Όλβιος, Του Βαγγέλη Φίλου.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Διαβάστε εδώ το εισαγωγικό άρθρο της Ιφιγένειας Σιαφάκα για τον Όλβιο του Βαγγέλη Φίλου.

-Συγχωρήστε την ύπαρξή σας!
Τα λόγια ήχησαν, ως χαμηλόφωνη λύπη. Όμως, σκόρπισαν ταραχή. Και ως να αισθάνθηκαν, πολλοί, την απειλή των παράξενων λέξεων σήκωσαν σούσουρο, δυνατό. Μα, πριν προλάβουν οι άναρχοι ήχοι να γίνουν βουητό, σηκώθηκε άνεμος. Κι έσκουξαν τα μάνταλα στις εξώπορτες. Καιτο σύννεφο τεμαχίστηκε σχηματίζοντας ξέρες και θάλασσες στον ουρανό. Και την ώρα που όλοι σκιάχτηκαν, βγήκε ατάραχο το φεγγάρι. Κι όσο το κοίταζαν έπεφτε η νύχτα. Και καθώς θύμιζε μέρες δημιουργίας η σκηνή, ταξίδεψε μακριά ο άνεμος. Και βασίλεψε παντού η σιωπή. Ώσπου ανέβηκε ψηλά ως το θυσιαστήριο η Αριάδνη.
 -Ακούστε τα λόγια τα σοφά! πρόσταξε.
Κι αυτοί πειθάρχησαν. Και φόρεσαν την προσμονή στο βλέμμα.
Όμως, εκείνος, άλλο δε μίλησε. Κι ήρθε ο Απολλώνιος στην ψηλή εξέδρα. Και χρύσισε το φως της Σελήνης στην όμορφη κόμη. Και πλησιάζοντας τον άλλο νέο που σιωπούσε, δις τον ασπάστηκε. Και πριν γυρίσει στους θεατές που τον καρτερούσαν, τον προσφώνησε:
 -Όλβιε!
Και σκίρτησε, αυτός, στη θέρμη του. Και οι άλλοι απόρησαν. Γιατί δεν έμοιαζε ευτυχής ή πλούσιος. Κι αδημονούσαν, τώρα να μάθουν.
Και ο Απολλώνιος μίλησε:
 -Γεννήθηκε στο φως!
Τότε οι άλλοι αναλογίστηκαν το δικό τους τόπο και ένιωσαν δέος. Ωστόσο, δεν ήξεραν αν πρέπει να ζηλέψουν ή να θαυμάσουν. Κι έπλαθε ο καθείς, στη σκέψη του, μέρη παραμυθένια. Κι ήταν το φως αυθύπαρκτο. Ως να μην το δημιούργησε ποτέ κανείς. Ως να είναι, αυτό, πέρα από την ευμορφία, πάνω απ’ την αθανασία.
Και καθώς, λίγο, στοχάστηκαν, έγινε ο καημός τους ερώτημα:
 -Πώς έγινε;
Και είπε, η Αριάδνη:
-Η αλήθεια!
Και σπάραξαν αυτοί, γνωρίζοντας πως είχαν αποχωριστεί το σώμα τους. Και την ψυχή τους. Και ζούσαν στη σκιά τους, μέλανες και μοιραίοι.
Και εκείνη τη στιγμή που η υποψία διέρρηξε την ακινησία, ξέκοψε ο πρώτος απ’ το πλήθος:
-Δεν ξέρω αν νιώθω έχθρα ή πόνο! είπε.
Και καθώς τα λόγια ακούστηκαν ως ύστερος λυγμός, πρόσθεσε:
-Είμαι ο Ιωάννης!
Κι έμοιαζε ως να φωτίστηκε ενθυμούμενος την παλιά του ταυτότητα. Και τον κοίταξε στοργικά ο Όλβιος. Και παίρνοντας δύναμη απ’ τη μεγαλοσύνη, συνέχισε:
-Είναι που μου θυμίζουν την αμορφία μουτα λόγια του. Και εχθρεύομαι. Και φοβάμαι. Αυτή την αφύπνιση που με ανασκαλεύει. Δεν ξέρω καν αν είναι τα νοήματα των φθόγγων ή το μήνυμα του βλέμματος που με γυμνώνει. Όταν, αυτά, μίλησε τραβήχτηκε πίσω. Όμως, σαν να θυμήθηκε, ξάφνου, λόγο σπουδαίο, γύρισε στους πολλούς που τον κοιτούσαν:
 -Μοιάζει η ασφάλειά μας με τον αιώνιο ύπνο!
Και όπως έπεσε ησυχία βαθιά μετά από τα ανεπάντεχα, στράφηκε αλλού:
 -Πάρε με μαζί σου Όλβιε!
Εκείνος δεν απάντησε. Αλλά η Αριάδνη ήρθε κοντά του. Και του χάιδεψε τα μαλλιά, την ώρα που ο Απολλώνιος τους καλούσε:
-Γεννηθείτε στο φως! Κι έμοιαζε η προσταγή ευχή.
Και μερικοί θυμήθηκαν το Θεό τους. Και η Αριάδνη εξήγησε:
 -Δεν είμαστε εδώ για να ιδρύσουμε νέα δόγματα.
-Και πως θα βρούμε τη σωτηρία;ρώτησε η Μαγδαληνή.
Και καθώς η απορία έμοιαζε με απόγνωση, σκοτείνιασε. Κι ήταν παράφωνη η ομορφιάστην απελπισία. Και όπως αυτό το ένιωσε, βαθιά, ορθώθηκε. Και χωρίς δισταγμό ανέβηκε ψηλά ως το βωμό. Κι εκεί η Αριάδνη της κράτησε τρυφερά το χέρι όσο χρειάστηκε για να αισθανθεί το νόημα της τελετής.
 -Είμαι έτοιμη φώναξε!
Και οι άλλοι βλέποντας την απόφαση τρόμαξαν. Όμως η Αριάδνη πλησίασε στο βωμό και σηκώνοντας τα χέρια δεήθηκε:
-Δέξου ουρανέ τη θυσία! Κι ήταν ως να έφυγε όλη η ματαιοδοξία που πλάκωνε τα στήθη της και η Μαγδαληνή ένιωσε έτοιμη να τρέξει, ως όφειλε, στα λιβάδια των ερώτων.
-Αυτή είναι η σωτηρία!
ανέκραξε ο Ιωάννης και η Αριάδνη πάλι μίλησε:
 – Η γνώση είναι ο λυτρωτής. Απ’ όλες τις γνώσεις πρώτη η αυτογνωσία.
 -Και ποιο το τίμημα;
Η ερώτηση έκρυβε έχθρα και θυμό. Όμως, και την τελεσίδικη έναρξη της αποδόμησης. Γιατί τα αινίγματα είχαν ήδη διαλύσει κάθε συνωμοσία θωράκισης. Κι όλα τα ανάξιαφάνταζαν ετοιμόρροπα.
 -Σκληρό! Φώναξε από μακριά ο Ευφρόσυνος.
Πικρό! συνέχισε και το πλήθος αναδεύτηκε.
Μα, σαν να μην ήθελαν ν’ ακούσουν, έβγαλαν ήχο που ‘μοιαζε με ρουθούνισμα. Και σαν να εξαντλήθηκε στα δυο επίθετα όλες οι αναγκαίες εισαγωγές, μίλησε πάλι:
-Καλύτερα στον πόνο της απόγνωσης, παρά στην ευτυχία της αποχαύνωσης!
Ως πρόφερε αυτά τα λόγια ύψωσε το βλέμμα γυρεύοντας βοήθεια:
-Δάσκαλε! Φώναξε.
 Όμως, ευθύς κατάλαβε πως κάθε εξήγηση ήτανε πλέον περιττή. Γιατί η ύπαρξη ζητούσε ορμητικά τη δικαίωση της, ο Όλβιος γλυκά τον κοιτούσε και ο Απολλώνιος έδειχνε πια τον Ιωάννη που μοναχός, μακριά, βάδιζε στην έρημο. Και καθώς το σελήνιο φως απλώθηκε παντού, έσβησαν όλες οι σκιές, σαν μην είχαν περίγραμμα, κανένα, τα υπαρκτά ήνα είχαν σβηστεί όλα τα απόκρυφα. Κι έμοιαζε η νύχτα να αναδεύει παράξενες ζωές, την ώρα που η Αριάδνη ράντιζε το πλήθος με το ιερό υγρό, και η Μαγδαληνή χαμογελούσε.
Κι ήταν να μιλήσει ξανά ο Απολλώνιος, τρις να απαγγείλει, όμως ο Ευφρόσυνος φόρεσε το λευκό χιτώνα και ως έτοιμος να ήτανε από καιρό,έγνεψε στο πλήθος πως πρέπει να σωπάσουν. Τότε, έγινε σε όλουςφανερό το νόημα του χρησμού. Κι ήτανε πια ο καιρός να γεννηθούν κι αυτοί στο φως, για να βρει συγχώρεση η ύπαρξη τους.
Και καθώς η γοητεία της απόφασης, ήχησε με τη μεγαλοπρέπεια της σιωπής, ο Απολλώνιος πλησίασε ξανά τον άντρα με την γαλήνη των ματιών.
-Όλβιε! Είπε πάλι!
Σκίρτησε ξανά εκείνος στη θέρμη του κι όλοι σκίρτησαν. Κι ήταν εκεί που έβαλε, ο άλλος, τέλος στο παράξενο νόημα.

 ————————————————————————–

Ο Βαγγέλης Φίλος γεννήθηκε το 1954 στα Άγναντα Άρτας. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και εργάζεται στα Ιωάννινα. Έχει εκδώσειτα εξής βιβλία: «Μηδενική Ακολουθία», ποιήματα, Ιωάννινα 1989. «Ενθαλπία», ποιήματα και πεζά, Ιωάννινα , 2005. «Αλιάνθη», πεζά, Ιωάννινα 2007. «Θεάλια», πεζά, Ενδοχώρα, Ιωάννινα, 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Όλβιος, Του Βαγγέλη Φίλου."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *