα και η θάλασσα πεθαίνει« ή «τη θάλασσα, τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» Ο καθείς εφ’ ω τάσσεται.
Ευχαριστώ τους κοινωνούς φίλους μας, που εγκαταλείφθηκαν να μας κοιτάξουν με τα μάτια της ψυχής. Ευχαριστώ τη γραφή του Νίκου Γκάτσου, τη μεταγραφή του Γιάννη Οικονομίδη, και τη χαρακτική της ομάδας μου γιατί μου θύμισαν ότι υπάρχει πνεύμα, ήθος και φρόνημα.

 

Γιάννης Ρόδιος
Ο «Μέμνησο» σαλός
Στην αρχή μού φάνηκε παράτολμο. Θεώρησα ύβρη να τραγουδήσω κομμάτια που ερμήνευσαν στο παρελθόν καλλιτέχνες με τόση δύναμη, που έχουν μόνιμα πλέον χαραχτεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων, ακόμη και των νεότερων (όπως με έκπληξη διαπίστωσα στη συνέχεια).
Σήμερα, βδομάδες αργότερα μετά το σβήσιμο των φώτων των παραστάσεων, βρέθηκα ν' αναρωτιέμαι πώς φτάσαμε στο όποιο αποτέλεσμα των τελευταίων ημερών του Απριλίου· πώς κατορθώσαμε να μεταδώσουμε στους θεατές το πάθος και την ένταση (όσο πάθος και όση ένταση) που μας επέτρεψαν οι δυνατότητές μας να καλλιεργήσουμε.
Ίσως ήθελε απλά πολλή δουλειά και επιμονή. Πράγματι, το ερασιτεχνικό θέατρο απαιτεί θυσίες. Δεν είναι εύκολο για τέσσερις συνεχόμενους μήνες να τελειώνει κανείς τη δουλειά του το απόγευμα και αμέσως να ξεκινάει πρόβες που να διαρκούν μέχρι αργά το βράδυ. Αλλά μόνο η πολλή δουλειά και επιμονή δεν αρκεί.
Ίσως επιπλέον ήθελε αγάπη και μεράκι. Πώς αλλιώς θα προσεγγίσεις αυτά τα κείμενα, ώστε η θεατρική τους ερμηνεία να πείσει, όσο μπορεί να πείσει; Όμως και αυτά από μόνα τους δεν αρκούσαν.
Ήθελε οπωσδήποτε μέθοδο. Ευτυχώς την είχαμε· ο Γιάννης Οικονομίδης έχει την ικανότητα να γνωρίζει μεν τι θέλει, αλλά να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να σου ζητήσει αυτό το κάτι παραπάνω από την ερμηνεία σου που απαιτείται για το έργο. Όμως έχω την αίσθηση πως και η μέθοδος από μόνη της ή μαζί με τα προηγούμενα δεν αρκούσαν.
Τελικά πάνω απ' όλα ήθελε συναίσθημα. Και για το συναίσθημα ήθελε Γκάτσο. Πολύ Γκάτσο. Και από αυτόν είχαμε μπόλικο.

Μαρία Τάκη
Μια μαθήτρια Λυκείου κοιτά την Περιμπανού κατάψυχα

Όταν πήρα το κείμενο στα χέρια μου τα 16 μου χρόνια δεν με βοήθησαν και πολύ στο να το κατανοήσω. Στο κεφάλι μου στριφογύριζαν οι ερωτήσεις «Με τα μαθήματα τι θα γίνει; Θα μπορέσω να βρω τις ισορροπίες; Τα τραγούδια που δεν ξέρω; Για τον Νίκο Γκάτσο που δεν γνωρίζω τίποτα;». Και εντελώς αναπάντεχα, από την πλευρά του «ηθοποιού» βρέθηκα και πίσω από το πιάνο της ορχήστρας… Η δουλειά που με περίμενε ήταν πολλή, όλα μου φαίνονταν βουνό και τα πάντα στο μυαλό μου ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι…
Αλλά, σιγά-σιγά και ταπεινά το βουνό το γκρέμιζα πέτρα – πέτρα και όλα άρχισα να τα βλέπω πιο βατά. Το πρωί ήμουν μια συνηθισμένη μαθήτρια, με τα άγχη και τις υποχρεώσεις του σχολείου, τα απογεύματα όμως στις πρόβες, μεταμορφωνόμουν. Γινόμουν η Περιμπανού, η τρελή του φεγγαριού που ζει με την ελπίδα ενός έρωτα που αλίμονο μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ…. Κι αν θα διψάσεις για νερό, θα στύψουμε ένα σύννεφο….Tι μαγικές λέξεις! Τα χέρια μου έπαιζαν τις νότες τραγουδιών που τα λόγια τους ήταν γραμμένα από έναν ποιητή που δε γνώριζα σχεδόν καθόλου, κι όμως τώρα τον θαυμάζω!
Οι πρόβες ήταν εξαντλητικές, το σχολείο απαιτητικό κι εγώ βρισκόμουν στη μέση! Αλλά δεν παραπονέθηκα, αντίθετα το απόλαυσα με την ψυχή μου, και περίμενα πως και πως να έρθει η ώρα που θα φορέσω το στεφανάκι στα μαλλιά μου για να βουτήξω στη μαγεία της ποίησης, και να γίνω κάτι άλλο για λίγο … και ύστερα να επιστρέψω στην πραγματικότητα.
Ένα μοναδικό, αξέχαστο, μαγευτικό ταξίδι!

 
 
Μαρίνα Κώττη
Η Περιμπανού που έπαιζε την Αδέλα

«Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λεν τα παραμύθια, κυνηγούσα τ’ όνειρο για να μάθω την αλήθεια…»
Θα μπορούσα να συνοψίσω στη μικρή αυτή φράση όλες τις σκέψεις μου γύρω από την τετράμηνη πορεία με οδηγό το Νίκο Γκάτσο. Το θέατρο από μόνο του σε οδηγεί σε μία ανάταση ψυχής, σε παρασύρει σε έναν προσωπικό κόσμο τόσο διαφορετικό και συνάμα τόσο στενά δεμένο με την πραγματικότητα. Αναζητώντας μία διέξοδο από την καθημερινότητα, βρήκα τελικά ένα σχολείο και μέσα σ’ αυτό μία «οικογένεια».
Δεν είναι εύκολο να είσαι μόνος σε μία ξένη χώρα, να ξεκινάς μια καινούρια ζωή μακριά από τους φίλους και τον τόπο σου. Σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον, το μυαλό σου περιστρέφεται διαρκώς γύρω από την προσαρμογή και την κοινωνική ενσωμάτωση, την καριέρα και την προσωπική εξέλιξη. Ώσπου ξαφνικά μια μέρα βρίσκεσαι μπλεγμένος σε μια παράξενη ιστορία με τίτλο «Κι αν θα διψάσεις για νερό…».
Από το γραφείο στις πρόβες, στη μελέτη του κειμένου, των τραγουδιών, της κίνησης και του χορού, ένα γαϊτανάκι που σε φέρνει σε επαφή με το νεοελληνικό λόγο, που ξυπνάει μνήμες, και που απαιτεί πάθος και δυναμική κάθε στιγμή που του αφιερώνεις. Μαθαίνεις, αφουγκράζεσαι, αγγίζεις και ξεσπάς.
Είναι Τρίτη πρωί – μια Τρίτη σαν όλες τις άλλες. Ξυπνάς και… τα φώτα έχουν σβήσει, η παράσταση έχει τελειώσει, όλα στέρεψαν σιγά σιγά. Κράτα κοντά σου τις αναμνήσεις και τη μοναδική αυτή εμπειρία, θυμήσου τα λόγια του ποιητή και πάνω απ' όλα χαμογέλα˙ να είσαι ευτυχής που μέσα σε λίγους μήνες έζησες στιγμές με ένταση, μεγάλωσες και οπλίστηκες με νέες δυνάμεις για να συνεχίσεις την πορεία σου.

Δημήτρης Πουρνιάς
Ο Γιάννης ο φονιάς
Σε σκέψεις μ' έχει βάλει ο ποιητής που τόσον καιρό μελετήσαμε από κοινού σύντροφοι και φίλοι στο θέατρο και στη ζωή. Σκέψεις όχι μόνο του μυαλού, αλλά και της καρδιάς, γεμάτες συναίσθημα που μερικές φορές σε συνταράζει, σε σημείο που, όταν η καρδιά σου γεμίζει τόσο που δεν μπορεί να αντέξει και ξεχειλίζει να σου φέρνουν δάκρυα.
Ο Ιγνάθιο, το παλικάρι, ο όμορφος Ίβηρας ποιητής, όλοι τους πολλές μορφές για ένα σώμα. Χάνεται και φεύγει, αλλά δεν απόλλυται, μένει στην μνήμη μας, σαν ένα καλοδεχούμενο βάσανο που έρχεται και φεύγει, καιρό μετά που θα 'χει πάψει ο θρήνος ο επίκαιρος.
Μπορεί – αναρωτιέμαι – η ποίηση να δώσει τέλος σε ένα πένθος;
Ίσως όχι, αλλά μπορεί, αντίθετα, να του δώσει νόημα. Ένα νόημα που δίνει στην ψυχή, βαθειά, μια ελαφράδα που έχει χάσει από άκαιρους χαμούς. Σίγουρα, δεν σου λέει: «να γιατί έγινε», σου λέει, όμως: «ΝΑ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ».
Ναι, η ζωή έχει δύο πόλους, μας ψιθυρίζει ο ποιητής με τη φωνή του σκηνοθέτη: έρωτα και θάνατο.
Όσο ο δεύτερος είναι αναπόφευκτος, τόσο ο πρώτος είναι αναγκαίος: για να ζήσεις, για να μην αφήσεις τη ζωή να φεύγει, πιάσ' τον, αγκάλιασέ τον, γεύσου τον. Δώσε, πάρε. Τι όμορφος που είναι! Ἔρως καλὸς κἀγαθός.
Και τα γεννήματά του τόσο γλυκά, τόσο γεμάτα μέλλον. Όπως είπες και Εσύ… «Μέμνησο τῶν παιδίων ἅ σοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός«. Κι αυτά με τη σειρά τους…

 

Σικελία Κωνσταντακοπούλου
Η Μάγδα που διάβαζε Μπερνάρντα Άλμπα

Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει το αεράκι της άνοιξης. «Φύσα αεράκι, φύσα με…» Πάμε μια βόλτα στην Οστάνδη; Κοιτάζω τον απέραντο γκρίζο ορίζοντα, τους γλάρους στις φαρδιές αμμουδιές της βόρειας θάλασσας. «Έγραφε το όνομά της με ενός πνιγμένου γλάρου φτερό…»
Στο γραφείο όλη μέρα σκυμμένη πάνω από τον υπολογιστή, μεταφράζοντας διοικητικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το μισό μυαλό, το άλλο μισό να λέει και να ξαναλέει «πόσο πολύ σε αγάπησα, εγώ μονάχα το ξέρω…»
Αγαπημένα μου πρόσωπα φεύγουν κι εγώ μένω πίσω και περιμένω «τώρα που πας στην ξενιτειά πουλί θα γίνω του νοτιά γρήγορα να σε ανταμώσω».
Διαβάζω εφημερίδες, πολεμικές συρράξεις στη Συρία, «στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο…»
Παίζω με τα παιδιά μου, τους τραγουδάω «τα λουστράκια», τους αρέσει πολύ αλλά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουν ακόμη τη σκληράδα των στίχων του.

Ποιος είπε ότι η ποίηση δεν συναντά την καθημερινότητά μας; Βιώσαμε την ποίηση του Γκάτσου ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, μας ακολουθούν οι στίχοι του σε κάθε γωνιά, σε κάθε δραστηριότητά μας, στον ξύπνιο και στον ύπνο μας μονολογούμε «αύριο πάλι, αύριο πάλι θά ‘ρθω σε σε βρω«, σε στιγμές αμφιβολίας και άγχους σιγοτραγουδάμε «μπόρα είναι θα περάσει, θά ‘ρθει πάλι η ξαστεριά»…

Στιγμιότυπα καθημερινής ζωής, στιγμιότυπα ποίησης, οι ανθρώπινες σχέσεις μας, όσα αγαπάμε, όσα μας πληγώνουν, όσα ονειρευόμαστε… «αγάπη είναι η ζωή κι αγάπη μόνο».

 

Γιώργος Δημητρίου
Ένας ευαίσθητος ληστής …της γεύσης

Tόσα χρόνια στη ρεαλιστική ποίηση της κουζίνας, την ωμή που μέσα από τις πύρινες αγκαλιές που τυλίγουν κατσαρόλες και τηγάνια δίπλα σε ιδρωμένους μαγείρους που φωνάζουν αγχωμένοι, η στιγμή δημιουργίας του πιάτου φαντάζει μόνη λύτρωση. Και να που ξαφνικά βγάζω τη ποδιά της κουζίνας και φορώ τον αραχνοκέντητο λευκό χιτώνα της ποίησης, ανοίγω την πόρτα των συναισθημάτων και ακροπατώντας μπαίνω στην κουζίνα της ποίησης. Έτοιμος για ταξίδι στα νερά του Γκάτσου, με πανί την ψυχή κι απ το κατάρτι το ψηλό βλέπω τον έρωτα και το θάνατο σύννεφα αντικριστά αγκαλιασμένα. Βλέπω τα παλικάρια να αγγίζουν τις «Περιμπανούδες» δίχως να τις φτάνουν, λίγο πιο πέρα τη Μάγδα μόνη όρθια στο μπορντέλο της κοινωνίας μας, παραδίπλα τον ευαίσθητο ληστή να παλεύει τους κακούς κι έναν σταυρό να δείχνει το δρόμο του μαρτυρίου, του θανάτου και της ανάστασης. Σκέφτομαι όλα δικά μας είναι όλα είναι εκεί αρκεί να τα δεις και να απλώσεις το χέρι να τα πάρεις. Εσένα περιμένουν. Αυτά και τα αγέννητα παιδιά σου με την ίδια προσμονή.
Το ταξίδι τώρα με πάει στην «Ελλαδογραφία»  σε όλες τις μνήμες που ξεχάσαμε, σε όλες τις μνήμες που τις θάψαμε κάτω από τις πέτρες των αρχαίων λυγμών. Στα κακοτράχαλα τα βουνά χορεύουν οι αντρειωμένοι, αλλά και οι δοσίλογοι, οι ασφαλίτες, ο εμφύλιος,… Πως τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα που τώρα χρόνια μετά τίποτα δεν έχει αλλάξει και όλα είναι το ίδιο επίκαιρα.

 

Αλίκη Σίμου
Μια απ΄ τις μαινάδες

Στον χώρο αυτό βρέθηκα για πρώτη φορά φέτος με το να συμμετέχω ενεργά σαν ένα μικρό λιθαράκι σε αυτήν την τόσο δύσκολη παράσταση, όπως μου φάνηκε εμένα. Τον Νίκο Γκάτσο τον γνώριζα από τα τραγούδια του. Δεν είχα ψάξει όμως ποτέ τον ποιητή. Με την αφορμή του θεατρικού δρώμενου άρχισα σιγά σιγά να μπαίνω στην μαγεία των στίχων του και να καταλαβαίνω την ποίησή του η οποία με συγκίνησε και μίλησε στην καρδιά μου. Τα έργα του όπως την εποχή που τα έγραψε είναι αλίμονο το ίδιο επίκαιρα και για την Ελλάδα του σήμερα, αλλά και για τον κόσμο του σήμερα της οικονομικής κρίσης και κυρίως της πνευματικής ισοπέδωσης. Τώρα νομίζω ότι ναι, γίνεται η ποίηση θέατρο και χορός.
Παρόλο που από την αρχή όλη αυτή η προσπάθεια ήταν πράγματι δύσκολη με το να συνδυάζεις γραφείο, σπίτι και πρόβες, εντούτοις όταν πήγαινα στο χώρο που μαζευόμασταν ένιωθα μια αγωνία στην αρχή και μετά μου άρεσε τόσο που δεν ήθελα να φύγω. Ίσως γιατί αισθανόμουνα ότι είμαστε όλοι μαζί μέρος ενός συνόλου και είχαμε βάλει στόχο να δώσουμε στον κόσμο που θα ‘ρχόταν να μας δει αλλά και στον εαυτό μας την ικανοποίηση ότι, ότι κάνουμε το κάνουμε με μεράκι και μέσα από την ψυχή μας. Ό,τι βεβαίως κατάφερα, είχε την απόλυτη συμβολή και βοήθεια του Γιάννη Οικονομίδη και της Μαρίας Καραχάλιου. Τώρα που όλα έχουν τελειώσει και το ταξίδι έφτασε στο τέλος του θέλω να πω πόσο το ευχαριστήθηκα και πόσα καινούργια πράγματα έμαθα μέσα από την συλλογική αυτή προσπάθεια.

 

Γιώργος Μπαλκάμος
Ένας μουσικός για όλους, και όλοι για έναν Ποιητή

Αλήθεια, με ποιες λέξεις να μιλήσεις για το μαγικό πάντρεμα της «ακριβής» ποίησης του Νίκου Γκάτσου με τη μουσική; Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε πως «το τραγούδι είναι ακριβό και οι άξιοι οφείλουν να το υπηρετούν μέχρι το τέλος». Και πράγματι, στην περίπτωση των στίχων του Γκάτσου το παράδειγμα είναι τρανό. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μούτσης, Ξαρχάκος… Δέος!!! Και ασφαλώς το αποτέλεσμα μοναδικό αν όχι θεϊκό. Στίχοι που σφραγίστηκαν με μουσική μοναδική, ανεπανάληπτη που θαρρείς πως στοίχειωσε για πάντα σε τραγούδια που μπήκαν στην ψυχή μας, μας επηρέασαν, μας προσδιόρισαν. Δεν ξέρω πόσοι στ' αλήθεια έχουν διαβάσει ή μάλλον «ανακαλύψει» την Αμοργό, είμαι όμως βέβαιος ότι δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει σιγοτραγουδήσει ή σφυρίξει κάποιο από τα τραγούδια του. Γιατί οι στίχοι του Γκάτσου έχουν γίνει δικοί μας στίχοι, δικά μας τραγούδια.
Ίσως τελικά αυτή η «εξοικείωση» να αποτέλεσε και τη δύναμη που έσπρωξε εμάς, την μικρή ομάδα των μουσικών, να τολμήσουμε και να αναπαράγουμε αυτές τις υπέροχες μουσικές…
Θέλω να πιστεύω ότι το αποτέλεσμα ήταν αξιοπρεπές, μιας και ο πήχης, από μόνος του, ήταν πολύ πολύ ψηλά…!
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλη την ομάδα αλλά κυρίως στον Γιάννη που μας έδωσε την ευκαιρία να κάνουμε αυτό το υπέροχο ταξίδι. Δεν ξεχνώ εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο όταν πριν από περίπου δύο χρόνια εντελώς αυθόρμητα του είχα προτείνει να κάνουμε κάτι σαν αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο… Προφανώς, παραβίαζα θύρες ανοικτές…

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "«Kι αν διψάσεις για νερό...»"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *