Τίποτα δεν είναι πια…

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Τι να σε πω; Φαντάσου ένα αμόνι να σου χει πλακώσει το στήθος, ανάσα να μην μπορείς να πάρεις και μια μύγα γκαστρωμένη να ΄ρθει και να σου καθίσει πάνω στη μύτη κι εσύ να σιχαίνεσαι, να σιχαίνεσαι και να μην μπορείς ούτε το χέρι να σηκώσεις αλλά ούτε και να αρθρώσεις ένα ΄΄φύγε μωρή ρουφιάνα΄΄ και να ελπίζεις μονάχα ότι που θα πάει, κι αυτό το χάλι θα το συνηθίσεις.. Ετσι. Και ακόμη χειρότερα, σωριασμένος σε μια καρέκλα που χανε καθίσει χιλιάδες ταλαιπωρημένοι και σακατεμένοι πριν από μένα, στην αίθουσα αναμονής του Ιπποκράτειου, έξω απ το χειρουργείο, περιμένω μήπως και βγει κανείς και κλέψω καμιά κουβέντα για το Γέρο. Τα παιδιά με τα μαύρα είχανε καλό σημάδι…

                                                                       ***

Όταν φτάσανε τα φορτηγά στα προπύλαια της πόλης, αράξανε μπροστά στο Φιξ. Μέσα σ ένα τέταρτο το κέντρο της Σαλονίκης γέμισε με περιπολικά, μοτοσικλέτες και όργανα του νόμου, άλλοι με τις στολές και άλλοι με πολιτικά, να ελέγχουν τις κεντρικές αρτηρίες.Τότε μονάχα ξεκίνησε το πρώτο φορτηγό, βγήκε λιμάνι από Καρατάσου, συνέχισε την Κουντουριώτη κι έφτασε ανενόχλητο στον προορισμό του.Το συνεργείο της Βενιζέλου ήταν σ΄ ετοιμότητα.Την ώρα εκείνη που στην πλατεία Ελευθερίας δένανε το άγαλμα να το σηκώσει ο γερανός,ο γέρος κοίταξε για στερνή φορά το Βουκεφάλα στα μάτια κι ύστερα γύρισε προς το παρκάκι κι έκανε νόημα σε 2 πιτσιρικάδες που περιμένανε με κάτι σάκους. Ηρθανε αμέσως τους ακουμπήσανε, χαιρέτησαν και φύγανε. Άνοιξα κι αντίκρισα μιαν αρμαθιά αλυσίδες και 2 μεγάλες κλειδωνιές. Τον κοίταξα με απορία. Μ αυτά θα με δέσεις μου είπε γύρω από το βάθρο. Είδα κι αποείδα να τον συνεφέρω, δεν άλλαζε γνώμη. Οι περαστικοί πρέπει να μας πήρανε για κανένα πειραματικό θίασο που ανέβαζε τον Προμηθέα Δεσμώτη….

-Τι συμβολίζει για σένα τούτο δω το μνημείο;
-Στ αλήθεια γέροντα, όλα και τίποτα πια… ίσως … την πιο ερωτική γωνιά της Σαλονίκης …
-Για κάποιους συμβολίζει τη μεγάλη ιδέα, για άλλους την ταυτότητα της Μακεδονίας ολάκερης, για κάποιους άλλους την ανωτερότητα της ελληνικού πνεύματος, για σένα την πιο ερωτική γωνιά της πόλης και ίσως η μόνη σταθερή κι αμετάβλητη αξία να είναι αυτή. Σε λίγο όλοι θα μαζευτούνε εδώ γύρω ενωμένοι για να προστατέψουν το σύμβολο που για τον καθένα τους κάτι το διαφορετικό σημαίνει. Μέσα από το υποκειμενικό, το αληθινό και το δήθεν,όλα αυτά τα αντίθετα και τα παράκλητα, τα γνήσια και τα λιγότερο, θα σμίξουν σε μέτωπο κοινό, μέχρι τον επόμενο, επίσης κοινό,κίνδυνο. Δημιουργούμεμόνο μετά την καταστροφή , πάνω στα ερείπια, έχουμε τροφή τη λύπη και τη διχόνοια νόμο. Κοινώς χάσαμε το μπούσουλα, σαν τον άπιστο που μετανοεί μπροστά στου χάρου το δρεπάνι. Μπροστά στου θανάτου τον τρόμο, ασπάζεται όσα βλαστήμησε μια ολάκερη ζωή. Αλλά η ζωή η ριμάδα πέρασε, έφυγε κι ήταν άδεια κι αυτό δεν αλλάζει ακόμη κι αν υπάρχει άλλη μετά…
- Ανάθεμα γέροντα …. Δεν ξέρω αν πραγματικά, αν αξίζουν όλα αυτά… κι ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να έφυγε έτσι με τη μια…
– Για την ώρα πήγε τον τάφο του πατέρα του να προσκυνήσει.
– Τότε γιατί αφήνεις τους άλλους να νομίζουν ο τι ο Βασιλιάς Αλέξανδρος δεν μένει πια εδώ;
– Τί άλλο να μας ένωνε πια, που γίναμε κομμάτιαχίλια, άλλο από αυτό, δεν ήξερα.

Στην Πλατεία Ελευθερίας ο εργοδηγός τραβούσε τα μαλλιά του κι έβριζε τους εργάτες. Ενας απότομος χειρισμός του γερανού ήταν αρκετός για να λυθεί ο προχειροδεμένος ιμάντας, η αγαλμάτινη μορφή του εθνοσωτήρα έγειρε πρώτα αριστεράκι ύστερα απότομα δεξιά για να καταλήξει σε βουτιάμε το κεφάλι προς τα κάτω, να θρυμματίζεται πάνω στο πλακόστρωτο …Τελικά μήπως η ζωή μιμείται την τέχνη; Ξηγημένο παιδί ο Δημήτρης, γκαρντάσι πρώτο, δεν έκανε πίσω, με κίνδυνο να μην ξαναδουλέψει πια για μερεμέτι του Δήμου. Την ίδια ώρα, το 2ο φορτηγό που είχε πιάσει από Βαρδάρη την Αγίου Δημητρίου, 200 μέτρα πριν τη στροφή του Αχέπα, προσπάθησε μοιραία να αποφύγει το ανεξέλεγκτο όχημα που πέρασε σε ανύποπτο χρόνο στο αντίθετο ρεύμα. Αν και η σύγκρουση δεν ήταν πολύ δυνατή, σε λιγότερο από λεπτό και μέσα στον πανικό που ακολούθησε, το φορτηγό με τον ανδριάντα του δεύτερου εθνοσωτήρα τυλίχτηκε στις φλόγες. Στη γωνιά του δρόμου, τελειόφοιτοι μηχανικοί του Πολυτεχνείου αντάλλαζαν χειραψίες με φοιτητές από το τμήμα Πολεοδομίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά από τα δύο αυτά, όπως χαρακτηρίστηκαν αργότερα ΄΄ατυχή συμβάντα΄΄, ενισχύθηκε άμεσα η συνοδεία του τρίτου εναπομείναντος φορτηγού που είχε εσκεμμένα ακολουθήσει μία εναλλακτική και μακρύτερη διαδρομή: από την 26η Οκτωβρίου ανέβηκε και διέσχισε όλο το κομμάτι της Εγνατίας μέχρι την 3η Σεπτεμβρίου, η οποία είχε αποκλειστεί τελείως από την κυκλοφορίακι έφτασε ανενόχλητο στον προορισμό του, τη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου.
 Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, ο προστατευτικός κλοιός, που είχαμε στήσει σε ακτίνα 20 μέτρων γύρω από το Βουκεφάλα με το Γέρο αλυσοδεμένο στο βάθρο του, στην αρχή κρατούσε γερά, παρά τα δακρυγόνα και τις μάνικες με το νερό που εκσφενδόνιζαν πάνω μας οι δυνάμεις καταστολής. Αντεξε ακόμη και στην πρώτη έφοδο των ματ, που στην αρχή ήταν πολύ διστακτικοί απέναντι στον άοπλο κόσμο που είχε μαζευτεί. Αλλά, όταν με τη 2η έφοδο εμφανίστηκαν απ΄ το πουθενά και κάτι μαυροφόροι με μάσκες οξυγόνου κι άρχισαν να πετροβολούν, έγινε πανδαιμόνιο, ο κλοιός δεν άντεξε τα δύο μέτωπα επίθεσης…ο Γέρος δεν κουνήθηκε, δεν έβγαλε μιλιά, όταν είδα ότι έτρεχε αίμα απ τα μάτια του, προσπάθησα να μπω μπροστά μήπως και τον γλιτώσω απ΄τα χειρότερα, η δεύτερη πέτρα με βρήκε στο κεφάλι, σωριάστηκα, τ΄αυτιά μου βούιζαν, έβλεπα θολά, κάποιος με κλώτσησε… μετά σιωπή, κάτι ψίθυροι μονάχα κι ένας αγέρας δροσερός σκόρπισε με έναν αναστεναγμό τους καπνούς και την ομίχλη … Πρώτα ξεχώρισα το Γέρο να κρέμεται αναίσθητος από τις αλυσίδες, μετάφάνηκε τ΄ άλογο, κι ήταν περήφανο όπως παλιά….κι ύστερα ο καβαλάρης. Ναι, ο Αλέξανδρος ήταν ξανά στη θέση του με το σπαθί υψωμένο!

                                                                         ***

Δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ απ την καρέκλα στο Ιπποκράτειο, ώσπου φάνηκε επιτέλους ένας γιατρός. -Είστε συγγενής;
-Στη ψυχή μονάχα, φτάνει;
-Λυπάμαι… -Γιατί, δεν φτάνει;
-Όχι, λυπάμαι .. κάναμε ότι ήταν δυνατό.
-Μπορώ να τον δώ;
-Λυπάμαι…
-Τι λυπάσαι ρε τσογλάνι… (το τελευταίο το πνίξανε λυγμοί )
-Ηρεμήστε … άφησε κάτι. Ενα δέμα, αυτό εδώ… για κάποιον Γιωρίκα είπε…
-Εγώ είμαι, αλλά χαρτιά δεν έχω… είναι κάτι σαν παρατσούκλι.
-Δεν πειράζει, πείτε μου μονάχα: Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ….
-… ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ!

Του τ΄ άρπαξα σχεδόν απ' τα χέρια κι άρχισα να τρέχω στο διάδρομο σαν τρελός. Γύρισα και τον κοίταξα κάποια στιγμή, είχε βγάλει τα γυαλιά του και τα σκούπιζε, μια τα γυαλιά και μια τα μάτια. Λίγο πριν την έξοδο με σταμάτησε μια νοσοκόμα, «ηρέμησε καλέ μου, ηρέμησε» μου ΄λεγε, με κάθισε σε μια καρέκλα. Της χαμογέλασα, πήγα κάτι να πω, δεν μπόρεσα, τα μάτια μου βουρκώσαν. Μου χάιδεψε τότε τα μαλλιά κι ύστερα έφερε το κεφάλι μου στο στήθος της. Εκλαψα ένα κλάμα βουβό, που είχα στα μέσα μου μαζέψει από καιρό…. Κάποια στιγμή μου ψιθύρισε: «Φύγε τώρα, ο σκύλος σε περιμένει δίπλα στ ΄ άλογο». Σαν έφτασα μπροστά στο Βουκεφάλα, τότε μόνο άνοιξα το δέμα.Είχα νιώσει κάτω από το χαρτί κάτι μεταλλικό και παγωμένο. Ήταν μια πινακίδα σήμανσης, «Λεωφόρος Εθνικής Αμύνης». Στο πίσω μέρος, προχειρογραμμέναμε το χέρι :«Αλλοτε Χαμιντιέ, κάποτεΒασιλίσσης Σοφίας, αύριο… ίσως Ρεν». Ο Γέροντας ακόμη κι όταν έκανε βαρκάδα στον Αχέροντα, παρέδιδε μαθήματα ιστορίας εξ΄αποστάσεως.

Με την πινακίδα στα χέρια, σαν εικόνα άγια που βγήκε λιτανεία, πήρα σεργιάνι του κόλπου τα παράλια, μέχρι που κάποια στιγμή κάτω από τα πόδια μου δεν είχε πια γή, είχε νερό. Την έκανα βαρκούλα κι έγινα εγώ πανί, που πάντα ήθελα των ανέμων τα καμώματα να καταλάβω. Και καθώς βλέπω απ’τον ορίζοντα , τούτη την πολιτεία π΄αγάπησα να χάνεται σιγά-σιγά, πρώτη φορά, συγχώρα με, δεν νοιώθω λύπη. Ούτε χαρά.

Στ αριστερά ο Μέγας στέκει ταπεινωμένος όπως και το ένδοξο παρελθόν που συμβολίζει, στα δεξιά του πομπώδης η διαβεβαίωση ότι «παρά ταύτα ανήκομεν στη δύση». Ετσι που λες, μη με κοιτάζεις με μάτια απορημένα, έγινα ένα πια με τα γαλήνια τα νερά του Θερμαϊκού, μια πινελιά σε πίνακα του Χρήστου.

Οι συμπολίτες μου χαρούμενοι ανακαλύπτουν την καινούργια παραλία, εργάτες αλλάζουν πάλι πινακίδες στους δρόμους, τώρα θα λέγονται… κάπως αλλιώς. Δε σε νοιάζει πια…, λύσε τα μαλλιά σου καλή μου, χαμογέλα, να, δες ο βαρδάρης μου στέγνωσε τα δάκρια στα μάτια, από πάνω μου φτερουγίζουν γλαροπούλια… Οχι αυτό το ταξίδι θα το κάνω μόνος, εσύ έχεις να μεγαλώσεις παιδί, θα ΄ρθει σαν αγγελούδιμέσα στο Μεγάλο Χειμώνα, θα πρέπει να του μάθεις… Να του πεις για όλα αυτά, να του πεις ότι θα ήθελα να΄τανε και δικό μου. Όχι, για μένα μην του πεις τίποτα,πες του καλύτερα για το Γέρο… Λέω να αφήσω το πρώτο αφρόκυμα να μ΄αγκαλιάσει …

————————————————————————————————————————————-
Σημείωση:  Καθώς γράφω, έρχονται στο νου μου εικόνες, άλλοτε θύμησες, συχνά της φαντασίας και θέλω να τις μοιραστώ.  Τα κείμενα ζητούσαν συντροφιά.   Αυτή η '''συνομιλία''  με το Χρήστο Κεχαγιόγλου, ήταν ανέλπιστη χαρά, τιμή μεγάλη και  νιώθω πως ότι δεν γράφτηκε, βρίσκεται κάπου εκεί.  Μέσα στους πίνακες του Χρήστου.  Δεν θα είναι ίδιο για όλους, κι ίσως… έτσι του πρέπει. 

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μερος, Σύμβολα δεν είναι πια, και το δεύτερο μέρος Ασύλητα δεν είναι πια της τριλογίας του Γιώργου Γιούπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Τίποτα δεν είναι πια…"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *