Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Δεν γράφω σαν ειδικός, γράφω σαν θεατής και μάλιστα κοσμοπολίτης. Όπου και να με φυγοκέντρισε αυτή η ζωή, σε τέσσερις ηπείρους προς το παρόν, κατάφερα να χωθώ σε μεγάλες και μικρές σκηνές διαφόρων ιδιωμάτων του λόγου, της ποίησης, του χορού και της μουσικής. Μου πήρε λίγο χρόνο να μπει στο μεταβολισμό μου η όπερα, γιατί στα νιάτα μου ήταν μόνο ένα μουσικό είδος που όσοι το υπηρετούσαν μάλλον ηθελημένα, αγνοούσαν τους βασικούς κανόνες της σκηνικής παρουσίας. Προσωπικότητες φυσικά, όπως της Μαρίας Κάλλας και του Franco Zeffirelli άλλαξαν την εικόνα που είχαμε για την όπερα, της ευτραφούς σοπράνο να κάθεται στη μέση της σκηνής και να τραγουδάει την κλασική άρια. Τα τελευταία 40 χρόνια η όπερα (και με κίνδυνο να καταποντιστεί από το μιούζικαλ) εξελίχθηκε σε ένα πολύ δυναμικό σκηνικό θέαμα όπου η υποκριτική ικανότητα, η κινησιολογία και η σκηνοθετική ματιά συναγωνίζονται τις θεϊκές ορχηστρικές μελωδίες, τις επίπονες άριες και τα ποιητικά λιμπρέτο.

Σ΄αυτό το παγκόσμιο και παγκοσμιοποιημένο σκηνικό η μικρή και ταλαίπωρη Ελλάδα, η χωρίς μεγάλη παιδεία ούτε στην κλασική μουσική ούτε στην όπερα κατάφερε να παρουσιάσει μια νέα δημιουργία, μια παγκόσμια πρώτη από ένα νέο μουσικό τον Γιώργο Κουμεντάκη, έναν άγνωστο (σ’ εμένα) λιμπρετίστα, τον Γιάννη Σβώλο πάνω σ΄ένα κολοσσιαίο λογοτεχνικό κείμενο, τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και να σταθεί ισάξια στα λυρικά δημιουργήματα και θεάματα του κόσμου.

Μια μαύρη τούλινη αυλαία, σαν τα ρούχα της Φραγκογιαννούς σηκώθηκε και μας «έμπασε» στο χαμηλό φωτισμό του νησιώτικου σούρουπου (υπέροχοι φωτισμοί από τον Βινίτσιο Κέλι). Δεν ήμασταν πια θεατές στο πολυτελές Μέγαρο, αλλά κοινωνοί του δρώμενου που επρόκειτο να ζήσουμε. Η άχνα, μαζί με τη δικιά μας αναπνοή, ενός μπαγιάν και η μελαγχολία ενός άλτο σαξόφωνου πάνω στη σκηνή μας έφεραν τις πρώτες ανατριχίλες. Ο ανδρικός χορός με ένα γαλαζοσκότεινο contre-lumière μας εισήγαγε στον κωδικό του λιμπρέτο «Ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι η γη τα μεγαλώνει, κι η Παναγιά Κυρά-Ψηλή τα καλοξημερώνει». Μέσα από το παραδοσιακό νανούρισμα, τραγούδι, παιχνίδισμα θα έβγαινε υβριδισμένο το σύγχρονο μουσικό ιδίωμα του Κουμεντάκη. Όπως στον John Tavener, στον Θόδωρο Αντωνίου, στον Γιάννη Χρήστου, στον Ιάννη Ξενάκη, στα συμφωνικά του Μίκη Θεοδωράκη θα νιώθαμε αυτό το ρίγος που ανάγεται στην αρχαία τραγωδία, στο βυζαντινό μέλος, στο μεσογειακό κόμπο στο λαιμό αλλά που την ίδια στιγμή ξέρουμε πως είναι δυτική και μάλιστα σύγχρονη δυτική μουσική.

Μπορεί η Φραγκογιαννού του Κουμεντάκη να είναι μια σύγχρονη Jenufa, αλλά ένιωθες ότι ήταν ένα Ελληνικό έργο που μπορούσε με τη διακριτή του ταυτότητα να στοιχηθεί ισάξια στο διεθνές λυρικό ρεπερτόριο.

Ο σκηνογράφος, Πέτρος Τουλούδης κατασκεύασε ένα ζεστό μεσογειακό σκηνικό εκμεταλλευόμενος άριστα την περιστρεφόμενη σκηνή της αίθουσας του Μεγάρου Μουσικής, Αλεξάνδρα Τριάντη. Πάνω από εκατό άτομα ντυμένα από τον Πέτρο Τουλούδη και την Ιωάννα Τσάμη κινήθηκαν χωρίς να χάσουν καμιά νότα με μια ανατριχιαστική φυσικότητα περνώντας πάνω από γιοφύρια, παίζοντας δίπλα σε πηγάδια, μπαίνοντας και βγαίνοντας σε χωριάτικα σπίτια, σε ρουμάνια, σε χειμαδιά… Ένας οπτικός και ακουστικός Παπαδιαμάντης… Ένας Ελληνικός αλλά και Παγκόσμιος Παπαδιαμάντης.

Η παιδική χορωδία μια απόλαυση και ένα δέος. Αυτά τα παιδιά που η σκοτεινή ψυχή και το θολωμένο μυαλό της Φραγκογιαννούς θα τα πνίξει σε γούρνες και πηγάδια…

Ένα ευφυές εύρημα του Κουμεντάκη ενέτεινε την δραματικότητα του έργου. Τέσσερις μοιρολογίστρες τραγουδούν χρησιμοποιώντας το πολυφωνικό ιδίωμα. Αυτό το ιδίωμα που όπου και να το ακούσεις θαρρείς και σου ξύνει μια παλιά πληγή που κουβαλάς από αρχέγονους χρόνους…

Ξέρω πως θα αδικήσω που θ αφήσω ασχολίαστα πολλά ονόματα, που όλα τους ήταν εξαιρετικά. Ας μου συγχωρεθεί. Δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού. Θα αναφέρω όμως αυτούς που θα ήταν μεγάλη μου παράλειψη. Το βράδυ που είδαμε την παράσταση με συγκλόνισε η Φραγκογιαννού της δραματικής μεσοφώνου Ειρήνης Τσαρακίδου και ο Ιωάσσαφ, ο μοναχός του βαθύφωνου Τάσου Αποστόλου που έδινε την κάθαρση του δράματος. Έκαναν θαύματα αυτοί που δίδαξαν τις χορωδίες και ιδίως την παιδική, Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και Μάτα Κατσούλη, αντίστοιχα. Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης κίνησε όλο αυτό το πλήθος πάνω στη σκηνή χωρίς να προδώσει τη μουσική. Ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε την ορχήστρα με το απαιτητικό μουσικό στιλ του Γιώργου Κουμεντάκη.

Αν βρήκα κάτι αρνητικό; Βεβαίως. Δυό-τρία (ευτυχώς ελάχιστα) κομμάτια πρόζας τα οποία άφησε αμελοποίητα ο συνθέτης για να τονίσουν τη δραματικότητα (με τον ίδιο τρόπο που ο Παπαδιαμάντης έσπαγε την καθαρεύουσά του με δημοτική ή ντοπιολαλιά για να ζωντανέψει ένα διάλογο ή μια έντονη στιγμή), δυστυχώς εδώ δεν λειτούργησαν όπως το σκέφτηκαν οι δημιουργοί. Ίσως οι δικοί μας καλλιτέχνες δεν έχουν ακόμα την κατάλληλη εκπαίδευση να εναλλάσσουν με την ίδια εκφραστικότητα το τραγούδι και την πρόζα. Μια ελάχιστη παρανυχίδα στο πανέμορφο εγχείρημα!

Θα ήθελα εδώ να κάνω μια παρένθεση, εμπνεόμενος από τα πηγαδάκια στο διάλειμμα και στην έξοδο, του κατά πόσον το έργο ήταν «Παπαδιαμάντης» και αν μπορούμε να το συγκρίνουμε με ηθοποιούς που πρόσφατα υποδύθηκαν στις θεατρικές διασκευές την φόνισσα Φραγκογιαννού, όπως τη Λυδία Κονιόρδου και την Μπέτυ Αρβανίτη. Στο Μέγαρο δεν πήγαμε να δούμε «Παπαδιαμάντη». Πήγαμε να δούμε μια όπερα που το λιμπρέτο της είναι βασισμένο στο ανυπέρβλητο «κοινωνικόν μυθιστόρημα» του Παπαδιαμάντη. Το ίδιο που όταν βλέπουμε τον Οθέλο του Verdi δεν βλέπουμε Shakespeare, αλλά ένα μελόδραμα βασισμένο στη τραγωδία του Μεγάλου δραματουργού. Φυσικά πήραμε την Παπαδιαμάντειο αύρα και ζήσαμε τη τραγωδία της «γραίας Χαδούλας».

Ο Παπαδιαμάντης, ούτε μόνο βλέπεται, ούτε μόνο ακούγεται, κυρίως διαβάζεται. Η μεγαλύτερη συγκίνηση και ηδονή είναι από την ανάγνωση (στο πρωτότυπο, φυσικά!) των έργων του και με κορυφαίο (προσωπική μου γνώμη) της Φόνισσας. Οι πρόσφατες θεατρικές μεταφορές της «Φόνισσας» από τη Μ. Γεμεντζάκη, τον Σωτήρη Χατζάκη και τον Στρατή Πασχάλη ήταν εξαιρετικές προσπάθειες μετασχηματισμού του γραπτού λόγου στο θεατρικό διάλογο και από εκεί στο υποκριτικό δρώμενο. Οι προκλήσεις αυτών των μετασχηματισμών είναι μεγάλες και για τους δημιουργούς αλλά και για τους δέκτες. Αυτό όμως είναι μια ολόκληρη θεωρητική συζήτηση μακριά από τη σημερινή παρουσίαση.

Μακάρι το έργο που είδαμε να κάνει πιο γνωστή τη μουσική του Κουμεντάκη και ακόμα πιο πολύ να δώσει το έναυσμα να ξεσκονίσουμε και να διαβάσουμε (ελπίζω και στα παιδιά μας) τα διηγήματα και τα άλλα πεζά του μεγάλου Σκιαθίτη που σκονίζονται στα ράφια της βιβλιοθήκης μας. Επιστρέφοντας στο Μέγαρο Μουσικής, εύσημα πρέπει να αποδοθούν και στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Μύρωνα Μιχαηλίδη, ο οποίος από τότε που ανέλαβε αυτό το καθήκον (έστω και στους σκοτεινούς χρόνους που περνάμε) έχει αναβαθμίσει και καλλιτεχνικά αλλά και κοινωνικά και εκπαιδευτικά το ρόλο της ΕΛΣ. Η Φόνισσα ήταν παραγγελία της ΕΛΣ.

Ευχές το εξαιρετικό αυτό έργο να βρει τη θέση του στο διεθνές δραματολόγιο των λυρικών σκηνών του κόσμου. Μακάρι να το δουν στα διεθνή φεστιβάλ. Σε στιγμές που εμείς οι Έλληνες διαβαίνουμε τον κόσμο με σκυμμένο κεφάλι, σε στιγμές που εκπαίδευση, παιδεία, πολιτισμός, έρευνα, πανεπιστήμια… απαξιώνονται, η φωνή του κυρ-Αλέξανδρου μας έκανε ν΄αναθαρρήσουμε λιγάκι.

Σας χαρίζω, μαζί με όλους τους συμβολισμούς της, την τελευταία φράση από τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

http://www.lifo.gr/team/pinakothiki/53369

Photo credit Βασίλης Μακρής

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *