Ο Βασίλης Οικονομίδης μιλά για την νέα του δημιουργία.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης του νέου του έργου με τίτλο «Tsunami», η Μαρία Γεωργίου συνδιαλέγεται με τον δημιουργό Βασίλη Οικονομίδη, κάνοντας μια απόπειρα να διεισδύσει μέσα από την δική του προσωπική ματιά στη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Συνέντευξη: Μαρία Γεωργίου
Φωτογραφία: Γιώργος Γαβανάς

________________

Πριν ακόμα προχωρήσουμε στις ερωτήσεις για την νέα καλλιτεχνική σας δημιουργία, μια ερώτηση για την πηγή έμπνευσης που δίνει την σπίθα για την υλοποίηση μιας ιδέας.
“Τρώγοντας έρχεται η όρεξη”.
Δεν νομίζω να υπάρχει μια και μοναδική πηγή έμπνευσης. Μολονότι πιστεύω ότι η ισχυρότερη σπίθα, αυτή που προσφέρει την μεγαλύτερη πιθανότητα να ανάψει φωτιά φωτίζοντας και θερμαίνοντας την εστία της δημιουργίας, είναι αυτή που γεννιέται μέσα από την επίμονη σύγκρουση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το ίδιο του το έργο. Ζούμε σ’ ένα κόσμο πνιγμένο μέσα σε μια τρικυμία πληροφοριών όπου οι περισσότεροι επιπλέουμε στα θολά και επιφανειακά νερά της ημιμάθειας. Δύσκολο να βρει κανείς την έμπνευση ή την ιδέα κι ακόμα πιο δύσκολο να βρει τα μέσα για να την υλοποιήσει

Στον δικό σας καλλιτεχνικό χώρο πως οριοθετείτε το πεδίο αναζήτησης της έμπνευσης;

Στο τομέα της τέχνης, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο τομέα, πρέπει να γνωρίζει κανείς, όσο καλύτερα μπορεί, τους κανόνες και τους παράγοντες που καθορίζουν τον χώρο του και την εποχή του. Μονάχα έτσι θα είναι ικανός να διακρίνει το συγκεκριμένο στοιχείο που θα τον εμπνεύσει, να κατανοήσει την αιτία και το νόημα αυτής της έμπνευσης και να νιώσει στα σπλάχνο του ότι η υλοποίησή της συγκεκριμένης ιδέας είναι αναγκαία για τον εαυτό του έχοντας ταυτόχρονα υπόψη του και το κοινό.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα πάντα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Η τέχνη είναι παντού και τα πάντα μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσα από τη τέχνη. Θέλει κατάλληλη προδιάθεση, ανοιχτό μυαλό και αποστασιοποιημένο βλέμμα απέναντι στο συμβάν, έτσι ώστε ο καλλιτέχνης να πιάσει το συγκεκριμένο νήμα που θα θεμελιώσει την προσωπική του φιλοσοφία και αισθητική, χαράζοντας ταυτόχρονα τον δρόμο και τον τρόπο για την υλο-ποίηση του έργου του :“the answer, my friend, is blowing in the wind, the answer is blowing in the wind”*

Το νέο έργο το οποίο είχαμε την χαρά να δούμε πριν την δημόσια έκθεση του,  είναι ένα τρίπτυχο μεγάλων διαστάσεων με θεματική ονομασία «Tsunami». Γιατί διαλέξατε να κινηθείτε σε ένα συναισθηματικά βίαιο τοπίο και να παρουσιάσετε ένα γεγονός που απεικονίζει καταστροφή;

Όπως ανέφερα παραπάνω, κάθε καινούριο έργο βασίζεται αναπόφευκτα στα προηγούμενα.. Τίποτα δεν είναι ξεκάρφωτο. Εάν και κάθε έργο στέκεται από μόνο του, ανήκει σε μια σειρά,  μια περίοδο. Η ομοιογένεια που προκύπτει από αυτό το γεγονός δεν είναι αναγκαία μόνο για την αναγνώριση του κοινού προς το καλλιτέχνη αλλά και για τον καλλιτέχνη προς την ίδια του την πορεία, το ίδιο του το έργο, στο οποίο θα πατήσει για να κάνει το επόμενο βήμα.
Από το 2008 ξεκίνησα  μια σειρά έργων που απεικονίζουν ερειπωμένα τοπία. Το τελευταίο έργο «Tsunami», δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της εξέλιξης της συγκεκριμένης σειράς. Η αιτία για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος όμως , αποτελείται από δυο κύρια στοιχεία τα οποία, μέσα από την προσωπική μου αντίληψη, συνδέονται, προκύπτοντας σε σχετικό παραλληλισμό. Όπως είχα αναφέρει και σε προηγούμενη συνέντευξη, « ο καθένας μας δεν είναι ξεκάρφωτος μέσα σε έναν αόριστο σύμπαν και ζει, κινείται, και υπάρχει μέσα σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο, μια συγκεκριμένη κοινωνία με τους κανόνες της και τους περιορισμούς της, με την ιστορία της και το παρόν της, η οποία μας διέπει και καθορίζει το βλέμμα και την σκέψη μας».
Έτσι κι εγώ, αντιδρώ ανάλογα στο σύνολο των πληροφοριών που δεχόμαστε, είτε αυτές με αφορούν άμεσα είτε όχι. Κάποια από αυτά τα γεγονότα με αγγίζουν περισσότερο από άλλα. Πιστεύω ότι τα πιο ενδιαφέροντα από αυτά είναι κατά κάποιο τρόπο φορτισμένα με την έννοια του «δράματος» και ότι πέρα από την επιφανειακή τους πραγματικότητα, κρύβεται ένα βαθύτερο νόημα  παγκόσμιας διάστασης. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν κρίσιμο πλεονέκτημα για την αξιο-ποίησή τους ως θέμα για την εικαστική προσέγγιση και τη δημιουργία. Στρέφομαι προς τα έξω λοιπόν και βλέπω καταστροφικά τοπία, πόλεμο, πείνα, φωτιά, πλημμύρες, κρίση και ανεργία, δικτατορία, επανάσταση, δολοφονίες, πυρηνική απειλή και τρομοκρατία, αυτοκαταστροφή και αδικία…. Μέσα σε όλα αυτά όμως κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα βαθιά ριζωμένη στη φύση μας. Δύο βασικά και πανίσχυρα στοιχεία που κουβαλάμε ίσως  στο γενετικό μας κώδικα, από το προϊστορικό μας παρελθόν. Εννοώ, την ικανότητα για δημιουργία και ταυτόχρονα την τάση  αυτό-καταστροφής.
Ο Freud πίστευε ότι κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορούν να συνυπάρχουν μέσα μας ταυτόχρονα το μίσος και η αγάπη για το ίδιο πρόσωπο, έτσι και η ζωή μας μπορεί να συνδυάσει την επιθυμία και λαχτάρα για επιβίωση με την αμφίθυμη επιθυμία και μανία της εξόντωσης μας.
Κατά τον Jung, ακόμα και η έκφραση μιας ύψιστης καλλιτεχνικής δημιουργίας, μιας μεγαλοφυούς έμπνευσης, μπορεί να κρύβει την πορεία μιας υπόγειας αυτό-καταστροφικότατης, για την οποία ο προικισμένος δημιουργός δεν έχει την παραμικρή επίγνωση.
Όταν επιτέλους  αποδέχεται κάποιος την φύση του, τότε η έννοια της καταστροφής παύει να αποτελεί εμπόδιο και σμίγει  με τη  ισχυρότερη δημιουργική αναγκαία έκφραση.
Η Φύση δεν γνωρίζει καταστροφή. Ότι καταστρέφεται το αναπαράγει. Ακόμα και τα συστατικά στοιχεία από τα καμένα δέντρα συνεχίζουν να υπάρχουν είτε μέσα στην στάχτη, είτε μέσα στον καπνό, διαποτίζοντας την ατμόσφαιρα και το έδαφος. Τέτοια είναι η δύναμη της δημιουργίας, η δύναμη της Φύσης να συνεχίζει το έργο της και να διαιωνίζεται.
Έτσι, μπορεί με τη πρώτη ματιά το έργο «Tsunami» να απεικονίζει ένα βίαιο και καταστροφικό τοπίο, το οποίο μας συγκλονίζει και μας προκαλεί ένα συναίσθημα δέους.
Πίσω από το Tsunami που εμείς οι ίδιοι έχουμε προκαλέσει και που απειλεί να μας κουκουλώσει,  αναγνωρίζουμε την ασημαντότητα της ανθρωπότητας, χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε. Δεν μας παραμένει λοιπόν, παρά να αποδεχτούμε την μεγαλύτερη ισχύ της φύσης και των τεράστιων δυνάμεων που μας δημιούργησαν και που μας κατευθύνουν. Κι όταν πια περάσει το κύμα, ισοπεδώνοντας τα πάντα, αφήνοντας πίσω του ένα περίεργο συναίσθημα γαλήνης να επιπλέει ανάμεσα από τα ερείπια, θα συνειδητοποιήσουμε , καθαρά για λόγους επιβίωσης , ότι δεν παραμένει πια τίποτα όλο εκτός από τη
φυσική μας ανάγκη για δημιουργία.

Με ποια μεθοδολογία εργαστήκατε για την πραγματοποίηση του μεγάλου αυτού έργου;

Όπως και για τα προηγούμενα έργα αρχίζω με φωτογραφία. Όταν βρω και φωτογραφήσω το κατάλληλο τοπίο το επεξεργάζομαι στον υπολογιστή κι έπειτα το τυπώνω σε διαφάνειες τις οποίες προβάλω επάνω σε σανίδες πολυεστέρα μεγάλου μεγέθους. Έπειτα χαράζω της σανίδες και τυπώνω επαναληπτικά πάνω στον καμβά όπου επεμβαίνω ενδιάμεσα με πινέλο και μπογιά σε συνδυασμό με διάφορα  βιομηχανικά υλικά (μικτή τεχνική).
Πρώτη  σημαντική διαφορά στη πραγματοποίηση του συγκεκριμένου έργου είναι  οι διαστάσεις, οι οποίες αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του έργου.  Δεύτερη μεγάλη διαφορά, είναι το γεγονός ότι στα προηγούμενα έργα, κάθε χαραγμένη σανίδα (μήτρα), αντιστοιχούσε σε ένα πινάκα, ενώ στην συγκεκριμένη περίπτωση, για κάθε πίνακα του τριπτύχου, αντιστοιχούν δύο μήτρες.
Για κάθε πινάκα (μεγέθους 2μ x 2,55μ) αντιστοιχούν δύο μήτρες (μεγέθους 2μ x 2,55μ). Επειδή  πρόκειται για τρίπτυχο έπρεπε υποχρεωτικά να δουλεύω τους τρεις καμβάδες ταυτόχρονα έτσι ώστε να ελέγχεται, με αυτόν τον τρόπο, η απαραίτητη ομοιογένεια μεταξύ τους. Για κάθε επέμβαση δηλαδή, πάλευα ταυτόχρονα με έξι μήτρες και τρεις καμβάδες ίσων διαστάσεων. Κάθε τόσο, άφηνα τους καμβάδες  χάμω και τους ράντιζα με λερωμένο διαλυτικό το οποίο κατακαθόταν στην επιφάνεια μαζί με τη σκόνη που μαζευόταν στο εργαστήριο, προσπαθώντας να αναπαράγω τη  διάβρωση που επιβάλει η ίδια η φύση επάνω μας. Κάποια στάδια ήταν καταστροφικά και χανόταν η γραμμή του τοπίου. Κάποια άλλα ήταν πιο παραγωγικά και επέτρεπαν την ανάδυση του τοπίου και ταυτόχρονα την τελειοποίηση του έργου. Κάθε ένα από αυτά τα διαφορετικά στάδια, άσχετα εάν φαίνονται ή όχι,  ήταν  απαραίτητα  για την υλοποίησή του.

* «Blowin’ in the Wind» είναι ένα τραγούδι του Bob Dylan, γραμμένο τον Απρίλιο του 1962.  Ηχογραφήθηκε στις 9 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς και μπήκε στο άλμπουμ  The Freewheelin’ Bob Dylan τον Μάιο του 1963.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ο Βασίλης Οικονομίδης μιλά για την νέα του δημιουργία."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *