«Το τραγούδι του Λύγκα»

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Όταν έχει κάποιος την ευκαιρία να συζητήσει με τον συγγραφέα ενός βιβλίου τότε η εικόνα αλλάζει. Είναι σαν να σου εξηγεί ένας ζωγράφος τι τον οδήγησε στο να δημιουργήσει ένα πίνακα ή έναν στιχουργό ο οποίος σου εκμυστηρεύεται πως βρέθηκε να γράφει για τον έρωτα. Μιλώντας με την Ιφιγένεια Σιαφάκα καταλαβαίνω γρήγορα ότι το ύφος της λογοτεχνίας στο μυθιστόρημα που πρόσφατα κυκλοφόρησε «Το τραγούδι του Λύγκα» (εκδόσεις Γρηγόρη 2011) αποτελεί όντως ένα βήμα παραπέρα από την συγγραφή μιας ιστορίας έρωτα. Η Τέχνη του Λόγου αποκτά στόχο, την αφύπνιση του αναγνώστη και την ανάγκη για μια αμφίδρομη δράση στην οποία συνδράμουν ο γραπτός λόγος όσο και η ενεργοποίηση, επιρροή της σκέψης και του προσωπικού φίλτρου του αναγνώστη απέναντι στο κείμενο. Ο αναγνώστης συμμετέχει στην ροή του αληθινού αυτού μυθιστορήματος καθώς και στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων της συγγραφέως φτάνοντας έτσι σε μια δημιουργική ανάγνωση.

Λίγα λόγια για το «Τραγούδι του Λύγκα»

Η Τριανταφυλλιά Αηδονοπάτη του Γεωργίου και της Ευλαμπίας, το γένος Παπαμπίτζη, είναι μία πολύ επιτυχημένη αρχιτέκτων με γελοίο όνομα. Η σχέση με την οικογένειά της, και ειδικά με τον επαρχιώτη αυταρχικό πατέρα της, το γυναικείο φύλο και το όνομά της βιώνονται τραυματικά. Σε μία απόπειρα αποθεραπείας, θα υποκύψει στη γοητεία ενός ψυχίατρου – ποιητή της κοσμικής Αθήνας και θα γίνει ερωμένη του. Το τέλος της δεκαετούς σχέσης τους θα είναι αναπάντεχα τραγελαφικό και, καταρρακωμένη από την εμπειρία, θα συναντήσει τον Ιάσονα, έναν ιδιόρρυθμο και επαναστατημένο σαραντάρη ηθοποιό. Η σχέση του Ιάσονα με τον πατέρα του τον Άλεξ, έναν εκκεντρικό αποσυρμένο επιχειρηματία, κρέμεται από μία κλωστή την οποία υποβαστάζει η μυστηριώδης μορφή της ωραίας Αλταμίρας. Όλοι θα αναμετρηθούν σκληρά με τις επιθυμίες, τις αναμονές, τις ματαιώσεις, τις φαντασιώσεις τους, αλλά κυρίως με το απελπισμένο αίτημά τους για αγάπη, η οποία, χλευάζοντάς τους απερίφραστα, θα τους προτείνει Το Τραγούδι του Λύγκα. Το Τραγούδι του Λύγκα πραγματεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο φύλα, προσπαθώντας να ανιχνεύσει και να σχολιάσει τις αιτίες της. Βαθιά ερωτικά, τα πρόσωπα του μυθιστορήματος θα δώσουν τα πρωτεία στην ανάδυση του αρχέγονου ανθρώπινου τρόμου που ελλοχεύει στη συνάντηση. Η αλήθεια (ο μύθος) τους αποκαλύπτεται για να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα και να συνομιλήσει με την ελληνορωμαϊκή μυθολογία ως φορέα συμβόλων του τρόπου με τον οποίο η ψυχή αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Για το λόγο αυτό οι σχέσεις τους φαίνονται παράλογες και δεν υπάρχουν ιππότες και πριγκίπισσες ούτε νικητές ή ηττημένοι, μόνον μαριονέτες αντι-ήρωες, που κάποτε αγγίζουν το γκροτέσκο.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Ωραία Πεθαμένη! Άλλωστε έτσι τη θέλανε όλοι από τότε. Ξόμπλι. Όταν την απιθώνανε σε ρούχα κυριακάτικα, «σήκω, μουρή, κι βάρεσ’ η καμπάνα», νερό, ανατριχίλα, βούρτσα, «πάνου του κιφάλ’!», νερό, «μαδάς!», βούρτσα, άλγος, πολλές κινήσεις, νευρικές. Μιλιά αυτή, πλεγμένη σε κοτσίδα κρυβότανε στις κάλτσες. Αναμονή σε στάση καθώς πρέπει, πάνω στα υποδήματα. Λιτές κινήσεις, καθόλου φληναφήματα, στο ύψος της ήβης δάχτυλα. Καπακωμένες ενοχές με θλίψη ευθυτενή. Κόκκινα μάγουλα, μάτια επίσης, ξόμπλι του οίκου, εύτηκτο. Μετά την παρφουμάρανε, χαράματα. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη.«Πάμι!» Ένα τσουβάλι, να μεταλάβει το χρυσό δοντάκι, κι ας βρώμαγε λεμόνι. Λιβανιζότανε ξινίλες στις μετάνοιες, σε κάθε επίκυψη δίναν και παίρναν σφάχτες κοσμιότητας. Αφόριζε υγρά. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη. Σε λίγο θα τα επέστρεφε και αρώματα και χρυσαφικά και δώρα.Όλα θα τα επέστρεφε. Αντίδωρα. Κρυφά στην τουαλέτα, φλομωμένη, ωραία πεθαμένη. Μετρούσε το λείψανο το ωραίο στο χωριό της. Ανήκε στα υπέρ του αποδημήσαντος, το εξετάζανε στις κηδείες, λες κι ήταν ανδραγάθημα, το έσχατο του πεθαμένου, να ζέχνει κάλλος και χλομάδα. Κι ένα φόρτωμα από άνθη από πάνω, να κρατάει. Και δώσ’ του άνθη και μπαμπάκια από αγάπη να μπουκώσει, να συγχωρέσει το κουκούλωμα στο χώμα. Μετά κοιτάγανε τον πεθαμένο, ώρες πολλές τον πεθαμένο, από συμφέρον μόνο: «μπας και χαμογελάει; Θα πάρει κι άλλους σύντομα μαζί του, γι’ αυτό χαμογελάει ο πανούργος φασκιωμένος». Φτυνόντουσαν κρυφά –δε χώραγε η σκέψη πώς στέργει να ’σαι χαλασμένος κι αδιάφορος. Μειδίαζε εκείνος. Τον σκάγανε μ’ ένα ασπρομάντιλο στο τέλος, του το φοράγανε κατάμουτρα – όπως κι εκείνος κατάμουτρα τους πέταξε το σμίξιμο του κάλλους με το θάνατο. Αλλά δεν ξέρανε από τέτοια.

Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα-Lempereur (isiafaka at skynet . be) γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Από τις εκδόσεις Γρηγόρη, κυκλοφορούν βιβλία της απευθυνόμενα σε εκπαιδευτικούς και σπουδαστές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Αποσπάσματα από Το Τραγούδι του Λύγκα έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό Πανδώρα. Ζει στις Βρυξέλλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "«Το τραγούδι του Λύγκα»"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *