Αγγελική Καλλιάνου, μια συνέντευξη για το Θέατρο.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Μετά την μεγάλη επιτυχία της θεατρικής παράστασης Desperados από το Ελληνικό Θεατρικό Εργαστήρι, αναζητήσαμε την ηθοποιό που ενσάρκωσε τον δύσκολο ρόλο της «Στέλλας». Η συζήτηση με την Αγγελική Καλλιάνου σίγουρα δεν θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στα του θεάτρου. Ο ανοιχτός χαρακτήρας της, η ευκολία στην επικοινωνία και η μεταδοτική ζωντάνια της Αγγελικής μας κράτησαν το ενδιαφέρον σε μια συζήτηση που την μοιραζόμαστε μαζί σας.  

Συνέντευξη: Γιάννης Δήμας
Φωτογραφία: Newsville.be

________________

Αγγελική ας πιάσουμε από την αρχή τα πρώτα θεατρικά σου βήματα, πες μας δυο λόγια για το πως και πότε άρχισες να ανεβαίνεις στην σκηνή; Όταν άρχισα με τον μέντορα μου, τον Alex Shirer, στα γαλλικά , ήμουν έντεκα χρονών. Όταν μπήκα στους Ελληνικούς κύκλους, τους  θεατρόφιλους  στις Βρυξέλλες, ήμουν δεκατεσσάρων. Άρχισα με το Ελληνικό Θέατρο Βελγίου, με την παραγωγή του Πέτρου Σεβαστίκογλου, «H Αυλή των Θαυμάτων», του Ιάκ. Καμπανέλλη.  Ήταν η πρώτη ευκαιρία, μου έδωσε ρόλο θυμάμαι με διανομή μέσω ακροάσεων, δηλαδή όπως είναι στις Ελληνικές Θεατρικές ομάδες τώρα, αλλά που τότε ήταν  λιγότερες. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως έγινε, όλα άρχισαν μέσω του Αριστείδη Λαυρέντζου, που μου είπε «έλα μαζί μου έχει ακροάσεις». Πήγα πιτσιρίκι ψαρωμένη, τους είχα δει όλους και στις προηγούμενες παραστάσεις που είχαν παίξει- όπως στο «Μιας  Πεντάρας Νιάτα»  που είχε βγάλει απίστευτο γέλιο,- και πάω εκεί με την θέληση πραγματικά να παίξω.

Ο Αριστείδης Λαυρέντζος ήξερε όμως ότι προφανώς αγαπάς το θέατρο. Ήμασταν φίλοι και ξέρεις τώρα πως είμαστε εμείς οι Έλληνες μεταξύ μας!Νομίζω, με είχε δει στις παραστάσεις του Alex Shirer, στο Pré-Vert. Σχολή θεάτρου για μικρά παιδιά αλλά με παραγωγές που παίζανε και ενήλικες, και ουσιαστικά το κοινό μας ήταν από 7 χρονών έως 77 χρονών. Πήγαινες την Κυριακή και παρακολουθούσες θέατρο.

Θυμάσαι να μας πεις για την πρώτη σου θεατρική εμπειρία με ελληνικό θεατρικό σύλλογο; Ναι, πως να την ξεχάσω; 8-11 Απριλίου 1994. Ήταν εμπειρία για μένα, με τον Πέτρο  Σεβαστίκογλου, ο οποίος είναι ένα από τα άτομα που έχω χάσει αυτή τη στιγμή γιατί συνεχίζει την καριέρα του στην Ελλάδα. Τον είχαμε φέρει, τότε που είχαμε οικονομική δυνατότητα και ανέβασε αυτήν και μια ακόμα παράσταση  μετά από αυτήν, τον «Καραγκιόζη παρά λίγο Βεζίρη» του Σκούρτη. Μετά  από αυτό συνεργάστηκα με τον Βάσω Ανδρονίδη (2003) και τον Γιάννη Γαβρά. Με τον Γιάννη συνεχίζεται μέχρι σήμερα η συμμετοχή μου στις παραστάσεις που ανεβάζει με τον γαλλόφωνο θίασό του, το Y-Grec.

Μας ανέφερες πριν λίγο τον άνθρωπο που θεωρείς ως μέντορα σου στον κόσμο του θεάτρου. Είναι ο Alex Shirer, ο οποίος μας άφησε πέρυσι και ο οποίος είναι ο ιδρυτής του θεάτρου Pré-Vert με λογοπαίγνιο, με το όνομα του συγγραφέα Ζακ Πρεβέρ και το «Πράσινο Λιβάδι».  Ήταν Les Chantiers du Temps Libre στο σημερινό Cook and Book στο Roodebeek και είχε φτιάξει ένα θεατράκι 70 θέσεων, όπου εκεί έκανα τα πρώτα βήματα μου μετά από τη συμβουλή του δασκάλου μου στο σχολείο, κ. Noël Mathieu, που με ανέβασε στο σανίδι για πρώτη φορά στα πλαίσια μιας σχολικής παράστασης.  Έντεκα  χρονών  γράφτηκα στην σχολή του ουσιαστικά, έκανα νομίζω 3 χρόνια μαθήματα και πολύ σύντομα ενσωματώθηκα στην ομάδα της παραγωγής.  Παίζαμε, κάθε Σαββατοκύριακο ένα θεατρικό έργο το οποίο μπορούσε να πάει μέχρι και 32 παραστάσεις, παίζαμε μια σεζόν ολόκληρη.

Αφήνουμε το ενδιάμεσο διάστημα και φτάνουμε στο Θεατρικό Εργαστήρι να μας μιλήσεις λίγο για το πως έγινε η επαφή με την ομάδα του Τάσου Νυχά. Η πρώτη επαφή ήταν απλή, έστειλα ένα e-mail στον Τάσο  Νυχά, λέγοντας του «Τάσο θέλω να παίξω στο θέατρο», «ε,παίξε μαζί μου!». Ο Ερωτόκριτος ήταν η πρώτη μου παράσταση μαζι του, και κάναμε τις πρόβες στο περίφημο γκαράζ του. Ο Τάσος έχει αυτό το καλό, ότι θέλει να τους έχει όλους ευχαριστημένους. Όταν έρχονται 25 άτομα  θίασος και σου λένε «θέλουμε να παίξουμε όλοι μας και θέλουμε έναν ρόλο όχι και πολύ μεγάλο για να μπορώ να μάθω τα λόγια αλλά και αβανταδόρικο για να με δουν οι δικοί μου», κάθεται και σου διασκευάζει, σου βρίσκει κείμενα όπως το πολύ δύσκολο κείμενο του Ερωτόκριτου (γιατί ήταν τότε σε αυτήν την κρητική διάλεκτο) και δίνει -μαζί με την Γεωργία – πάρα πολύ από τον εαυτό του για να κάνουμε τις πρόβες, να μπαίνει, να βγαίνει κόσμος γιατί δεν ήταν εύκολο να μας έχει πάντα και τους 25 μαζί.

Πως πήγε η πρώτη αυτή παράσταση; Αυτού του τύπου οι παραστάσεις δένουν ουσιαστικά  όταν μπουν στο θέατρο γιατί για να ιδωθούμε και οι 25 μόνο στο θέατρο χωράμε, στο γκαράζ δε χωράμε, μας φέρνει ο σκηνοθέτης γκρουπάκια-γκρουπάκια. Τότε με τον Ερωτόκριτο επειδή εμείς οι αυλικοί είχαμε ένα κομμάτι στο οποίο διαδραματίζαμε αυτό που συνέβη off stage (τις σκηνές της μάχης δε μπορείς να τις δείξεις), είχε προσλάβει ο Τάσος τον Jimmy Araujo Torton, έναν Βολιβιανό-Φλαμανδό, απίστευτος τύπος, και μας είχε χορογραφήσει. Ο Jimmy δεν μίλαγε ελληνικά, άρα δεν έκανε σκηνοθεσία, μας χορογράφησε όμως και μας έδωσε ρυθμό.  Για μένα αυτό ήταν κάτι λίγο πέρα απ’ το γεγονός ότι απλά περνούσαμε πάρα πολύ ωραία με την ομάδα! Με τα κρασάκια μας μετά τις πρόβες και τον χαβαλέ μας και τις πλακίτσες  και τα «οι ακρωάσεις θα γίνονται μόνο στο Παρίσι». Για εμένα που ήρθα από μια δραματική σχολή στο Παρίσι η σχέση με το σώμα και την κίνηση  γενικότερα είχε  πάρα πολύ σημασία γιατί δεν είναι μόνο λόγος το θέατρο, είναι και σκηνική παρουσία. 

Έχουνε περάσει αρκετά χρόνια από το πρώτο βήμα και από την πρώτη παράσταση με το Θεατρικό Εργαστήρι, έχεις περάσει από διάφορους ρόλους Βλέπεις τον εαυτό σου ως δραματικό ηθοποιό ή μπορείς πιο εύκολα να ενσαρκώσεις πιο ευχάριστους, πιο κωμικούς, ελαφρύς ρόλους; Τι σε ευχαριστεί πιο πολύ; Είναι πιο δύσκολο να κάνεις κάποιον να γελάσει, αυτή είναι η πραγματικότητα, όχι να γελάσει «χαχαχα», να ξεκαρδιστεί. Η κωμωδία χωρίς να το απλοποιούμε είναι πιο δύσκολη από το να συγκινήσεις κάποιον. Ουσιαστικά  όταν είσαι αληθινός με τον εαυτό σου την ώρα που λες μερικά πράγματα, εάν ο άλλος εκείνη την στιγμή είναι έτοιμος να ακούσει, συγκινείται. Προτιμώ να διασκεδάζω τον κόσμο, αυτή είναι η αλήθεια, αλλά με το Desperados συνειδητοποίησα και το πόσο με πάθιασε να προβληματίζω το κοινό.

Ήμασταν τυχεροί γιατί παρακολουθήσαμε το έργο στην πρόβα τζενεράλε και ομολογώ πως ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Να μας πεις δυο λόγια για το πως πήγε το έργο στις τρείς παραστάσεις, για σένα πιο πολύ, για τον δικό σου ρόλο. Οι παραστάσεις πήγανε όλο και καλύτερα, γιατί νομίζω ότι «μπαίναμε» στους ρόλους κάθε βράδυ λίγο και πιο πολύ. Με την απήχηση που είχε στον κόσμο κάθε βράδυ, μετά από κάθε παράσταση, επιβεβαιώναμε  μερικές ανησυχίες που ίσως είχαμε, ίσως όχι, και το βγάζαμε, το πολλαπλασιάζαμε. Τώρα σαν εξέλιξη σε προσωπικό επίπεδο, δεν ξέρω εσύ στην πρόβα τζενεράλε είδες ίσως πολύ ένταση, πολύ…

Μα και ο ρόλος της Στέλλας ήταν καμωμένος για ένταση.  Όσο πήγαν οι παραστάσεις και  μέσα στην  ένταση του ρόλου φώναζα λιγότερο αλλά ουσιαστικά και με περισσότερη ένταση, χρησιμοποιούσα λιγότερο τις φωνητικές μου χορδές, το οποίο για μένα ήταν πάρα πολύ καλό (γέλια), γιατί κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται κανείς να φωνάζει όταν θέλει να είναι κοφτερός..

Η καλύτερη παράσταση για σένα από τις τρεις; Παίξαμε μόνο τρείς φορές.  Η κάθε μία για μένα είχε το δικό της μικρό «must». Το βράδυ της πρεμιέρας ήταν ασυζητητί η πρώτη φορά που είχα feedback, ειδικά στον μονόλογο, που για μένα αυτή ήταν η σκηνή κλειδί. Γιατί μέχρι εκείνη την στιγμή της παράστασης είχα την αναμονή αυτής της σκηνής. Άπαξ και παίχτηκε αυτή η σκηνή μετά ήμουν σε φάση I am enjoying myself, «παίρνω τώρα δεν δίνω». Το βράδυ της πρεμιέρας λοιπόν ήταν το βράδυ που είχα την πρώτη επαφή ουσιαστικά με το κοινό και για μένα θα παραμείνει ένα κομμάτι πολύ ειδικό. Το δεύτερο βράδυ, του Σαββάτου, ήταν το βράδυ που είχα στην ουσία στο κοινό όλους τους δικούς μου ανθρώπους, την μητέρα μου, τον πατέρα μου, την αδερφή μου απ’ το Λονδίνο, όλους μου τους κολλητούς, δηλαδή ουσιαστικά είχα κερκίδα δικιά μου. Δεν μπορείς να βγεις από εκεί ανέπαφος, γιατί ουσιαστικά είχα δώσει πάρα πολλά ομολογώ, ίσως γιατί ήξερα σε ποιον τα δίνω. Και το βράδυ της τελευταίας παράστασης είναι αυτό που σου είπα πριν, ήρθε ο Τάσος Νυχάς στα παρασκήνια και μου είπε, «σήμερα το βράδυ ήσουν η Στέλλα».

Η επιβράβευση. Η κάθε παράσταση ήταν για μένα πραγματικά από τις πιο δυνατές θεατρικές εμπειρίες που είχα ποτέ μου μέχρι τώρα.  Έχω 22 χρόνια που παίζω στο θέατρο, έχω παίξει ρόλους και της μιας ατάκας, έχω παίξει και ρόλους που ήμουν επί σκηνής συνέχεια. Δεν είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει αυτό, αλλά την Στέλλα ίσως και μέσω των συγκυριών που συζητήσαμε και πριν, την αγάπησα. Είναι ένα από αυτά τα κορίτσια που τραβάει λούκια και την νιώθω, την ένιωσα. 

Κάνουμε μια παύση πριν ξαναγυρίσουμε στα θεατρικά και στην ομογένεια εδώ στο Βέλγιο-Βρυξέλλες, παίρνεις μια αναπνοή και στο άκουσμα κάποιου ονόματος, κάποιας λέξης,  μας λες με κλειστά μάτια τι αισθάνεσαι. Θα αρχίσω με κάτι πολύ προβλέψιμο για σένα:

Σταύρος Αβδούλος. Η αγάπη μου! (γέλια) Είναι παλικάρι! Θα μπορούσε κανείς να πει, καταρχάς, είναι γαύρος, δεν μπορείς να μην αγαπάς έναν γαύρο! Είναι από τα πρώτα πρόσωπα του θιάσου του Τάσου Νυχά  με τα οποία δέθηκα σε άλλο επίπεδο, πέραν της θεατρικής ατάκας. Δεν ξέρω.  Ίσως επειδή έχουμε μεγαλώσει μέσα στα ίδια πλαίσια,  μεγαλώσαμε και οι δυο μακριά από την πατρίδα μας. 

Τάσος Νυχάς. Και άλλο άτομο που αγαπάω. Ο Τάσος είναι πραγματικά το αντικατάστατο του Alex Shirer στη ζωή μου. Χωρίς αυτό να θέλει να αφαιρέσει καθόλου απ’ το έργο του Alex Shirer  που μου έδωσε πάρα πολλά στα πρώτα μου βήματα. Ξέρω ότι ο Τάσος έχει ένα άγρυπνο μάτι πάνω μου, ξέρω ότι νοιάζεται, και βέβαια έχει απίστευτη θεατρική παιδεία.

Ναύπλιο. Αχχ πότε θα έρθεις; (γέλια) Η πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας ίσως. Τι να πω για το Ναύπλιο; Πήγα στη Σεβίλλη, το Ναύπλιο μου θύμισε, πήγα στο Μοναστήρι, το Ναύπλιο μου θύμιζε, όλα μου θυμίζουν το Ναύπλιο. Κάπου μεταξύ στο Μπούρτζι, και κάπου μεταξύ στα σοκάκια, κάπου μεταξύ στο χωριό μου που είναι 24 χιλιόμετρα μακριά απ’ έξω.  Είναι το σπίτι μου.

Το Wahis τένις κλαμπ ; Το τένις κλαμπ θα ήθελα να είναι ένα μέρος, που να μπορώ να γυρίσω χωρίς να φοβάμαι να μη χτυπήσω (γέλια). Το έχω απωθημένο αυτό το πράγμα, εάν μπορούσε κάποιος να με ξαναγεννήσει και να με ξανακάνει φτου και από την αρχή θα ήθελα να μου βάλει μια ρακέτα στο χέρι στην ηλικία των τριών, εάν γινόταν.

Μάρκος Φιλλιπούσης. Εάν είναι ακόμη ανύπαντρος τον περιμένω (γέλια). Μου άρεσε πάρα πολύ, τον ανακάλυψα στην ηλικία των 20 τον Mark Philippoussis. Ήταν τότε που μπαινόβγαινε πάρα πολύ στο Rolland Garros, είχε παίξει τότε και τον πεντάωρο αγώνα-μαραθώνιο του πρώτου γύρου με τον Pit Sampras στον τελευταίο του αγώνα στο Roland Garros. Ο άνθρωπος αυτός, χωρίς να ξέρω τότε ότι θα μου συμβούν όλα αυτά – δεν ήξερα ότι θα στραμπουλίξω το πόδι μου, ότι θα μείνω κάποια στιγμή με πατερίτσες – είχε μόλις βγει από μια επέμβαση στο γόνατο που του είχανε πει ότι δεν θα ξαναπερπατήσει και αυτός πήγε και έπαιξε τελικό στο Wimbledon. Αυτή η δύναμη εμένα με εμψυχώνει, και πέρα απ΄ το γεγονός ότι είναι κούκλος… Ξέρεις έχει τον Μ. Αλέξανδρο τατού στο χέρι του που έκανε τα σερβίς (γέλια)…

Θεόδωρος  Καλλιάνος.
Αχ ωραία, ο μπαμπάς μου, δεν γίνεται να γίνουμε συναισθηματικοί, είπαμε ελαφριά συνέντευξη! Βασικά είναι από την μία ο Άνθρωπος, ο Θεόδωρος Καλλιάνος και από την άλλη είναι ο Πατέρας μου ο Θεόδωρος Καλλιάνος. Ο άνθρωπος  Θεόδωρος Καλλιάνος, είναι για μένα ένας από τους πιο σημαντικούς  ανθρώπους, και δεν το λέω αυτό επειδή είναι ο πατέρας μου. Γι’ αυτό θέλω να τα διαχωρίσω τα δύο, γιατί ο ένας είναι ο μπαμπάς μου που με νοιάζεται και με έχει όπως με έχει και ο άλλος είναι ο άνθρωπος που έχει κάνει μια απίστευτη καριέρα για την Ελλάδα στις Βρυξέλλες χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει. Τώρα πρόσφατα με την παρουσίαση του βιβλίου του που έγινε στο Ναύπλιο, είδα πόσος κόσμος από την πολιτική σκηνή και μη, μαζεύτηκε για να τον τιμήσει, συνειδητοποίησα το ρόλο κλειδί που έχει παίξει για την  χώρα μας,πάντα μέσα στα ευπωπαϊκά κοινοτικά πλαίσια. 

Gilda. Μπουλίτσα! Είναι το σκυλάκι μου, βγαίνει  από το «Petite Boule» και επειδή δεν μπορείς να λες στα Ελληνικά «μπουλ», λες μπουλίτσα.

Αθήνα. Είναι το κέντρο του κόσμου.

Γνωρίζω την αγάπη σου για τον κινηματογράφο. Έχεις χρόνο και για αυτό; Έχω έναν καημό, δεν ασχολούμαι όσο θα ήθελα, είμαι μόνο από την πλευρά του σινεφίλ, την συνεφιλική πλευρά. Όταν πήγα στις Κάννες το 2003, ένιωσα να μου λείπει κάτι, γιατί ήμουν σε έναν χώρο όπου μέσα στο τετραγωνικό χιλιόμετρο στο οποίο βρισκόμουνα ήταν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους θα ήθελα να συνεργαστώ, και δεν μπορούσα να τους πλησιάσω, γιατί υπήρχαν παντού σωματοφύλακες!

Αγαπημένο κινηματογραφικό έργο;  Αυτό που μου άρεσε φέτος  πάρα πολύ ήταν το Polisse της Maïwenn. Αλλά εάν πρέπει να πω ένα έργο, είναι αυτό που με έκανε να γράψω 100 σελίδες πτυχιακής στο ULB, το Citizen Kane του Orson Wells. Αυτό είναι για μένα, η Ταινία!

Ηθοποιός που ξεχωρίζεις; Αυτή τη στιγμή επειδή έχω μεγάλη λαχτάρα να πάω να δω να παίζει τον Ριχάρδο τον Γ’, ο Kevin Spacey.

Ένα ταξίδι που θα ήθελες να πας, ένας αγαπημένος προορισμός να επισκεφτείς. Θα ήθελα να ξαναπάω οπωσδήποτε στη Ν. Υόρκη και εάν γίνεται όσο παίζει ο Kevin Spacey τον Ριχάρδο τον Γ’! (γέλια)  Ένα ταξίδι ζωής που θέλω να κάνω οπωσδήποτε, γιατί συνειδητοποιώ ότι τα χιλιόμετρα δεν μπορώ να τα κάνω πάνω από δυο φορές, είναι με προορισμό την Αυστραλία. Να δω down under τι γίνεται εκεί και γενικότερα νομίζω ότι υπάρχει έντονο και το στοιχείο της Ελληνικής ομογένειας.

Αγαπημένο φαγητό, έχεις καλή σχέση με το φαγητό; Χμμμ, Love and Hate.

Θα μας πεις ένα αγαπημένο σου φαγητό και εάν μαγειρεύεις; Λοιπόν ξέρω να φτιάχνω πολύ καλές κρέπες, (γέλια) και ο μουσακάς μου όσες φορές τον έχω φτιάξει στην ζωή μου 5-6 φορές, έχει φαγωθεί μέχρι και το τελευταίο κομμάτι. Έχω ένα μικρό πάθος με το Κινέζικο, μου αρέσει πάρα πολύ το γλυκόξινο, οι ανανάδες.

Τι ζώδιο είσαι; Σε ρωτάω γιατί θα μας πεις και την ημερομηνία γέννησης. 27 Δεκέμβρη, Αιγόκερος. Με βάλανε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στην Γερμανία τότε το 1978 είχε χιονίσει πάρα πολύ, και όσοι ήρθανε να με δούνε είχανε κάτι μπότες μέχρι πάνω. Δεν κάνω πλάκα. Ήταν ένας τουρίστας Γερμανός στην Ελλάδα και του έλεγα «γεννήθηκα εκείνο τον χειμώνα που έκανε πάρα πολύ κρύο», και μου λέει «τον χειμώνα του 78;». Ξέρεις το θυμούνται όλοι, είχε ρίξει μέσα σε ένα βράδυ απίστευτο χιόνι.

Από τότε μέχρι σήμερα και ιδίως μετά την ενηλικίωση σου θα έχεις βάλει κάποιες υπογραφές, θα μας πεις δυο για τις οποίες έχεις μετανιώσει. Η πρώτη ήταν με το περιοδικό Faces και η δεύτερη ήταν στο συμβόλαιο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (γέλια). Και αυτό που σου είπα πριν την συνέντευξη δεν είναι αλήθεια γιατί δεν μετανιώνω γι’ αυτά που κάνω. Καμία φορά αναθεωρώ και λέω τι θα μπορούσα να είχα κάνει , αλλά ότι έχω κάνει νομίζω το αποδέχομαι σαν μέρος αυτού που είμαι σήμερα. Π.χ. εάν δεν είχα στραμπουλίξει το πόδι μου, δεν θα είχες την ίδια Αγγελική να την ρωτάς αυτά που συζητάμε σήμερα. Οι τέσσερις μήνες με τις πατερίτσες μου δώσανε κάποια φιλοσοφία ζωής και γι’ αυτό το στραμπούληγμα είμαι ευγνώμων. Για όσες υπογραφές έχω βάλει στη ζωή μου είμαι ευγνώμων γιατί μου δίνουν τελικά την ευκαιρία να είμαι αυτό που είμαι σήμερα, το οποίο δεν νομίζω να είναι και τόσο φάουλ τελικά.

Οι ελληνικές θεατρικές σκηνές στο Βέλγιο έχουν οι καθεμία το δικό τους ξεχωριστό κοινό. Θα μπορέσει κάποτε αυτό το κοινό να ομοιογενοποιηθεί έτσι ώστε να παρακολουθούν όλοι όλους; Για να ενωθεί το κοινό των διαφόρων ομογενειακών θεατρικών σκηνών που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στις Βρυξέλλες θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβει και το κοινό ότι όταν πάει να δει τον έναν δεν βλέπει τον άλλον. Άπαξ και το συνειδητοποιήσει αυτό θα σταματήσει να λέει «ε πήγα μωρέ και τους είδα πριν δυο μήνες». Δεν είναι το ίδιο άτομο, δεν είναι η ίδια προσπάθεια. Δεν είναι καθόλου η ίδια συνταγή. Όλοι οι Ελληνικοί Θίασοι στις Βρυξέλλες προσφέρουμε ένα ρεπερτόριο, παίζουμε Έλληνες συγγραφείς ή μεταφράζουμε τους ξένους στην Ελληνική γλώσσα. Ο Έλληνας που ζει εδώ, ή ακόμη και περαστικός για λίγο να είναι πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να έρχεται να βλέπει και τον έναν και τον άλλο θίασο, χωρίς να νιώθει ότι απλά έχει κάνει μια καλή πράξη. 

Έχεις το προνόμιο του να είσαι δίγλωσση και έτσι να παίζεις με την ίδια ευκολία και στα ελληνικά και στα γαλλικά. Ποια είναι η πιο εκφραστική γλώσσα πάνω στη σκηνή για εσένα; Η Ελληνική, βγάζεις αδιαμφισβήτητα  πιο ψυχή εάν και με δυσκολεύει  πάρα πολύ το λεξιλόγιο, γιατί όλες οι λέξεις, δεν είναι λέξεις που τις έχω συνηθίσει στην καθημερινότητα. Όταν τις έχει γράψει ο συγγραφέας προφανώς είναι «ψαγμένες» λέξεις και εγώ στο λεξιλόγιο μου δεν είναι ότι μιλάω μόνο με «ναι» ή «όχι» και «μπορεί» και «μακάρι», αλλά όσο να’ ναι σπούδασα στο Λονδίνο με Έλληνες που μου μάθανε λέξεις πιο άμεσες (γέλια). Στα Ελληνικά έχει αποδειχθεί ότι έχω ένα μικρό πρόβλημα απομνημόνευσης.

Απλά προτιμάς την ελληνική γλώσσα πάνω στην σκηνή; Τα Γαλλικά είναι η μητρική μου γλώσσα, πάνε με τη λογική, όταν μιλάω με την καρδιά μου, είναι στα Ελληνικά.

Παρόλα’ αυτά  το επόμενο έργο που ετοιμάζεται με τον Γιάννη Γαβρά είναι στα Γαλλικά, πες μας γι ’αυτό. Είναι το «L'Hôtel du Libre-Échange» του George Feydeau, μια κωμωδία, άρα δύσκολο, γιατί είπαμε η κωμωδία θέλει ρυθμό και τον άλλον δεν μπορείς να τον κάνεις να ψευτογελάσει, τον κάνεις είτε να γελάει ή δεν γελάει. Είναι 19ος αιώνας, Παρίσι, είναι 1000 μίλια μακριά από την «Στέλλα» και απ’ ότι έκανα στο Desperados. Άρα αυτή την στιγμή είμαι σε μια μεταβατική φάση που πρέπει να απαλλαχτώ από πράγματα. Καταρχάς  είμαι και πιο ηλικιωμένη, είμαι 45 χρονών περίπου. Σχετικά με την γλώσσα έχω την τύχη να έχω δυο μητρικές γλώσσες , αλλά στα Γαλλικά έχω μάθει ότι έχω μάθει, από ακαδημαϊκή άποψη, στα γαλλικά έχω σπουδάσει θέατρο καθώς και η σχολή του Alex Shirer, στα γαλλικά μας εκπαίδευε. Βασικά έχω αποκτήσει και ένα μικρό πρόβλημα γιατί, στα ελληνικά δε βάζω τη φωνή μου, τις φωνητικές μου χορδές δεν τις χρησιμοποιώ όπως θα έπρεπε, ενώ στα γαλλικά, προσαρμόζομαι καλύτερα, οι τεχνικές που έχω μάθει για να μπορώ να αντεπεξέλθω είναι στα γαλλικά ουσιαστικά.

Η σχέση σου με τον Γιάννη Γαβρά; Εξαιρετική, ο Γαβράς με ξέρει από πολύ μικρή, είναι φίλος του πατέρα μου. Νομίζω έκανα όπως είναι αυτές οι Starlet, που κυνηγάνε τον σκηνοθέτη και κάνουν πόζες για να τις δει. Με τον Γιάννη είχα αυτό, το  «πότε θα με δει», «πότε θα με πάρει», «πότε θα με παίξει», και ένας λόγος που πήγα και έπαιξα στον Νυχά, είναι που δεν με έπαιξε ο Γαβράς σε μια παράσταση (γέλια). Έχω δει όλες σχεδόν τις παραστάσεις του όσο ήμουν εδώ τουλάχιστον στις Βρυξέλλες, όπου και τον θεωρώ έναν πάρα πολύ καλό σκηνοθέτη, με άποψη, με το δικό του στυλ. Έχει πραγματικά απίστευτο χιούμορ. Καμιά φορά για μένα είναι δύσκολο στις πρόβες, γιατί γελάω με αυτό που μου έχει προτείνει να κάνω. Το κάνω γιατί πρέπει, αλλά μέχρι να το περάσω στο «σύστημα» και να μη γελάω πια με αυτό που κάνω η ίδια, θα χρειαστούν 2-3 πρόβες. Γι ’αυτό λένε η κωμωδία είναι δύσκολο πράγμα γιατί πρέπει να κάνεις τον άλλον να γελάει, χωρίς να γελάς ο ίδιος.

   

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Αγγελική Καλλιάνου, μια συνέντευξη για το Θέατρο."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *