Η ιδιαίτερη περίπτωση του Βελγίου στην ΕΕ

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Του Simon Desplanque

 

Με την πρώτη ματιά, η τελευταία έκδοση Coalition Explorer του ECFR επιβεβαιώνει την ευρεία αντίληψη ότι το Βέλγιο έχει τεράστια επιρροή στην εξωτερική πολιτική. Σε σύγκριση με χώρες που έχουν παρόμοιες οικονομίες και πληθυσμούς, το Βέλγιο επιμόνως κατατάσσεται πάνω από το μέσο όρο σε ό,τι αφορά την ικανότητά του να διαμορφώνει τις διεθνείς υποθέσεις, παραμένοντας ένα από τα δέκα κράτη με την μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, όπως γνωρίζουν όλοι οι θαυμαστές του Spiderman, η μεγάλη εξουσία έρχεται με μεγάλη ευθύνη: εάν θέλει να διατηρήσει αυτή την προνομιούχα θέση, το Βέλγιο πρέπει να διαχειριστεί προσεκτικά τις εσωτερικές διαιρέσεις του.

Αυτό το έργο ίσως γίνει σημαντικά δυσκολότερο μετά από τις ομοσπονδιακές και περιφερειακές εκλογές της χώρας το 2019. Λόγω της έντασης στα αριστερά και στα δεξιά, η παραδοσιακή βελγική συναίνεση στην ευρωπαϊκή πολιτική επιδεινώνεται-όπως δείχνουν πιο πρόσφατα γεγονότα. Το πρώτο είναι η απόφαση τον Οκτώβριο του 2016 από την Βουλή της Βαλονίας να εμποδίσει προσωρινά την υπογραφή της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας ΗΠΑ-Καναδά (CETA). Η κίνηση αυτή εξέπληξε τους παραδοσιακούς εταίρους του Βελγίου και θέτει την αξιοπιστία του σε ρίσκο. Ένας συμβιβασμός της τελευταίας στιγμής για το ζήτημα απέτρεψε πιο σοβαρή ζημιά στην αξιοπιστία της χώρας στην Ευρώπη, και ακόμη πιο μακριά. Πραγματικά, το Βέλγιο έπληξε τη διεθνή του φήμη ως ένας τίμιος μεσολαβητής που είναι σε θέση να σφυρηλατήσει μια συναίνεση.

Η επακόλουθη άνοδος του Paul Magnette –ο οποίος ως υπουργός-πρόεδρος της Βαλονίας, συμβόλιζε τη διαμάχη αναφορικά με τη CETA- αποτυπώνει την αυξανόμενη δημοτικότητα της αριστερής ρητορικής κατά της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η τάση, που παρατηρείται και στην άνοδο της ακροαεριστεράς στις τοπικές εκλογές στη Βαλονία το 2018, έχει οδηγήσει το γαλλόφωνο σοσιαλιστικό κόμμα του Βελγίου να σκληρύνει τις θέσεις του. Καθώς το κόμμα παραμένει η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην περιοχή, ο σχηματισμός της επόμενης ομοσπονδιακής κυβέρνησης πιθανότατα θα είναι δύσκολος. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές, δεδομένου ότι τα φλαμανδικά κόμμα όλο και περισσότερο κλίνουν προς τα δεξιά, λόγω και της αυξανόμενης επιρροής του εθνικιστικού Νέα Φλαμανδική Συμμαχία (NVA).

Το NVA βρέθηκε στο επίκεντρο της δεύτερης πρόσφατης κρίσης στην διεθνή αξιοπιστία του Βελγίου. Μετά το δημοψήφισμα το 2017 για την καταλανική ανεξαρτησία, ο αυτονομιστής ηγέτης Carles Pudgemont κατέφυγε στο Βέλγιο. Αν και υποστήριξε πως δεν έχει δεχθεί επίσημη πρόσκληση, οι στενοί δεσμοί του Pudgemont με το NVA οδήγησαν στην σπέκουλα ότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους εθνικιστικές Φλαμανδούς. Η επακόλουθη πολιτικο-δικαστική διαμάχη γύρω από το αίτημα της Μαδρίτης για έκδοσή του στην Ισπανία, έφερε τον Βέλγο πρωθυπουργό σε μια πολύ δύσκολη θέση και δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με τη συνοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής του Βελγίου.

Η διαμάχη κατέδειξε επίσης την πολιτική δύναμη που έχει αποκτήσει το NVA μετά από τις εκλογές του 2014. Ενώ οι εθνικιστικές ομάδες είχαν μία διακριτική παρουσία στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο μέχρι το 2017, έχουν αλλάξει σημαντικά την βελγική πολιτική ατζέντα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά ευρωπαϊκά ζητήματα. Υιοθετώντας μια όλο και περισσότερο επικριτική στάση για το ευρωπαϊκό project (χωρίς να γίνεται εντελώς ευρωσκεπτικιστικό), το κόμμα ανοιχτά αμφισβήτησε ένα παραδοσιακό σημείο συναίνεσης στην βελγική εξωτερική πολιτική: την ανάγκη για ακόμη πιο στενή ένωση. έχει ενδιαφέρον ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να έχουν «χάσει» αυτή την στροφή. Όπως δείχνει το EU Coalition Explorer, οι Ευρωπαίοι εταίροι του Βελγίου συνεχίζουν να βλέπουν την χώρα ως πιο δεσμευμένη σε μεγαλύτερη ολοκλήρωση από τα περισσότερα (πλην δύο) άλλων κρατών-μελών.

Ωστόσο, η άνοδος του NVA δεν είναι ο μόνος παράγοντας σε αυτή την στροφή της συμπεριφοράς. Οι πολυάριθμες πηγές αντίστασης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εντός της ΕΕ, έχουν οδηγήσει τους Βέλγους αξιωματούχους να υιοθετήσουν μια πιο λεπτή στάση σε σχέση με τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός Charles Michel γίνεται όλο και περισσότερο υποστηρικτικός της διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της γαλλό-βελγικής συνεργασίας που φαίνεται στα στοιχεία του Coalition Explorer, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Ο Michel και ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron είναι και οι δύο πιστοί Ευρωπαίοι που πιστεύουν ότι η ΕΕ μπορεί να ενισχυθεί μέσω της δημιουργίας ενός πιο ολοκληρωμένου «πυρήνα» των κρατών-μελών.

Η έρευνα του ECFR αποκαλύπτει επίσης ότι το Βέλγιο, η Ολλανδία, και το Λουξεμβούργο, εξακολουθούν να έχουν πολλές κοινές προτιμήσεις σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή πολιτική. Ωστόσο, η σημασία αυτής της σύμπνοιας δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί: σύμφωνα με το Coalition Explorer, οι Βέλγοι αξιωματούχοι είναι πιο πρόθυμοι να αλληλεπιδράσουν με τη Γαλλία παρά με την Ολλανδία ή το Λουξεμβούργο. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στον ρεαλισμό, αλλά επίσης στην επιρροή της αντιπαλότητας μεταξύ των φλαμανδικών κομμάτων και της Βαλονίας για την εξωτερική πολιτική του Βελγίου. Κάποιοι γαλλόφωνοι Βέλγοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι έχουν αναζητήσει την υποστήριξη της Γαλλίας από ανησυχία για την αυξημένη «ολλανδική επιρροή». Ως εκ τούτου, το Βέλγιο -μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης- βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με την ένωση που τη βοήθησε να σχηματιστεί: βυθισμένη σε εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ των εκλογικών της περιφερειών και ευχόμενη κρυφά ότι μπορεί να αποφύγει την έκρηξη στον επόμενο γύρο των εκλογών.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο, εδώ.


 

Ο Simon Desplanque είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Université Catholique de Louvain του Βελγίου. Η έρευνά του επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ Πολιτισμού και Διεθνών Σχέσεων, καθώς και στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Αντικείμενο ενδιαφέροντος του αποτελεί επίσης η βελγική εξωτερική πολιτική. Ο Simon είναι συνεργάτης ερευνητής στο ECFR από το 2015.

 

Πηγή: capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η ιδιαίτερη περίπτωση του Βελγίου στην ΕΕ"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *