Ο Άρης Μπόττας βάζει στο μικροσκόπιό του μια επίκαιρη έννοια: την Συμπερίληψη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΑ QUEER ΑΤΟΜΑ
Tου Άρη Μπόττα

Συμπερίληψη σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνω σε μία διαμορφωμένη κοινωνία και εσένα τον ενδεχομένως διαφορετικό από μένα, αντιλαμβανόμενος ότι έχεις και εσύ τη δική σου ταυτότητα όπως εγώ, χωρίς να με ενδιαφέρει ούτε ο πολιτικός, θρησκευτικός και σεξουαλικός σου προσανατολισμός, ούτε πως ντύνεσαι, πως βάφεσαι και οτιδήποτε άλλο μπορεί να γίνεται αντικείμενο στερεοτύπων, όπως παλαιότερα. Συμπεριλαμβάνω όμως σημαίνει ότι πλέον ως μέλος της ίδιας οντότητας έχεις μεν τα ίδια δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Και ορισμένες φορές στην προσπάθεια μας να δεχθούμε τους πάντες, ξεχνούμε την έννοια της υποχρέωσης τους. Η συμπεριλήψη κατά τη γνώμη μου είναι μία αμφίρροπη διαδικασία που προϋποθέτει ένθεν-κακείθεν την έννοια της αποδοχής. Η βασική υποχρέωση του «συμπεριλαμβανόμενου» είναι και η δική του αποδοχή προς το σύστημα και όχι μόνο το αντίθετο.

Όσον αφορά τον πόλο του πως μία διαμορφωμένη παραδοσιακή κοινωνία μπορεί να καταφέρει να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα, θα έλεγα ότι αυτό εξαρτάται από το βαθμό συμμετοχής σε μια εκπαιδευτική διαδικασία – τριβή που θα ξεκινήσει από το σπίτι και θα συνεχισθεί στο σχολείο, ώστε να γίνει αντιληπτή αρχικά η έννοια της ανεκτικότητας. Μία κοινωνία προσκολλημένη σε παραδοσιακές αξίες, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα που δημιουργούν συγκρούσεις με αυτές, ώστε να επιτευχθεί η ανεκτικότητα. Το δεύτερο που θα πρέπει να γίνει σε επόμενο στάδιο είναι να επανεξεταστεί η έννοια της προκλητικότητας. Η έννοια αυτή συναντάται στη χώρα μας κυρίως στον εσωτερικευμένο και μη μισογυνισμό. Πρόκειται δηλαδή για την αντίληψη της δίκαιης τιμωρίας ενός ατόμου (συνήθως γυναίκας), επειδή ήταν προκλητική.

Τι είναι όμως προκλητικότητα; Η προκλητικότητα έχει σίγουρα μία αντικειμενικότητα σαν έννοια, γνωστή και χειραγωγήσιμη από τα δύο φύλα, ωστόσο έχει και ένα βαθμό υποκειμενικότητας, που εξαρτάται από το βαθμό εξάσκησης του καθενός σ’ αυτήν, και τελικά αποδοχής. Η εξάσκηση ώστε να θεωρηθεί η προκλητικότητα αποδεκτή, είναι θέμα του πόσο συνηθισμένοι είμαστε σ’ αυτή την εικόνα και πόσο ανεκτικοί. Έτσι, ενώ για παράδειγμα παλαιότερα μία μίνι φούστα το καλοκαίρι θα θεωρούνταν τρομερά προκλητική, ώστε αν μία γυναίκα τη φορούσε θα θεωρούνταν «εξώλης και προώλης», πλέον είναι μία συνηθισμένη εικόνα και ως τέτοια δεν θεωρείται τόσο προκλητική, ούτε προσδίδει σε μία γυναίκα που θα τη φορέσει-φυσιολογικά- αρνητικό πρόσημο. Παλαιότερα ο/η ομοφυλόφιλος-η θεωρούνταν ψυχικά ασθενής, σήμερα θεωρείται μία φυσιολογική και αποδεκτή κατάσταση. Ωστόσο, όπως είπαμε, προϋπόθεση είναι ο βαθμός ανεκτικότητας και ικανότητας προσαρμογής, αποτέλεσμα παιδευτικής διαδικασίας και φυσικά γνώσης.

Στην προσπάθεια απόκτησης ανεκτικότητας και αποδοχής της προκλητικότητας, στην Ελλάδα έχουμε δύο φωνές που μας κρατάνε πίσω: η βαθιά ριζωμένη παράδοση ελέω της γεωγραφικής απομόνωσης από την πυρήνα της κοινωνικής προόδου που ήταν η δυτική και βόρεια Ευρώπη και της ιστορικής εξέλιξης που ενέτεινε τη βαθιά διείσδυση ενός εδραιωμένου πατριαρχικού μοντέλου, αναντάμ παπαντάμ, και δεύτερον η δύναμη της Εκκλησίας που δεν έχει συνταγματικά διαχωρισθεί από την πολιτεία και που ασκεί μία σκληρή και ατιμώρητη κριτική, ενίοτε και πράξεις σε ό,τι δεν συνάδει με τις αξίες της. Από πνευματικός θεματοφύλακας μετατρέπεται δηλαδή σε κοινωνικός τιμωρός. Η στροφή προς τις ακραίες συντηρητικές δυνάμεις και για άλλους λόγους, κοινωνικοπολιτικούς, δεν βοηθά προς την κατεύθυνση της απόκτησης της ανεκτικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταύτιση της ακροδεξιάς στην Ελλάδα με την Εκκλησία σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθιστά πιο ανελαστική την αποδοχή της αποδοχής και της συμπερίληψης ως modus vivendi στην ελληνική κοινωνία.

Για τους παραπάνω λόγους, δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει το γεγονός της επίθεσης στα δύο queer άτομα, ούτε για το γεγονός της λοιδορίας που υφίστανται στα social media. Ήταν προκλητικοί γιατί κυκλοφορούσαν έτσι για την ευρεία πλειοψηφία της κοινωνίας, όπως είναι προκλητική μία γυναίκα με μίνι, στην περιορισμένη κοινωνία ενός ορεινού χωριού της Κρήτης. Είναι ακόμα πιο προκλητικοί γιατί «εκδίδονται» οι queer, ενώ όταν το κάνει ένας επιδειξιομανής στρέιτ άντρας ή γυναίκα, δεν μας πειράζει, γιατί το περιμένουμε, γιατί έχουμε συνηθίσει την εικόνα τους ως πιο «φυσιολογική».

Εντύπωση προξενεί ωστόσο η προσφυγή στη βία ως «ξεμπέρδεμα λογαριασμών». Δυστυχώς στη χώρα μας υπάρχει ακόμα η εντύπωση ότι η αντιπάθεια, οι διαφορές σε ζητήματα ηθικής, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη βία, με στόχο τον παραδειγματισμό. Η πρακτική αυτή είναι επίσης αποτέλεσμα μίας παρωχημένης λογικής που εφαρμοζόταν ακόμα κι από το εκπαιδευτικό σύστημα της δικής μου γενιάς και πέρασε -δεδομένου του άκρατου συντηρητισμού μας- στη σημερινή εποχή. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν εδώ, καλύτερα σε ένα δεύτερο κεφάλαιο.

Ωστόσο, η συμπερίληψη απαιτεί και την επιθυμία ένταξης από την πλευρά της μειοψηφίας. Στο υποθετικό ερώτημα αν π.χ. η κοινωνία αποδεχόταν πλήρως τους Ρομά, και τους επέτρεπε να εργασθούν επί ίσοις όροις και να ζήσουν νόμιμα, κι αν αυτοί θα επιθυμούσαν να συμπεριληφθούν και να αλλάξουν τρόπο ζωής, δεν είμαστε σίγουροι ότι η απάντηση θα ήταν θετική. Γι’ αυτό ακριβώς και η διαδικασία είναι αντίρροπη. Είναι π.χ. τα queer άτομα έτοιμα να θελήσουν να ενταχθούν σε μία υποθετική κοινωνία που θα τους αποδεχθεί πλήρως και παντού και θα τους δώσει ευκαιρίες, αλλά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν όλα όπως ακριβώς οι ίδιοι οραματίζονται στον κόσμο; Αναρωτιέμαι απλά.

Η πρόκληση της συμπερίληψης απαιτεί από την κοινωνία αυτονόητα πράγματα, αλλά η κοινωνία δεν λειτουργεί σαν ολότητα αλλά σαν διάνυσμα συγκεκριμένων δυνάμεων που κινούνται προς σκόρπιες κατευθύνσεις. Το να απαιτούμε από μία κοινωνία να αλλάξει για να μας αποδεχθεί όπως είμαστε, θα πρέπει να έχει γίνει κατανοητό ως τώρα ότι είναι μία αρκετά μεγάλη, περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία, που ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί απόλυτα δίκαια για όλους: κανείς δεν θα περίμενε ότι στη σύγχρονη εποχή, μετά απ’ όλα όσα πέρασε ο κόσμος μας, θα υπάρχει ακόμα ρατσισμός και μισαλλοδοξία, ότι παιδιά θα υφίστανται bullying, ανεξάρτητα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, πράξη που μπορεί να εκληφθεί στην ψυχοσύνθεσή τους ως μία άρνηση αποδοχής τους από την διαμορφωμένη (“established”) κοινωνία, ότι οι γυναίκες θα δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες και ότι θα υπάρχουν ακόμα σύγχρονοι σκλάβοι και σκλάβες.

Οπότε τι κάνουμε; Μπορεί να επιτευχθεί μία παράλληλη και ταυτόχρονη συγχρονικά διαδικασία αποδοχής; Εγώ πιστεύω ότι εδώ είναι το μεγάλο στοιχήμα. Πραγματικά δεν ξέρω αν το να τραβάμε ένα μεγαλύτερο χαρτί στο δείκτη της διανυσματικής «προκλητικότητας» απ’ αυτό που η κοινωνία είναι κάθε φορά έτοιμη να δεχθεί, βοηθά προς αυτό το σκοπό. Κατά μία προσέγγιση είναι ο μόνος τρόπος: δεν τίθεται θέμα αν «η κότα έκανε το αυγό η το αυγό την κότα» δηλαδή, αλλά ότι «αν δεν σπάσεις αυγά, ομελέτα δεν κάνεις». Ιστορικά οι μεγάλες ρηξικέλευθες αλλαγές έγιναν με εντυπωσιακές συγκρούσεις. Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η προσέγγιση που λέει επειδή ένα queer άτομο δεν θα μπορέσει ποτέ π.χ. να βρει δουλειά σε μία εταιρία που συνδιαλέγεται με πελάτες γιατί δεν πληροί το απαιτούμενο status εμφάνισης, κάτι πρέπει να κάνει γι’ αυτό. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε κάποια στιγμή, ακόμα και στη χώρα μας, σε μία κατάσταση όπως ακριβώς συνέβη και με τους ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες: από τον πετροβολισμό, στην αποδοχή του γάμου τους, με παράλληλη συνύπαρξη πιο «διακριτικών» και άλλων πιο «προκλητικών-αγωνιστικών» ατόμων. Μέχρι να εμφανισθεί κάτι ακόμα πιο «ακραίο» για την εποχή και ν” αρχίσουμε να ασχολούμαστε με αυτό, πετροβολώντας το και πάλι από την αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ο Άρης Μπόττας βάζει στο μικροσκόπιό του μια επίκαιρη έννοια: την Συμπερίληψη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *