Δύο αδέρφια και οι τρεις πιο διάσημες γραμμές της ιστορίας

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Σαν σήμερα το 1945 γίνεται η κηδεία του Κρίστοφ Ντάσλερ στην πόλη Χέρτσογκεναουραχ της Γερμανίας, στο κομμάτι που σε λίγο θα γινόταν Δυτική Γερμανία – και κάπου είκοσι χιλιόμετρα μακριά θα ξεκινούσε σε λίγους μήνες η ιστορική δίκη της Νυρεμβέργης. Το μικρότερο και το δεύτερο μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του Κρίστοφ και της Πολίν Ντάσλερ δεν μιλιούνται. Ο γεννημένος στις 26/3/1898 Ρούντολφ και ο γεννημένος στις 3/11/1900 Άντολφ, δηλαδή. Σχεδόν δεν έχουν καμία σχέση. Ή όποια σχέση έχουν είναι εχθρική. «Και τι με νοιάζει εμένα», θα μου πεις «οι πρώτοι είναι ή οι τελευταίοι;» Ναι, αλλά αυτοί δεν είναι και τίποτα τελευταίοι. «Ε και; Λες και τους ξέρω». Πάμε να δούμε πώς τους ξέρεις… Σε μια ανάρτηση που θα μπορούσε, άνετα, να έχει και χορηγό…

Αν είχαμε χορηγό σε αυτή την ανάρτηση δεν θα μπορούσε να είναι η κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της περιοχής των Ντάσλερ. Εκτός κι αν είμασταν στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε δηλαδή που η εταιρεία ανθούσε ακόμη. Απόδειξη ότι πολλά μέλη του γενεαλογικού δέντρου του Κρίστοφ και της Πολίνας ασκούσαν επαγγέλματα σχετικά με την κλωστοϋφαντουργία και την βαφή υφασμάτων. Ο Κρίστοφ, ο οποίος ασχολούνταν με εμπορικές δραστηριότητες του κλάδου, ήταν από τους τελευταίους που άντεξαν την κατάρρευση της τοπικής κλωστοϋφαντουργίας. Όμως τελικά χρειάστηκε να πιάσει κι αυτός βελόνα και κλωστή. Κυρίως σπάγκο όμως. Και φαρτσέτες και λούστρους. Και καλαπόδια. Για να γίνει τσαγκάρης. Τουλάχιστον 112 υποδηματοποιούς θα είχε το 1922 το Χέρτσογκεναουραχ. Τεράστιο, αναλογικά, νούμερο για τους λιγότερους από 3500 κατοίκους του. Η υποδηματοποιία είχε δώσει τη λύση σε πολλούς από αυτούς που είχαν (αναγκαστικά) εγκαταλείψει την κλωστοϋφαντουργία. Όπως και ο Κρίστοφ. Ο οποίος εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε παντόφλες. Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους η Πολίνα είχε φτιάξει ένα πλυσταριό. Τη βοηθούσε σε αυτό και η μοναχοκόρη της, η Μαρί (που είχε γεννηθεί το 1894) και ο Ρούντολφ και ο Άντολφ, μαζί με τον μεγάλο τους αδερφό, τον Φριτς (που είχε γεννηθεί το 1892). Τα τρία αγόρια εργάζονταν στην παράδοση των πλυμένων ρούχων σε όλη την πόλη, στην οποία όλοι τα ήξεραν ως «τα αγόρια του πλυσταριού».

Ο Ρούντολφ (αριστερά) και ο Άντι Ντάσλερ

Ο Ρούντολφ (αριστερά) και ο Άντι Ντάσλερ

Έπρεπε να κλείσει τον τρίτο χρόνο της ζωής του ο Ρούντολφ Ντάσλερ για να αρχίσει να λέει κάτι άλλο εκτός από διάφορα «μπ». Κάπως έτσι προέκυψε να τον φωνάζουν Μπόμπι. Ο (πρώτος παγκόσμιος) πόλεμος τον έκανε να μεγαλώσει γρήγορα. Πριν να κλείσει τα 16 στρατολογήθηκε στον γερμανικό στρατό, όπως και ο Φριτς. Ο Άντολφ, που τον φωνάζαν Άντι, ήταν αρκετά μικρός για να τη γλυτώσει. Και από την αρτοποιία ήθελε να γλυτώσει. Αν και ολοκλήρωσε την τυπική εκπαίδευση για να γίνει φούρναρης, το επάγγελμα αυτό δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ξεκίνησε να μαθαίνει τα μυστικά της υποδηματοποιίας από τον πατέρα του. Ο ελεύθερος χρόνος του ήταν γεμάτος από αθλητικές δραστηριότητες. Αυτός κι ο φίλος του ο Φριτς, ο γιος ενός σιδηρουργού, έτρεχαν σε ένα σωρό αθλήματα. Όχι για να τα παρακολουθήσουν, αλλά για να συμμετάσχουν. Σε στάδια για τρέξιμο, ακοντισμό, δισκοβολία και άλλα. Σε γήπεδα για ποδόσφαιρο. Σε ρινγκ για πυγμαχία. Σε παγοδρόμια για χόκεϊ. Σε χιονισμένες πλαγιές για άλματα με σκι. Τα «στάδια», τα «γήπεδα», τα «ρινγκ» και τα «παγοδρόμια» συνήθως ήταν αυτοσχέδια. Αυτοσχέδιες ήταν και κάποιες κατασκευές που ο Άντι χρησιμοποιούσε για τα αθλήματά του, όπως τα ξύλινα ακόντια του ή τα ξύλινα μπαστούνια για το σκι. Αυτοσχέδια ήταν και τα παπούτσια που σχηματιζόταν στο μυαλό του για τα διαφορετικά μοντέλα που θα μπορούσαν να κατασκευάζονται ανά άθλημα…

ο Ρούντολφ Ντάσλερ

ο Ρούντολφ Ντάσλερ

Τον Ιούνιο του 1918 ο Άντολφ έπαψε να θεωρείται μικρός για πόλεμο. Στρατολογήθηκε κι αυτός. Ο πόλεμος μπορεί να τελείωσε για τους Γερμανούς (με την «άνευ όρων» συνθηκολόγησή τους) πριν περάσουν έξι μήνες από την στρατολόγησή του, όμως τον κράτησαν στο στρατό για έναν ακόμη χρόνο. Ποιος είπε ότι υπήρξε ποτέ πόλεμος που τελείωσε με την λήξη του; Άσε που κάποιες φορές στη λήξη ενός πολέμου – στους όρους, τις συμφωνίες και τις συνθήκες του – γεννιέται και ο επόμενος. Όταν, τον Οκτώβριο του 1919, ο Άντι γύρισε από το στρατό δεν βρήκε τον Ρούντολφ να δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο με τις παντόφλες με τον πατέρα του, όπου είχε πάει για λίγο καιρό πριν φύγει για το μέτωπο. Οι πωλήσεις είχαν πλέον μειωθεί, άρα και οι θέσεις εργασίας. Ο Ρούντολφ είχε πάει σε ένα εργοστάσιο με πορσελάνες και μετά σε μια επιχείρηση δερμάτων στη Νυρεμβέργη. Ούτε και το πλυντήριο της μαμάς του βρήκε ο Άντι όταν γύρισε από το στρατό. Το είχε πάρει μαζί της η οικονομική καταστροφή του πολέμου. «Κάθε κρίση κρύβει και μια ευκαιρία», δε λένε; Για τον Άντι ίσχυσε. Το πλυσταριό έγινε τσαγκάρικο κι εκείνος έβαλε μπρος να υλοποιεί τα σχέδια του για τα πατούμενα. «Κάθε αρχή και δύσκολη», δε λένε; Λένε όμως και «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε»…

Ο Άντι Ντάσλερ λοιπόν επέμενε με την τέχνη του τσαγκάρη. Κι ο μπαμπάς του επέμενε να τον στηρίζει, όσο τον έβλεπε να δουλεύει ακούραστα κι αγόγγυστα. Και η οικογένεια του φίλου του τού Φριτς, το ίδιο. Με όλη αυτή την υποστήριξη και με το όραμά του να τον οδηγεί φτάσαμε το 1924 στο «Εργοστάσιο Παπουτσιών Αδελφών Ντάσλερ» (“Gebrüder Dassler Schuhfabrik”). Την τέχνη την είχε μάθει από παλιά και ο Ρούντολφ – άσε που το καπέλο του τσαγκάρη του πήγαινε (ιδιοσυγκρασιακά) περισσότερο από το πηλήκιο του αστυνομικού που είχε, επίσης, σκεφτεί να φορέσει μετά τον πόλεμο. Και είχε κάνει και τα ανάλογα μαθήματα. Ο Άντι έβγαινε, τότε, στην ύπαιθρο για να μετατρέψει σε χρήσιμο υλικό οτιδήποτε από τα συντρίμμια χωρούσε η πλούσια φαντασία του – τα στρατιωτικά κράνη παρείχαν δέρμα για τα παπούτσια, τα κομμάτια των αλεξίπτωτων μετάξι για τις παντόφλες. Οι διάφοροι πειραματισμοί του με υλικά και δέρματα άνοιγαν όλο και περισσότερους νέους ορίζοντες και η ευρεσιτεχνία του ανέβαινε συνεχώς επίπεδα. Ήταν από τους πρώτους που έφτιαξαν παπούτσια με τάπες και παπούτσια με σφυρήλατα καρφιά, από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν διάφορα είδη δερμάτων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1928 ήταν οι πρώτοι που τόσοι αθλητές φόρεσαν εξειδικευμένα παπούτσια. Πολλοί τα είχαν πάρει από τους αδερφούς Ντάσλερ. Ακόμη περισσότεροι το 1932, στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Και ύστερα ήρθε το 1933.

H οικία των Ντάσλερ, που μετατράπηκε στο Gebrüder Dassler Schufabrik / φώτο Αρχείου

H οικία των Ντάσλερ, που μετατράπηκε στο Gebrüder Dassler Schufabrik / φώτο Αρχείου

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι διχαστικοί και εθνικιστικοί σπόροι που άφησε στην Ευρώπη το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισαν να καρπίζουν επικίνδυνα. Το όνομα των καρπών τους ήταν «ναζί». Το Σεπτέμβριο του 1930 ήταν δεύτερο κόμμα στη Γερμανία. Ο δρόμος είχε ανοίξει. Στις αρχές του 1933 η εξουσία ήταν δική τους. Την πρωτομαγιά και οι τρεις αδερφοί Ντάσλερ ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος. Ο Άντι και ο Ρούντολφ έκλειναν τις επιστολές τους με το «χάιλ Χίτλερ». Με τους ανθρώπους του συνεργαζόταν από καιρό. Η ανωτερότητα της άριας φυλής έπρεπε να αποδειχθεί μέσα και από τον αθλητισμό. Κάποιος τρόπος (θα) βρέθηκε για να ξεπεραστεί ότι ο Τζέσε Όουενς κέρδισε τα τέσσερα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια μέσα στο στάδιο του Βερολίνου, τρέχοντας και πηδώντας με παπούτσια που του είχε προμηθεύσει προσωπικά ο Άντι. Γεγονός που βοήθησε δυο φορές τα παπούτσια των Ντάσλερ. Μια με την εκτίναξη των πωλήσεων μετά τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου – διακόσιες χιλιάδες ζευγάρια το χρόνο έφτασαν να πουλάνε πριν το ξεκίνημα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στο τέλος του ήρθε η δεύτερη φορά που το γεγονός ότι τα είχε φορέσει ο Όουενς βοήθησε τα παπούτσια των Ντάσλερ. Δεν τα βοήθησε απλώς. Τα έσωσε. Όταν τα αμερικανικά στρατεύματα έφτασαν στο Χέρτσογκεναουραχ και έμαθαν ότι το εργοστάσιο υποδημάτων που βρήκαν εκεί ήταν αυτό που τα προϊόντα του φορούσε ο τετράκις Χρυσός Ολυμπιονίκης του Βερολίνου, αποφάσισαν να αφήσουν το εργοστάσιο να λειτουργεί κανονικά και πολλοί από τους φαντάρους και τους αξιωματικούς τους έγιναν οι καλύτεροι πελάτες. Μέσα στα χρόνια του πολέμου αυτός μεταφέρθηκε και μέσα στο σπίτι των Ντάσλερ. Ιδίως ανάμεσα στον Άντι και τον Ρούντολφ που στα χρόνια του πολέμου στρατολογήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους στον γερμανικό στρατό.
Μέσα στον πόλεμο ζούσαν στο ίδιο σπίτι o Κρίστοφ, η Πολίν, o Ρούντολφ και ο Άντι με τις γυναίκες τους και πέντε συνολικά εγγόνια. Το κλίμα στην οικογένεια των Ντάσλερ έγινε από πολύ νωρίς πολύ βαρύ. Μάλλον περισσότερο απ’ όλα το βάραινε η άρνηση του Άντι να πάρει τους δυο γιους της αδερφής τους Μαρίας να δουλέψουν στο εργοστάσιο που, αρχικά, λειτουργούσε κατά ένα μέρος για την παραγωγή στρατιωτικού υλικού και κατά ένα άλλο συνέχισε να είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής υποδημάτων. Η απόφαση – που πάρθηκε με το επιχείρημα ότι αρκετά οικογενειακά προβλήματα υπήρχαν ήδη στην εταιρεία – οδήγησε στη στρατολόγηση των νεαρών, όπως σχεδόν πάντα συνέβαινε με τους συνομηλίκους τους που δεν απασχολούνταν στις βιομηχανίες που επιτρεπόταν να λειτουργούν. Και όπως ήταν αρκετά πιθανό να συμβεί τα δυο παιδιά της Μαρίας δεν γύρισαν ποτέ από τον πόλεμο. Κοντά σ’ αυτό ακούγονταν ένα σωρό άλλες ιστορίες, όπως το ότι ο Ρούντολφ είχε κοιμηθεί με τη γυναίκα του Άντι ή ο ισχυρισμός του Άντολφ ότι ο Ρούντολφ έβαζε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης. Κάποιοι λένε μια άλλη ιστορία που λέει ότι ο Άντολφ δεν χρησιμοποιούσε τα καρφιά μόνο για τα παπούτσια των αθλητών του στίβου αλλά και για να καρφώσει τον αδερφό του. Μια άλλη ιστορία που τη λένε οι περισσότεροι είναι ότι μια νύχτα του 1943, κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από τους συμμάχους ο Ρούντολφ που βρισκόταν στο καταφύγιο με την οικογένεια του άκουσε τον Άντι που κατέβαινε με τη γυναίκα του να λέει «οι βρωμομπάσταρδοι επέστρεψαν πάλι». Ο Άντι έλεγε ότι το σχόλιο ήταν για τα συμμαχικά αεροσκάφη και τους πιλότους τους, όμως ο Ρούντολφ ήταν σίγουρος ότι πήγαινε στον ίδιο και την οικογένεια του.

Τα αδέρφια Ντάσλερ με τον υπουργό Αθλητισμού του Ράιχ, Josef Waitzer (το 1930) / φώτο Αρχείου

Τα αδέρφια Ντάσλερ με τον υπουργό Αθλητισμού του Ράιχ, Josef Waitzer (το 1930) / φώτο Αρχείου

Καθώς οι συγκρούσεις ανάμεσα στα δυο αδέρφια συνεχιζόταν, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν, ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων τους ήταν η αναμενόμενη εξέλιξη. Βάλε τώρα τα πρώτα γράμματα του επιθέτου τού Άντολφ Ντάσλερ δίπλα σε εκείνα του παρατσουκλιού του και θα δεις από που τον ξέρεις. Με τον Ρούντολφ είναι λίγο πιο δύσκολο. Διότι είναι λίγο δύσκολο να μαντέψεις ότι το «ρούντα» (“ruda”) που προκύπτει με την ίδια διαδικασία έγινε τελικά “puma”. Το δε Χέρτσογκεναουραχ έγινε «η πόλη των σκυμμένων σβέρκων», καθώς οι κάτοικοι περπατούσαν με σκυμμένο το κεφάλι για να βλέπουν τι μάρκα παπούτσια φορούσαν οι άλλοι. Λένε μάλιστα ότι συχνά οι επισκέπτες του Ρούντολφ φορούσαν adidas επειδή γνώριζαν ότι θα τους έστελνε στο υπόγειο να πάρουν ένα ζευγάρι puma καθώς δεν άντεχε να τους βλέπει να φορούν παπούτσια της μισητής εταιρείας του αδερφού του. Η κόντρα ανάμεσα στα αδέρφια μεγάλωσε ακόμη περισσότερο. Άλλωστε, είχε γίνει και επιχειρηματική. Κράτησε μέχρι το θάνατό τους. Στο νεκροταφείο του Χέρτσογκεναουραχ θάφτηκαν (το 1974 ο μεγαλύτερος και το 1978 ο μικρότερος) όσο πιο μακριά γινόταν ο ένας από τον άλλο. Έπρεπε να περάσουν δυο γενιές για να μετριαστούν τα πάθη. Ο Φρανκ Ντάσλερ, εγγονός του Ρούντολφ, δούλεψε και στις δυο επιχειρήσεις, κρέμασε μια πινακίδα έξω από το σπίτι στο οποία έζησαν μαζί τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους ο παππούς και ο αδερφός του παππού του και έδειξε το πρώην πλυσταριό απ’ όπου ξεκίνησαν τη διαδρομή τους η adidas και η puma. Εργαζόμενοι και των δύο εταιρειών στο Χέρτσογκεναουραχ συμμετείχαν σε έναν φιλικό αγώνα τον Σεπτέμβριο του 2009, την Παγκόσμια Ημέρα Ειρήνης του ΟΗΕ. Πώς να αισθανόταν άραγε ο Ρούντολφ και ο Άντολφ αν ζούσαν; Άραγε αυτό θα τους πείραζε περισσότερο ή το γεγονός ότι καμία από τις εταιρείες δεν ανήκει πλέον σε κάποιον απόγονο των Ντάσλερ;

Ο Άντι Ντάσλερ κρατά ένα από τα δημιουργήματά του

Ο Άντι Ντάσλερ κρατά ένα από τα δημιουργήματά του

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Δύο αδέρφια και οι τρεις πιο διάσημες γραμμές της ιστορίας"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *