Τα σύμβολα δεν είναι πια.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ήτανε εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης… Να΄τανε μόνο εκείνη, ακολούθησαν τόσες… αλλά, μοιραία, το πρώτο χαστούκι του ανέμου θυμάται ο ποιητής… κι εγώ βγαίνοντας παραλιακή κι αφήνοντας πίσω μου Αριστοτέλους, με σηκωμένο γιακά και σκυμμένο το κεφάλι, έτσι καμπούρης κι ανεμοδαρμένος αναλογίζομαι την πρώτη φορά που έκανα αυτή τη διαδρομή… μ΄ Εκείνη…

Είχα ξεμείνει από λεφτά και από τσιγάρα, κι είπα ν΄ αρχίσω συνομιλία με τα μέσα μου και να εκφράζομαι μόνο με στίχους από τραγούδια… μέχρι το πρώτο περίπτερο. Αυτό το παιχνίδι, το παίζουμε εγώ κι ο εαυτός μου, κάθε φορά που μένουμε μόνοι οι δυο μας… δηλαδή συχνά… και τώρα τελευταία συχνότερα…

Με τα χέρια στις τσέπες, τα δάχτυλα ψηλαφίζουν τα τελευταία νομίσματα που δεν καταδέχθηκε ούτε ο πορτιέρης… ωραίος τυπάς… μου πρόσφερε και τσιγάρο …. από κόκκινο πακέτο, μαλακό … Ευχαριστώ .. του είπα, αμερικάνικα δεν καπνίζω … Α! μα είσαι και παράξενος δικέ μου … μ΄ αποκρίθηκε… Του χαμογέλασα, με καληνύχτισε …

Στον Λευκό τον Πύργο πήρα τα φιλιά της… τον αφήνω πίσω μου κι ούτε ματιά δεν του ρίχνω. Παλιά, μαθητής, την κοπάναγα κάτι μεσημέρια κι ερχόμουνα, έκανα όλη τη διαδρομή με τα πόδια, από Λευκό μέχρι Καμάρα …όπως την περιγράφει ο Μενέλαος*… μετά … και για τις κοπάνες απ το Γυμνάσιο περνούσαμε πειθαρχικό στην οργάνωση… Χέστα… με βαρέθηκε ο Πύργος, τους βαρέθηκα εγώ…  

Τελικά η δεξιά η τσέπη έχει τα πιο πολλά, τα δύο πιο έμπειρα δάχτυλα της συντηρητικής μου χειρός επιβεβαίωσαν διά της αφής 2 νομίσματα των 2 ευρώ…. Πως άφησα μισό μισθό στο καταγώγι στο Καπάνι… όχι ότι τα κλαίω, αλλά δεν είμαι και πρωτάρης… θα μου πεις ο μισός του μισού, δεν είναι και πολλά…. Όλα μισά μας τα αφήσανε…. Μισθούς, συντάξεις, αξιοπρέπεια…

Αλάφρωσα το βήμα πλησιάζοντας στο μνημείο, όρθωσα τ΄ ανάστημα, σε-βα-σμός. Με το Βουκεφάλα υπάρχει ιδιαίτερη σχέση. Μπροστά στα πόδια του, κάτω απ τα χνώτα του, εκμυστηρεύτηκα τον πρώτο μου έρωτα, σ Εκείνη….

-Ε, γι ακόμη μια φορά δεν πρωτοτύπησες …. ακούω τη φωνή μου ειρωνική … και πριν προλάβω ν αντιμιλήσω , η ματιά μου ξεχωρίζει στο σκοτάδι μια μορφή γνώριμη, να στέκεται ακίνητη μπροστά στο Βουκεφάλα…. Ο Παχίδης ; …. Είναι δυνατόν ; Πίσω του ένας σκύλος…. Δεν ξέρω αν είναι μαζί… αλλά, αν στέκεται ο άνθρωπος δυό μέτρα πριν από το άλογο, ο σκύλος είναι στα δύο μέτρα πίσω απ΄ αυτόν….. Ακολουθώ το βλέμμα του … θα έλεγε κανείς ότι δεν κοιτά τον Βουκεφάλα, αλλά πιο πάνω … τον καβαλάρη….. Αλίμονο! Το το αίμα μου παγώνει, μου έρχεται ναυτία, τα γόνατά μου τρεμουλιάζουν, όλα γυρίζουν … προσπαθώ να φωνάξω του Παχίδη, που δεν είμαι και σίγουρος ότι είναι αυτός, μα έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία… φωνή δε βγαίνει… με ανοιχτό το άναρθρο στόμα και τα δυο μου χέρια απλωμένα σε μια κίνηση απελπισίας … σωριάζομαι… ξαφνικά, γυρίζει και με κοιτάζει με βλέμμα θλιμμένου μισότρελου , γυρίζει και ο σκύλος … ύστερα κάνουν μεταβολή και οι δύο μαζί ταυτόχρονα…

Περάσαν κάμποσα λεπτά πριν συνέλθω… το πρώτο μου μέλημα ήταν να σιγουρευτώ…. Πράγματι, ο Αλέξανδρος δεν ήταν πια στη θέση του…. Έψαξα με το βλέμμα γύρω μου να βρω κανένα περαστικό… να τον ρωτήσω… να μου πεί … αυτές οι κρίσεις τελευταία μ΄ έκαναν κι έχασα την εμπιστοσύνη στην κρίση μου… Τίποτα…. Τελευταία ο κόσμος μαζεύεται όλο και πιο νωρίς…..

Κατάφερα και σηκώθηκα, τινάχθηκα, μέτρησα τις δυνάμεις μου κι έβαλα πλώρη για του Γιάννη στη Μπότσαρη. Είναι το μόνο στέκι που τέτοια ώρα μπορεί να πετύχω κανένα γνωστό και να μάθω… Πρέπει να μου πήρε τουλάχιστον ένα τέταρτο μέχρι να φτάσω και θα πρέπει να ΄ μοιαζα με φάντασμα όταν έφτασα, γιατί ο Γιάννης μου΄βαλε πρώτα ένα ποτήρι νερό και μετά με χαιρέτησε διακριτικά, όπως αρμόζει σε άνθρωπο σωστό που ξέρει τη νύχτα και τα τερτίπια της…

– Από μου μας έρχεται το παλικάρι

– Απ το καταγώγι μωρέ στο Καπάνι

– Μπά-μπά, νυχτερινά φροντιστήρια !

– Ε, πήγα λίγο να φρεσκάρω τις γνώσεις μου στις ξένες γλώσσες

– Κι έφυγες μονάχος, δεν ήταν καλή η καθηγήτρια

– Έφυγα, όταν το αλλοδαπό εξωγήινο πλάσμα, με το οποίο καταναλώσαμε μισό μηνιάτικο, άρχισε να μιλάει ελληνικά, καλύτερα από μένα

– Τι σε ποτίσανε μωρέ… δε σου εχω πει ρε γκαρντάσι, εκεί να παίρνεις πάντα μπουκάλι…

– Μπουκάλι μόνος μου, ρε Γιάννη …

– Γιατί μήπως ήπιες λιγότερο…

– Άστα… Δεν πέρασε κανένας…

– Περάσανε αλλά φύγανε 

– Τόσο νωρίς … για πού;

– Τώραααα… δεν ξέρεις τίποτα… ή μήπως ρίχνεις άδεια …

– … τι να ξέρω… νομίζω ότι είδα τον Παχίδη … ο Αλέξανδρος….

– Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος….

– …. Ναι δεν είμαι σίγουρος …. Είναι κι αυτές οι κρίσεις μου… ξέρεις.. καμιά φορά ξεχνάω….άλλοτε τα θυμάμαι όλα μαζί ….

– Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ….. δεν μένει πια εδώ. Στο αλσάκι, πίσω από το θέατρο, εγώ δεν σε είδα δεν σου είπα τίποτα… τσιγάρα έχεις ; … πιάσε ένα πακέτο… πληρώνεις άλλη φορά.. χαίρε !

Ητανε μαζεμένοι καμιά εικοσαριά, γύρω από τον πυρήνα που αποτελούσαν όσοι έμειναν από τους Άγαμους Θύτες, δηλαδή τα εναπομείναντα θύματα μιας Πόλης που δεν είναι πια … σ ένα παγκάκι κι ο δικός μου Παχίδης, ήταν και ο πρώτος που αντιλήφθηκε την παρουσία μου, αυτός κι ο σκύλος που καθότανε δυο μέτρα πίσω του. Με κοίταξε καλά-καλά, με αναγνώρισε, τα χείλη του σχημάτισαν κάτι σαν χαμόγελο…. Μετά με είδαν και οι άλλοι, κάποιος ξεχώρισε, πρώτα έκανε να πλησιάσει στο παγκάκι, – ο Παχίδης του έγνεψε καταφατικά- κι ύστερα ήρθε προς τα μένα και μου είπε το σύνθημα :

- Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, ….

- … δεν μένει πια εδώ.  

- Καλωσόρισες !  

Συνεχίζεται … Οκτώβρης του 2013

—————————————————————————————————————————

*Μενέλαος Λουντέμης 

Ο Στάθης Παχίδης, δικηγόρος, μουσικοσυνθέτης και από τα ιδρυτικά μέλη των Άγαμων Θυτών, είχε πει σε συνέντευξη το 2010, αναφερόμενος στη Θεσσαλονίκη, ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος, δεν μένει πια εδώ… Από την φράση του αυτή είναι εμπνευσμένες αυτές οι σκόρπιες αράδες.-Γ

Η εικονογράφηση των κειμένων του Γιώργου Γιούπη έγινε απο τον γνωστό ζωγράφο Χρήστο Κεχαγιόγλου.

Διαβάστε και τα υπόλοιπα δύο μέρη της τριλογίας του Γιώργου Γιούπη:
Ασύλητα δεν είναι πια

Τίποτα δεν είναι πια

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Τα σύμβολα δεν είναι πια."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *