Το κοράκι.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που έπαιζα κρυφτό με τον ύπνο και μάλωνα με τις λέξεις… είχα κατέβει στο γκαράζ και από τη μισάνοιχτη πόρτα που έδινε προς τον κήπο χάζευα τις νιφάδες του χιονιού να παιχνιδίζουν με το βοριά, πριν καταλήξουν εκεί  που όλοι ξέραμε,  -ακόμη κι ο βοριάς-, ότι θα καταλήξουν…
Όταν, αντήχησε, μέσα στη σιωπή της βαθιάς νύχτας, η γροθιά που χτύπησε πάνω στο μέταλλο.

    –    Qui est là ?
    –    …Παύλος, …άνοιξε  ρε στραβάδι !

O Παύλος, ο Παύλος  ο ΄΄φράξιας΄΄ ….  Το πάτημα του διακόπτη ενεργοποίησε το μηχανισμό ανέλκυσης της γκαραζόπορτας, δίνοντας τμηματικά την εικόνα του επισκέπτη,  αποκαλύπτοντας πρώτα τα παπούτσια, ύστερα τα γόνατα … , μέχρι που κάποια στιγμή φάνηκε και το ανεμοδαρμένο κεφάλι …    Ο Παύλος ο φράξιας, ο  εξόριστος…  πάνε πάνω από 20 χρόνια, από εκείνη την συγκέντρωση στο Αριστοτέλειο, που στάθηκε η αφορμή για τη γνωριμία μας.   Μας είχανε κουβαλήσει έναν ινστρούχτορα, ο οποίος ανέλαβε να μας διαφωτίσει πάνω στο θέμα του γεφυρώματος του μαθητικού και φοιτητικού κινήματος με την εργατική τάξη,  άρχισε να μας αραδιάζει θεωρίες και έννοιες,  λες και συμμετείχε σε διαγωνισμό λέξεων ή σε επίδειξη θεωρητικών  γνώσεων… Κάποια στιγμή σηκώθηκε από κάτω ο Παύλος, φανερά εκνευρισμένος και φώναξε: ΄΄Δε μας λες ρε φίλε, πόσο καιρό έχεις να πηδήξεις ΄΄ .  Έγινε πανζουρλισμός, οι μισοί είχαμε ξεραθεί από τα γέλια και οι άλλοι μισοί ήτανε έτοιμοι να πιαστούνε στα χέρια…  Πήρα κι εγώ το λόγο και τους είπα ότι αν και ο σύντροφος εκφράστηκε κάπως άσχημα, ίσως θα ήταν  καλύτερα να  εξετάζαμε το θέμα με μια πιο πραγματική θεώρηση και ….  Δεν πρόλαβα να τελειώσω κι έπεσαν οι πρώτες σφαλιάρες…  Έτσι γνώρισα τον Παύλο τον φράξια, τον εξόριστο, τον προστάτη οικογενείας …

    –    Εγώ είμαι ρε στραβάδι,  τι με κοιτάς σα χάνος, είδα φως … και μια και περνούσα από εδώ… ήμουνα σε μια… φίλη, στο Βατερλό…
    –    Από την τελευταία φορά, που περνούσες από εδώ, πάνε τουλάχιστον 2 χρόνια.  Θα σου ανοίξω από το σπίτι αλλά μη φωνάζεις, γιατί όλοι κοιμούνται
    –    Κι εδώ καλά είναι, άσε που παπούτσι δε βγάζω, οι κάλτσες μου είναι τρύπιες, χώρια που μπορεί να ξυπνήσει κι η δικιά σου…  και θα έχουμε άλλα…
Σ΄αυτό  το τελευταίο δεν είχε άδικο,  δείξε μου μια γυναίκα  που  ΄΄δέχτηκε΄΄ μαζί με σένα και τους ΄΄αμαρτωλούς΄΄  φίλους σου… και θα  γίνω θρήσκος, μόνο για να την κάνω εικόνισμα…
    –    Πέρνα, πάτα το διακόπτη, ναι αυτόν …,  πάω να σου φέρω μια πετσέτα, έρχομαι…
Έφτασα λίγο μετά,  με δυό χαμηλά  κι ένα μισοάδειο  – δεν λέμε ποτέ μισογεμάτο-    μπουκάλι τζακ, χωρίς πετσέτα,  την ώρα που τίναζε το χιόνι από το στρατιωτικό τζάκετ που φορούσε.   Χαμογέλασε.

    –    Α  ρε στραβάδι, αν  και αστικοποιήθηκες,  κάποιες από παλιές ΄΄κακές΄΄ συνήθειες δεν τις απέβαλες,  συνεχίζεις να βρικολακιάζεις και να πίνεις το ίδιο ποτό…
    –    Στον ύπνο έχουν δικαίωμα μόνο οι γόνιμες μέρες,  όσο για το δεύτερο, μήνες το παλεύω το μπουκάλι, θέλει κι αυτό παρέα σαν κι εμένα…
    –    Θα το καταφέρουμε μαζί ρε στραβάδι,  όπως παλιά !
    –    Τίποτα δεν είναι όπως παλιά, Παύλο…
    –    Est ce que le monde a changé ? ta rita, tita tam !
    –    Τίποτα δεν έχει αλλάξει… και τίποτα δεν είναι όπως παλιαααά…
Παλιοί κώδικες επικοινωνίας, ο δικός μας Μορς… Γέλια, σηκώσαμε τα ποτήρια…
    –    Κοιτάς το χιόνι, ε …
    –    Ναι, μίλησα με Σαλονίκη, σήμερα το απόγευμα..
    –    Η  αδερφή σου…
    –    Ναι, ξύπνησε λέει μέσα στη νύχτα και κατέβηκε να πιει νερό, κι αφού δεν είχε ύπνο, πήρε να συμμαζέψει  ένα μάτσο τιμολόγια που ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας …
    –    Απλήρωτα ;  
    –    Γιατί έχει κι από τα άλλα ;
    –    Ουδείς αναμάρτητος…
    –    Ου κλέψεις …
    –    Αυτό πλέον δεν ισχύει  ρε στραβάδι !
    –    Γραφτήκανε καινούργιες εντολές ;
    –    Δεν ανέβηκε ο Γιωργάκης στο νέο Σινά ;
    –    Ναι αλλά, γρήγορα κατέβηκε.
    –    Ήτανε  έτοιμες …
    –    Ο Αντωνάκης ανέβηκε ;
    –    Αυτός ήτανε εκεί από πριν.
    –    Καλά,  το πιστεύεις, τώρα, εσύ, αυτό ;
    –    Γιατί εσύ, τον πιστεύεις, αυτόν ;  
Δεν ξέρω πως, πάντως  γυρίσαμε και κοιτάξαμε και  οι  δύο μαζί, την ίδια στιγμή το χιόνι.
    –    Το λοιπόν, με την αδερφή τι έγινε;
    –    Τι να γίνει, ζαλισμένη από τους λογαριασμούς και τους υπολογισμούς, βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει ένα τσιγάρο και … αντίκρισε ένα μοναδικό θέαμα με μυριάδες νιφάδες…
    –    Χιόνισε ρε στη Φτωχομάνα;  
    –    Όχι, δεν ήτανε νιφάδες από χιόνι
    –    Τι ήτανε, δηλαδή ;
    –    Νιφάδες από στάχτη…
    –    Ρε συ, όνειρο έβλεπε ;
    –    Ποιος βλέπει, πλέον, όνειρα ρε Παύλο,  στην Ελλάδα!
    –    Εφιάλτης ήτανε ;
    –    Κατά κάποιο τρόπο…
    –    Λέγε ρε,  μ΄έσκασες !
    –    Στάχτες ήτανε Παύλο, μυριάδες νιφάδες από στάχτες που ξέβραζε οργισμένα ο ουρανός μαζί με τις βρισιές του Βαρδάρη …, τα καίνε όλα Παύλο, ότι χωράει στο τζάκι  καίγεται, κι άμα δεν έχουνε τζάκι, στο μαγκάλι  που βγήκε από το υπόγειο της γιαγιάς,  κι άμα δεν υπάρχει πλέον κι αυτό, κόβουνε το βαρέλι του καυστήρα και τα ρίχνουν όλα μέσα, χαρτόκουτες,  ξύλα,  τα μαθητικά βιβλία των παιδιών που είχαν κρατήσει για ενθύμια,  έπιπλα, στεφάνια από γάμους ή από νεκροταφεία, δεντράκια που κλέβουν από τα παρτέρια του Δήμου… στην Αθήνα μέχρι και την ελιά του Πλάτωνα κάψανε…
    –    Κάτι είχα ακούσει … αλλά δεν φαντάστηκα ότι έχει ξεφύγει τόσο πια …
    –    Η Θεσσαλονίκη, λένε, έτσι πως έρχεσαι από το Χορτιάτη, άμα κοιτάξεις, μοιάζει με μια τεράστια ξυλόσομπα…
    –    Kι η αδερφή ;
    –    Κλαυσίγελος…
    –    Est ce que le monde est serieux… ?
    –    … μόνο που δεν θυμάται αν άρχισε πρώτα να γελά και μετά να κλαίει, ή αντίστροφα  …  ΄΄Λες να να΄χει σημασία ; ΄΄  με ρώτησε…
 
Ακολούθησαν αρκετά λεπτά σιωπής, από εκείνα που μόνο οι αληθινοί  φίλοι ξέρουν να μοιράζονται, πώς να στο πώ, είναι μαζί, αλλά κι ο καθένας μόνος του,  όσες μοναξιές τόσοι σχοινοβάτες… που ανεβαίνουν την ίδια στιγμή για το τελευταίο spettacolo …  Με άλλα λόγια ο απόπλους είναι κοινός, ο περίπλους διαφορετικός, ο προορισμός άγνωστος….  
Κάποια στιγμή, θα ΄μασταν στο τρίτο χαμηλό, ο Παύλος ο φράξιας, ο εξόριστος, ο προστάτης οικογένειας και γενικώς…, με κοίταξε στα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ήθελε για κάτι να βεβαιωθεί, ύστερα  τράβηξε μια βαριά ρουφηξιά … και μπήκε στο θέμα.

Τέλη Γενάρη  2013 –  Συνεχίζεται
ΓΓ

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Το κοράκι."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *