Π: όπως Παπαδιά, Πεολειχία, Πάθος

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

«Και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο…

Διέβλεπα την αμαυράν κόμην της, την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, βαπτιζόμενα όλα ταύτα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας, τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…»

Θεοσεβούμενη παπαδιά εγώ. Αθεόφοβος πουλιτικός αυτός.

Κατά Carl Jung, η χημεία μας, συμπαντική. Κατά Paul, Matthias και Claus η αλχημεία μας, διαφθορική.

Το Πάθος μας; Της κολάσεως το κάγκελον. Το παρόν μας; Σκέτο. Το κάγκελον.

Ένα τρεχαντήρι εγώ. Να σεργιανώ σε Κρουνούς ηδονών Κρεστενών.

Ένα υποβρύχιον πρωσσικόν αυτός. Ο εραστής μου. Εις εκ των…Ο Άκας ο μάγκας.

Αχόρταγοι σκανδαλικής λαγνίας. Μια Τσόχα το κορμί του κι εγώ η τράπουλα να τρίβομαι πάνω του. Μου μίλαγε με «λόγια βρώμικα». Κι έργα. Επί τάπητος κρεββατικής και ελλαδικής. Νύχτες μυστικές, προκλητικές, αλλοδαπές. Ξεπλυμένες με εμβάσματα και με βίσματα… Ωωωω! Αυτό το βίσμα… Ωωωω!

Με γεύση Durex «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε».

Ήμουν πάντα έτοιμη… Ξεπλυμένη, βαμμένη, σκουπισμένη από τυχόν ίχνη… Για παν ενδεχόμενον.

Ερωτικόν ή διατραπεζικόν. Ακόμη και διερωτικόν échange.To τρίγωνο των Εθνικών Αμυνών: Η παπαδιά, ο secrétaire των εξοπλισμών Σφόγγος και ο Τσοχάς ο Σκληροπετσάς.

Με βυζαντινόν ψαλμόν ως locomotiόn: «Εν φοροΠαραδίσιοις…Υμνείτε τον Κύριον».

«Πόσος κόσμος δηλαδή ξεκίνησε από το μαχαλά και κατάντησε μεγαλονοικοκύρης με τα καλά του και τα ωραία του! Σήμερον ο Βαγγέλης ο Χλέμπουρας πούκανε δεκαοχτώ εν όλω χρονάκια στην κλειστή γρίλλια περί κλοπές και περί λαθραία ναρκωτικά, έχει κατάστημα οδός Βερανζέρου και τσαρκάρει μέσα στους κοιλαράδες! Ο Χρήστος ο Αλλιώτικος, το μαχαίρι τόχε να πούμε όπως έχει ο φουμαδόρος το τσακμάκι του. Έκανε και τι; Μέχρι αγαπητικός στα Βούρλα – όποιος θυμάται».

Με λοιδόρησαν ότι ήθελα εξάκις ημερησίως. Ουχί. Ουχί. Πλανώνται πλάνην οικτράν.

Ήθελα επτάκις. Ως οι επτά προσευχές του ημερονυκτίου: Εσπερινός, Απόδειπνον, Απόδειπνον Μέγαν, Μεσονύκτιον, Όρθρος, Γ΄ώρα, μέχρι της Απολύσεως της Θ΄ώρας της επομένης.Αddictedtopray . LikeaVirginPapadoMadonna.

Χυμένη πάνω σε μια παράκτια, αμμουδερή ακτή off shore. Ούσα πεολειχούσα μετά θρησκευτικής ευλαβείας και κατανυκτικής βουλιμίας τον doctor Ζιβάγκο μου. Μελετώντας πάντα τας Γραφάς των University Hospitals Coventry. Ομοίως κι ο Κλήρος.

Και μου έπεσε κι ο κλήρος. Να ξεπαστρέψω.

Με εννέα σφαίρες. Ως Άγγελος της Καθάρσεως. Αμαρτία μου.

Με εννέα εταιρείες-laundry. Ως Τέρας της Ιεράς Αποκαλύψεως. Αμαρτία του.

Ήταν ο Burt Lancaster μου. Ήμουν η Deborah Kerr του. «From Here to…Austerity».

Ήταν ο Γιάννης Βόγλης μου. Ήμουν η Annabelle του. «Κορίτσια στον …Προσήλιο».

Ήταν ο Ηeathcliff μου. Ήμουν η Cathreen του. «Ανεμοδαρμένα… Παράκτια Ύψη».

«Η ζηλεία, όταν δεν είναι νόσος ιδιοπαθής ή συνταγματική, ως η θεσιθηρία εν Ελλάδι, είναι μεν πάντοτε κακή και οχληρά ασθένεια, αλλ’έχει και το καλόν ότι ευθύς παύει, άμα εκλείψωσι τα υποθάλποντα αυτήν αίτια, ως η ναυτία των θαλασσοπλόων, άμα σταματήση το πλοίον. Πριν φθάσωμεν εις το ήμισυ του δρόμου, είχεν ήδη αναλάβει η Ιωάννα την όρεξιν και την ευθυμίαν της, ώστε ολίγον έμενε να πράξη προς εντελή αυτής ίασιν η αγία».  

Να προσδοκώ Ανάστασιν. Καημών, Παθών και νεκρών Τραπεζικών Λογαριασμών.

Διότι αν η Ελλάς ήτο γένους θηλυκού, θα μου ομοίαζε. Φυτεύοντας, καλλιεργώντας και ποτίζοντας, ίσα και με τόσα βόλια εις τους κοινοβουλευτικούς εγκεφαλικούς.

«Σαράντα παλικάρια από τη Λε- μωρ' απ' τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολογία-τσά.

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα

μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα, τα παιδιά.

Πού πάτε παλικάρια;
πού πάτε ωρέ; πού πάτε ωρέ παιδιά;
Πάμε για να πατήσουμε
τον οντά, μωρ' τον οντά της Βουλιάς».

Και τώρα «εν στενή», ανταλλάσσω ραβασάκια με τον εραστή. Άνευ αντικρίσματος. Όπως τα τοξικά…

«Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι.

Οίμοι! Λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα.
Ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος».

Διότι αν ήμουν η Ελλάς κι έβγαινον

από τοιούτον Κάγκελον θα το …

Ξανάκανον.

Σ.Σ.:

Παπαδιαμάντης: Όνειρο στο κύμα

Τσιφόρος: Οι κοκκαλιές

Εμμ. Ρόιδης: Πάπισσα Ιωάννα

Δημοτικόν άσμα: Σαράντα παλικάρια

Εκλησσιαστικόν ανάγνωσμα: Το τροπάριο της Κασσιανής

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Π: όπως Παπαδιά, Πεολειχία, Πάθος"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *