Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, περίμενε τη φωτιά και στην πόρτα σου.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Όταν στις αρχές του 2007 άρχισαν να εμφανίζονται στις ΗΠΑ οι πρώτες φωνές για το ενδεχόμενο μιας πλατιάς οικονομικής κρίσης (λόγω εντοπισμού πληθώρας τραπεζικών εργασιών «χαμηλής εξασφάλισης» που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άμεσους κινδύνους στην χρηματοπιστωτική αγορά), οι ίδιοι οι Αμερικανοί δεν φάνηκαν να δίνουν καμία σημασία στις σπίθες που πετάγονταν. Κανένας δεν πίστευε ότι από τις σπίθες αυτές θα μπορούσε να ξεκινήσει μια τεράστια πυρκαγιά. Η ίδια αδιαφορία και στην Ευρώπη, που επίσης πίστευαν ότι οι σπίθες αυτές «άναβαν» σε μια αυλή, η οποία ήταν πάρα πολύ μακριά, ώστε να τους προκαλεί έστω και ανησυχίες.

Τον Αύγουστο του 2007 όμως, οι σπίθες πυροδότησαν τις πρώτες φλόγες στις ΗΠΑ.
Τα θεμέλια του Αμερικανικού τραπεζικού συστήματος «ταρακουνήθηκαν», λόγω αδυναμίας μεγάλων ομάδων του πληθυσμού να ανταποκριθούν σε δανειακές υποχρεώσεις τους  (στεγαστικά, καταναλωτικά). Τότε, μπροστά στον διαφαινόμενο κίνδυνο, κεντρικές τράπεζες μεσολάβησαν, ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική αγορά με «ενέσεις ρευστότητας» και σταθεροποίησαν κάπως την κατάσταση.
Όμως για κάποιους αυτό ήταν κάτι σαν άλλοθι, ώστε να συνεχίσουν την αδιαφορία τους, μπροστά στη φωτιά που άναβε.

Ήταν ίδιοι με αυτούς που ένα χρόνο μετά, το 2008, θεώρησαν ότι η πτώχευση της τράπεζας-κολοσσού των ΗΠΑ Lehman Brothers, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Σαν αυτούς που ερμήνευσαν την εξαγορά της Merrill Lynch από τη Bank of America, μόνον ως μια απλή κίνηση στρατηγικής επένδυσης.
Και σαν αυτούς  που (την ίδια περίοδο)  εκτίμησαν ότι τα προβλήματα με τη Βελγική τράπεζα Fortis ήταν ένα “τοπικό” πρόβλημα της “γειτονιάς” των κάτω χωρών.

Ήταν όλοι αυτοί που αργότερα κατηγορήθηκαν ότι έπασχαν από …»disaster myopia» (μυωπία απέναντι στην καταστροφή). Διότι δεν διέκριναν έγκαιρα, την καταστροφική πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει, οι φλόγες της οποίας, λίγο μετά, πέρασαν τον Ατλαντικό, έκαψαν την Ισλανδία, μετά την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τώρα καίνε την Κύπρο και ήδη… “θορύβησαν” (αν μη τι άλλο),  ευρωπαϊκές “γειτονιές” όπως το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Σλοβενία…

Συχνά, πολλοί παραλληλίζουν την οικονομική κρίση με πυρκαγιά. Τόσο για τις ανεπανόρθωτες ζημιές που προκαλεί, όσο και για τον τρόπο που εξαπλώνεται, από χώρα σε χώρα. Δεν έχουν άδικο. Η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917 είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του παραλληλισμού.

Ήταν μια πυρκαγιά που επηρέασε καθοριστικά τη φυσιογνωμία της πόλης και θεωρείται ότι άλλαξε οριστικά τη μορφή και τη μοίρα της. Τόσο για τις ανεπανόρθωτες υλικές καταστροφές που προξένησε, όσο και για την τεράστια οικονομική και κοινωνική κρίση που προκάλεσε.

Διαβάζοντας λεπτομέρειες και περιγραφές του χρονικού, μπορούμε να κάνουμε πολλούς παραλληλισμούς με το σήμερα.

Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε το μεσημέρι του Σάββατου 5 Αυγούστου 1917 (με το παλιό ημερολόγιο, όπως ίσχυε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα). Σε ένα προσφυγικό σπίτι της Θεσσαλονίκης, επί της οδού Ολυμπιάδος 3, ανάμεσα από το κέντρο και την Άνω πόλη (περίπου πάνω από το ύψος που ξεκινά η Κασσάνδρου), δύο γυναίκες τηγάνιζαν μελιτζάνες. Κυριολεκτικά….

Μια σπίθα ξέφυγε από την κουζίνα τους και μετέδωσε τη φωτιά σε μια διπλανή αποθήκη με άχυρα. Οι γείτονες (Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι) είδαν την αποθήκη να καίγεται, όμως κανείς δεν έδωσε σημασία. Θεώρησαν πως δεν ήταν δική τους υπόθεση. Ακόμη και όταν η φωτιά άρχισε να καταστρέφει γειτονικά σπίτια και καταστήματα, οι πολλοί που έβλεπαν ότι δεν καίγονταν τα δικά τους, συνέχισαν να αδιαφορούν.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μέσα σε λίγη ώρα η φωτιά να επεκταθεί και να φθάσει μέχρι τη Σκεπαστή Αγορά (Καπαλί Τσαρσί), στην παρακείμενη συμβολή των οδών Ίωνος Δραγούμη και Ολύμπου. Εκεί πλέον, οι αρχικές σπίθες είχαν μετατραπεί σε ανεξέλεγκτο μέτωπο φωτιάς. Τα εύφλεκτα υλικά της αποθήκης, δυνάμωσαν ανεπανόρθωτα την πυρκαγιά, που σε συνδυασμό με τον άνεμο (Βαρδάρη) που άρχισε να φυσά εκείνη την ώρα, κινήθηκε ταχύτατα προς τα κάτω και διαχωρίστηκε σε δύο πορείες..
Μία προς την ανοιχτή εμπορική αγορά της πόλης (μέσω της Λέοντος Σοφού) και μια προς το Διοικητήριο (μέσω της Αγίου Δημητρίου).

Μόνο τότε έγινε αντιληπτό ότι δεν ήταν απλώς μια μικρή και συνηθισμένη φωτιά στην αυλή μιας προσφυγικής γειτονιάς, αλλά μια τεράστια πυρκαγιά, έτοιμη να κατακάψει όλη τη Θεσσαλονίκη.  Έτσι κινητοποιήθηκαν οι αρχές, οι κάτοικοι (ανεξαρτήτου εθνικότητας και θρησκείας), κινητοποιήθηκαν και οι ξένες (συμμαχικές) δυνάμεις που βρίσκονταν στην πόλη λόγω του Α' Παγκόσμιου πόλεμου (σύμφωνα με μαρτυρίες, αρχικά για να βγάζουν φωτογραφίες της πυρκαγιάς έτρεχαν και μετά κατάλαβαν τι πραγματικά είχε συμβεί).

Η πρώτη -ίσως και η μοναδική- οργανωμένη επιχείρηση πυρόσβεσης ήταν να σώσουν από τη φωτιά, το δημόσιο κτίριο του Διοικητηρίου. Οι στοιχειώδεις μονάδες πυρόσβεσης που διέθετε η Θεσσαλονίκη, ανατίναξαν μερικά σπίτια που βρίσκονταν δίπλα από το μέγαρο, δημιούργησαν μια αντιπυρική ζώνη και το Διοικητήριο σώθηκε. Μετά οι δυνάμεις αποχώρησαν (!!!) αφήνοντας  το υπόλοιπο μέτωπο της φωτιας να συνεχίσει την καταστροφή. Προς την εμπορική αγορά της πόλης…

Κάπως έτσι, κάηκε όλο το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης και μαζί του γειτονιές ολόκληρες.
Η φωτιά τελικά σταμάτησε το απόγευμα της επόμενης ημέρας (Κυριακή 6 Αυγούστου) φθάνοντας μέχρι την Αγία Σοφία και σχεδόν μέχρι τον Λευκό Πύργο.

Η περιοχή που καταστράφηκε οριοθετούνταν από τις σημερινές οδούς Αγίου Δημητρίου-Λέοντος Σοφού-Λεωφόρος Νίκης-Εθνικής Αμύνης-Αλεξάνδρου Σβώλου-Εγνατίας (από Αγία Σοφία). Με άλλα λόγια, κάηκε το 32% της τότε συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης. Αποτεφρώθηκαν συνολικά 9.500 σπίτια και έμειναν άστεγα 79.000 άτομα, από τους 271.000 συνολικά κατοίκους της πόλης (δηλαδή το 45% του τότε πληθυσμού της).

Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 εμπορικά καταστήματα που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκης ερημώνοντας τον εμπορικό κόσμο της πόλης και αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων πολιτών της. Το ύψος των υλικών ζημιών, συμπεριλαμβανομένων και των καταστροφών σε δεκάδες δημόσια κτίρια, ναούς, τζαμιά, συναγωγές, έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη και σε γενικές γραμμές κατέρρευσε κυριολεκτικά, ο οικονομικός ιστός της πόλης.

Λίγες ημέρες μετά την καταστροφή, χιλιάδες άστεγοι και οι άνεργοι, άρχισαν να εγκαταλείπουν πανικόβλητοι την ερειπωμένη πόλη, αναζητώντας νέους τόπους για εργασία και εγκατάσταση.

Τις συνέπειες αυτής της μεγάλης καταστροφής προσπαθούν να προσεγγίσουν ακόμη και σήμερα ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, εθνολόγοι, πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες. Οι καταθέσεις όσων έζησαν την καταστροφική μανία της φωτιάς είναι γεμάτες δέος, φρίκη, απελπισία αλλά και κατάπληξη για συνέπειες που ουδέποτε μπορούσαν να φανταστούν.

Καταθέτουν επίσης και απορίες για την αρχική αδιαφορία και την βραδυφλεγή αντίδραση. Για τους λόγους που δεν στάθηκε δυνατόν να σταματήσει η επέκταση της φωτιάς. Στην αρχή της, όταν έφθασε στην πρώτη διασταύρωση και πριν διασκορπιστεί. Όταν τη σταμάτησαν προσωρινά στο Διοικητήριο και μετά την “παράτησαν”. Για το ότι οι αρχές της πόλης είχαν “δεσμεύσει” τη χρήση σχεδόν όλου του δικτύου ύδρευσης στα στρατόπεδα των συμμάχων και δεν είχαν σταγόνα νερό για να σβήσουν τις φλόγες, για το ότι δεν είχαν μεριμνήσει να έχουν οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία (ως πυροσβεστικό όχημα είχαν ένα αυτοσχέδιο κάρο με δύο βαρέλια νερό δεμένα επάνω του), για το ότι δεν είχαν ένα σχέδιο αντιμετώπισης πυρκαγιάς, όντας μια πόλη “εύφλεκτη”, γεμάτη ξύλινα κτίρια και αχυρένια χαμόσπιτα, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο.

Θέλετε και το καλύτερο; Μόλις 4 ημέρες μετά την καταστροφή, την Πέμπτη 10 Αυγούστου 1917, ο Τάκης Οικονομάκης, διευθυντής της εφημερίδος του Βόλου «Θεσσαλία», που πήγε στη Θεσσαλονίκη για να καλύψει την τραγωδία, περιέγραψε με κινηματογραφικό τρόπο τη νεκρή πόλη αλλά και την κατάπληξή του όταν αντίκρισε κόσμο να διασκεδάζει σε μια γιορτή που γίνονταν σε κέντρο στην περιοχή του Λευκού Πύργου, “ωσάν να μη συνέβη τίποτε το έκτακτον εις απόστασιν μόλις 50 βημάτων δίπλα τους. Φως πλούσιο, ωραίες τουαλέτες, ματιές πόθων, χαρά…”.
Θα ήταν αυτοί που μάλλον δεν είχε καεί η αυλή τους…

Οι δύο γυναίκες, που τηγανίζοντας τις μελιτζάνες, έγιναν η αιτία για τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκαν λίγες ημέρες μετά και οδηγήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Με βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στις 7 Νοεμβρίου 1917, τις απάλλαξε από την κατηγορία του εμπρησμού και αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαίο γεγονός. Ως μάρτυρες υπεράσπισης των δύο γυναικών, κατέθεσαν εκπρόσωποι και των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης. Της ελληνικής, της οθωμανικής και της εβραϊκής. Τι είχε συμβεί;

Τίποτε περισσότερο από το ότι -μετά την καταστροφή- και οι τρείς κοινότητες της πόλης, ενδιαφέρθηκαν, η μια για την άλλη και όλες μαζί για το κοινό τους συμφέρον. Εάν η αιτία της πυρκαγιάς, αποδίδονταν σε εμπρησμό από πρόθεση ή από αμέλεια, οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν θα πλήρωναν αποζημιώσεις για τις καταστροφές της φωτιάς. Εάν όμως η αιτία ήταν “τυχαίο” γεγονός, θα πλήρωναν. Με τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο, οι δύο γυναίκες αθωώθηκαν και η πυρκαγιά αποδόθηκε σε τυχαίο γεγονός.

Μπορεί η οικονομική κρίση μιας χώρας, να μην έχει σχέση με το είδος της οικονομικής κρίσης μιας άλλης χώρας. Αλλού να είναι βασικά  τραπεζική, αλλού να είναι κυρίως δημοσιονομική. Όμως στο σύνολό της, η οικονομική κρίση είναι σαν μια πυρκαγιά. Που συνεχώς επεκτείνεται και κατακαίει τη μια “αυλή” μετά την άλλη. Και θα συνεχίσει να καίει, όσο υπάρχουν ακόμη πάσχοντες από…»disaster myopia». Σαν τότε στη Θεσσαλονίκη, που νόμιζαν ότι η φωτιά θα έκαιγε μόνο στα προσφυγικά, ανάμεσα στο κέντρο και στην άνω πόλη.
Σαν κάποιους που σήμερα φωνάζουν “δεν θα συμβεί σε εμάς, γιατί εμείς δεν είμαστε Κύπρος”.
Λες και δεν ήταν η Κύπρος, που πίστευε ότι δεν θα καεί, όταν καίγονταν παραδίπλα η Ελλάδα. Ή η Ελλάδα όταν έβλεπε να καίγονται η Ισλανδία και η Ιρλανδία. Ή η Ευρώπη όταν έβλεπε να ξεκινά η φωτιά από τις ΗΠΑ.

Υπάρχει μια πολύ γνωστή παροιμία: “Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, περίμενε τη φωτιά και στην πόρτα σου”. Αν την είχαμε υπόψη μας περισσότερο, ίσως πολλά να ήταν διαφορετικά. Και όχι μόνο σε σχέση με τις πυρκαγιές.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, περίμενε τη φωτιά και στην πόρτα σου."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *