Η Ελλάδα που (δεν) θέλουμε

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ήταν πάντα δύσκολο για τους περισσότερους Έλληνες της διασποράς να παρατηρούμε από μακριά την προηγούμενη ελληνική περίοδο, την εποχή των παχιών αγελάδων όπου το χρήμα και η διαφθορά έρεαν μαζί με το επώνυμο γυαλί, το επιβλητικό τζιπ και τα ταξίδια στις εξωτικές νήσους. Οι κριτικές πολλές, η απογοήτευση μεγάλη και συχνά πυκνά και σχόλια τα οποία υποβίβαζαν την έννοια του ελληνικού όπως την είχε αποτυπώσει η εν Ελλάδι κοινωνία μέχρι και την εποχή της κρίσης. Η κατάντια του Ελληνικού κράτους με τις μίζες, τις κουτοπόνηρες καταχρήσεις ή τον επαρχιώτη Eλληνάρα μας είχε φέρει πολλές φορές σε δύσκολη θέση απέναντι στις πιο οργανωμένες και αξιοκρατικές κοινωνίες της Ευρώπης όπου ζούμε.

Σήμερα όμως, με όλες τις δυσκολίες που ζει σήμερα η πλειοψηφία των Ελλήνων στη χώρα, μικρές αχτίδες δικαιοσύνης και οι φωνές αλήθειας εμφανίζονται.

Δεν θα έπρεπε όμως και η Ελλάδα της διασποράς να αρχίσει να κάνει την αυτοκριτική της;

Στα πάτρια εδάφη κυριάρχησε μια καθημερινότητα η οποία θεωρούσε δεδομένο ότι ο γιος του δημάρχου ή του προέδρου ή του υπουργού ή του διεφθαρμένου αρχισυνδικαλιστή θα ζούσε ζωή και κότα, μια καθημερινότητα όπου ο κάθε προύχοντας είχε την απόλυτη εξουσία στον υπόδουλο κατά τα άλλα κυρίαρχο λαό έχει αρχίσει να φθίνει.

Αυτή η Ελλάδα έσπειρε ότι σήμερα θερίζουμε εν τόπω. Και δεν έχει εντελώς συντριβεί.

Δεν είναι αυτή η Ελλάδα που θέλουμε.

Με τις ελάχιστες αχτίδες δικαιοσύνης να ανατέλλουν, ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας βρίσκει « καταφύγιο » στη πόρτα του ρατσισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού.

Ούτε αυτή είναι η Ελλάδα που θέλουμε.

Η Ελλάδα που θέλουμε δεν είναι η Ελλάδα όπου ο προύχοντας ή ο έχοντας κατακτήσει θεσμικά δικαιώματα διορίζει την οικογένειά του και όλο του το χωριό, δεν είναι ο πολιτικός ο οποίος κλέβει ή ψεύδεται για τα μικρο-προσωπικά του συμφέροντα απέναντι στους ανθρώπους τους οποίους τάχθηκε να ωφελεί. Η  Ελλάδα που θέλουμε δεν είναι η  Ελλάδα της κομματικής οικογένειας και του τηλεοπτικού παραθύρου. Δεν είναι η υποκρισία, είναι η αλήθεια και η λαμπρότητα του καθαρού. Αυτό είναι το ελληνικό γι αυτό και χαίρει τέτοιας ανυπέρβλητης εκτίμησης όσο συνεχίζει να πλέει μέσα στα νερά της ιστορίας.

Κάθε φορά που ένας θεσμικός εκπρόσωπος ή παράγοντας με τις πράξεις του βουτά μέσα στην ανομία και την αδικία, το λαμπρό αποκλείεται, το σκοτεινό κερδίζει, και η δύναμη της λαϊκίστικής άκρας δεξιάς (θα) αυξάνεται. Το ελληνικό κατακρεουργείται και στις δύο περιπτώσεις.

Όσο η υποκρισία διακατέχει τις πράξεις και τις επιλογές μας το αληθινό θα πληγώνεται, η δημοκρατία θα εμφανίζεται ως ουτοπία, η ειρήνη θα απειλείται και οι λέξεις θα χάνουν το νόημα τους προς όφελος της εκάστοτε κάστας.

Η ελληνική πραγματικότητα, εντός και εκτός των συνόρων, θα αλλάζει προς το καλύτερο κάθε φορά που έντιμοι και ικανοί άνθρωποι κατακτούν θεσμικά αξιώματα και νοούν ως λειτούργημα τη θέση τους, με σεβασμό απέναντι στους πολίτες και στους νόμους,  και όχι ως τρόπο τροφοδότησης της υπερφίαλης ματαιοδοξίας τους ή της προσωπικής τους τσέπης.

Η όποια θετική εξέλιξη, ανάπτυξη, αισιοδοξία θα επέλθει από τους πιο ικανούς όχι στα λόγια αλλά στις πράξεις. Στις πράξεις βράζει το νόημα των λέξεων για τον καθένα μας.

Οι φωνές που αποζητούν την καθαρότητα και τη δικαιοσύνη όλο και αυξάνονται. Και όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι η ψευτιά και η ανομία είναι μονόδρομος και η μόνη πτυχή της ανθρώπινης φύσης για να τα έχουν καλύτερα με τη συνείδησή τους ας κάνουν στην άκρη, ένας νέος κόσμος καρδιοχτυπά, και μόλις που άρχισε να ομιλεί.

«Διακρίνουν ότι υπάρχει πόλεμος δύο κόσμων, αλλά δεν είναι αυτός που ισχυρίζονται μεταξύ της αριστεράς και του νεοφιλελευθερισμού, αφού και οι δύο ανήκουν στην ίδια πλευρά. Ο πόλεμος είναι μεταξύ των τέκνων του φωτός και των τέκνων του σκότους. Όπου υπάρχει φως διαλύεται το σκοτάδι και για τον λόγο αυτό, εάν κανείς θέλει να είναι αγωνιστής, ας αφήσει την αριστερά και το κεφάλαιο που στηρίζονται στην νοησιαρχία και ας συνταχθεί με την αλήθεια. Αυτό θα τον φέρει σε δύσκολη θέση και θα τον κάνει εχθρό του κόσμου, όχι διότι ο κόσμος θα έχει κάτι προσωπικό εναντίον του αλλά διότι ο κόσμος μισεί την αλήθεια. Όποιος την απαρνείται έχει διευκολύνσεις, τιμές και πλούτη αλλά δεν έχει αυτοσεβασμό και τον αναπληρώνει με βουλιμία που προάγει την απληστία. Τελικά τον εχθρό συνιστούν οι απαρνητές της αλήθειας όπου και αν λένε ότι ανήκουν.»*

Η Ελλάδα που θέλουμε είναι η Ελλάδα της δημοκρατίας και του σεβασμού των πολιτών, όχι η Ελλάδα της υποκρισίας και της ψευτιάς. Αυτή την Ελλάδα χρειάζεται η Ευρώπη για να ορθοποδήσει. Αυτήν την Ευρώπη της αλήθειας ζητούν οι νέοι – στην ηλικία και στη ψυχή- σε κάθε χώρα και με κάθε τρόπο σήμερα σε όλη την ήπειρο.

Η Ελλάδα είμαστε κι εμείς. Η Ευρώπη επίσης.

Ας αρχίσουμε να το κάνουμε πράξη λίγο λίγο μέσα στην καθημερινότητά μας ή τουλάχιστον ας σταματήσουμε να πιστεύουμε πως δικαιοσύνη κι εντιμότητα είναι λέξεις για παιδικά όνειρα. Αρκεί να πιστέψουμε πως έφτασε η στιγμή η ανθρωπότητα να αναμετρηθεί με τη ικανότητα που έχει να δημιουργεί και να λάμπει και να αφήσει στην άκρη το κόλλημα με την καταστροφή. Είναι καιρός. Η ιστορία θα μας ζητήσει τα ρέστα.

*« Δύο κόσμοι » Καθηγητής Ηλίας Σταμπολιάδης, απόσπασμα από το άρθρο όπως αυτό δημοσιεύθηκε στις 18.05.2013 στη στήλη Γνώμες της εφημερίδας το Βήμα. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=513267

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η Ελλάδα που (δεν) θέλουμε"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *