Λίγα λεπτά με την Άλκη Ζέη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Γράφει η Βασιλεία Πολίτη

Άνοιξα τον υπολογιστή κι έμαθα τα νέα του θανάτου της μεγάλης μορφής της ελληνικής λογοτεχνίας. Τι να χωρέσει μέσα σ” ένα «συλλυπητήρια» προς τους οικείους της κι ένα «ευχαριστώ» στην μνήμη της; Αποφάσισα μόνο να μιλήσω για την τελευταία φορά που την είδα ανοίγοντας τα κιτάπια μου.

«Ένας άνθρωπος περπατάει στην χλόη». Περπατάει; Κι εγώ που νόμιζα πως σκόνταψε. Μα υπάρχει ακόμη Χλόη; Ένας μύθος την θέλει νεκρή την στερνοκόρη της Νιόβης. Σκέφτηκα «πόσο καιρό έχω να περπατήσω στην χλόη;» Έχει τόσο πράσινο κι όμως τα πλακόστρωτα και τα παβέ απορροφάνε τα βήματά μου στην πόλη μας. Κι ο πλανήτης τι χλόη, τι γρασίδι, τι «πράσινο αίμα» έχει να προσφέρει σήμερα; Μία φράση της Άλκης Ζέη κι άρχισα τις ερωτήσεις με βλέμμα παιδικό.

Σαρανταπέντε λεπτά κολλημένη στην κίνηση, τα τούνελ των Βρυξελλών ασφυκτικά γεμάτα από καυσαέρια, μεγάλη η καθυστέρηση. Δεν πρόλαβα λοιπόν πολλά μα είδα γνώριμα πρόσωπα της ομογένειας και μια εξίσου ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα στον πολυχώρο του Περίπλου που ξέρουμε εδώ και δεκαετίες. Μπουκωμένη η πόρτα, έχωσα το μουσούδι μου ξεγλιστρώντας στα ελάχιστα κυβικά εκατοστά που ελευθέρωσε κάποιος που έφυγε. Άκουσα περιγραφές να εξυμνούν το μεγαλείο μιας συγγραφέα που ξεπερνάει τον ορισμό της λέξης μιας που εφάπτεται τόσο της ιστορικού, και παιδιά να κάνουν ερωτήσεις με θάρρος χαρίζοντάς της ένα τραγούδι.

Τέντωσα τον λαιμό να δω. Ήταν εκεί. Το ίδιο γλυκιά με τότε, το 1992 που είχα την χαρά να της φέρω ένα μπουκέτο λουλούδια στο όνομα της σχολικής τάξης. Είχα κερδίσει ένα αυτόγραφο και δυό χαμόγελα. Δεν θυμάμαι τίποτ” άλλο συγκεκριμένο, περάσαν και τόσα χρόνια. Μα θυμάμαι ότι ήταν προσιτή και μας αγάπησε με την απλότητα που αγαπούν τα παιδιά όσοι βλέπουν την ζωή με οδηγό την συντροφικότητα.

Πρώτη του Μάρτη και νάτην στην βρυξελλιώτικη συντροφιά μας. Απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού με το ίδιο χιούμορ που διαιωνίζει τον μύθο γύρω απ’το όνομά της. Λιτά κι απέριττα σε μια διαδικασία που η μνήμη επιλεκτικά κρατάει τα καλύτερα αποθέματα απ’τα χνάρια του χρόνου για να στηρίξει το σήμερα σε μια νεότητα που ξεπερνά τα 90 και ξέρει να μιλάει σε τρεις γενιές συγχρόνως. Και πώς να είναι αλλιώς όταν στηρίζεις έναν αιώνα με τόσο κοσμοϊστορικά γεγονότα μέσα στην πολιτική δράση και τα πολιτιστικά δρώμενα; «Δεν μετανιώνω για τίποτα», μας είπε με αίσθηση ευθύνης.

zei01

Κόσμος πολύς, «νέοι» Βέλγοι αναγνώστες της που τώρα «μεγαλώνουν» μαζί της ανακαλύπτοντας την γλώσσα μας. Κι αυτή εκεί. Να στέκεται στα πόδια της με μετριοφροσύνη σαν να μην την αφορούν εντελώς όλ” αυτά. Ν’αναμασάει την Σάμο των παιδικών της χρόνων. «Νόμιζα ότι για να περπατάς καλά, πρέπει να περπατάς κρατώντας ένα βιβλίο». Ένας παππούς που πηγαινοέρχεται μπροστά στην θάλασσα διαβάζοντας τους «αρχαίους» του πίσω από έναν σημερινό θρύλο. Έτσι κάπως, ακουμπώντας στα πρώτα της βήματα, μας φανέρωσε την αξία του βιβλίου σαν αντικείμενο και την σχέση μαζί του σε μια βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη απ’την τρυφερή ηλικία των τριών. Και μετά αναφέρθηκε ο Δεκέμβρης που θέλει να ξεχάσει. Που ξέχασε ίσως λίγο παραπάνω μαζί μας εκείνο το βράδυ. Σάστισα. Το καπλάνι της το ξαναείδε στην Σάμο μετά από εμένα όταν επισκέφτηκα σε πολύ τρυφερή ηλικία εκείνο το μικρό μουσείο. Πόσα παιδιά το είδαν πριν το ξαναβρεί η ίδια;

Πλησίασα το τραπέζι που στεκόταν. Τα μάτια μου σταμάτησαν σ’ένα μέλος της. Πόση δύναμη έχει αυτό το χέρι; Πού είναι τ’αρθριτικά του; Πώς επιμένει να γράφει χωρίς να σταματάει; Φάνηκε από μακριά η ρώμη, η σταθερότητα της γραφής, η συνήθεια να στηρίζει τον κοινωνικό της ρόλο μα κι η όρεξη να τελειώνουν όλ” αυτά γι’εκείνο το βράδυ. Δεν ήθελα εξ αρχής να είμαι μέσα στην ουρά και να με πιέζει η αναμονή όσων περίμεναν πίσω. Επέλεξα λοιπόν να τελειώσουν όλοι με τα αυτόγραφα για να έρθει τελευταία κι η δική μου η σειρά. Λίγο τρακ και μεγάλη αδημονία.

Μάλλον περίμενα ν’αδειάσει η αίθουσα για να κλέψω λίγο χρόνο. Να γίνω μια στίξη, όχι μια περαστική λέξη. Έτσι ευχήθηκα. Και να, έφτασε η ώρα μου. Δεν έγειρα την πλάτη, πώς να σκύψεις; Ακούμπησα το γόνατο κάτω κι έφτασα τα μάτια της. Όχι γιατί είναι παιδί ή ηλικιωμένη, ούτε γιατί ήρθε το δέος που σε κάνει να υποκλίνεσαι. Γιατί δεν μπορούσα αλλιώς να ζυγίσω τις λέξεις μου. Ο θαυμασμός σωπαίνει μπροστά στις αλήθειες των ανθρώπων.

Της είπα πού την έχω ξαναδεί και της ζήτησα ξανά την υπογραφή της. Στο άκουσμα του ονόματος της παλιάς μου δασκάλας, ξέκλεψα λίγη λάμψη που συντονίσαν τα Χτές μας στο πετάρισμα χαράς που τίναξε το κορμί της. Πήρα τα τρία αυτόγραφα που ήθελα με υποσχέσεις για το μέλλον, υπάρχει κι άλλη γενιά που θ’ακολουθήσει την μελωδία των γραπτών της. Και κάθησα εκεί σαν παρατηρήτρια. Άλλωστε δεν έβλεπε ότι την κοιτάνε. Δεν μπορούσα να φύγω.

Στεκόταν εκεί στην μοναξιά της καρέκλας της και κανείς άλλος δεν της μιλούσε ενώ κάποιοι συνέχιζαν τα σχολιάζουν την βραδιά ή να λένε τα δικά τους. Το «ιβέντ» είχε γίνει, όλοι αποκόμισαν αυτό που θέλαν κι αυτή απολάμβανε το ουισκάκι της με αργές κινήσεις μια μπουκίτσα παξιμάδι, λίγο ξηροκάρπι.

Εβδομήντα αντίτυπα δεν είναι λίγα. Ξεπεράσαν τις εκτιμήσεις. Ευφραινόταν κι αυτή την στιγμή της.

Κάθησα σ’ένα σκαμπώ δίπλα της. Έτσι για την Ιστορία, la petite histoire. Πέντε λεπτά σιωπής να την μοιραστώ μαζί της. Επειδή ακούμπησα το κοριτσάκι που ήμουν πάνω στην Μέλια που με κουβάλησε στις σελίδες της, εκεί, περισσότερο απ’τα άλλα βιβλία της που λαίμαργα διάβαζα. Και τότε την ρώτησα κάτι. Και μιλήσαμε για χαρτί και για μελάνι, για μολύβια κι υπολογιστές. Το παιχνίδι του πηγαινέλα που σου δίνει η τεχνολογία, το παίζει κι αυτή με τον τρόπο της. Το 2002 έπιασε υπολογιστή και… «είδα τι γράφω» μου είπε.

Θυμήθηκα την γραφομηχανή, είχα κι εγώ μια και την γνώρισα για λίγο. Ξεπετάχτηκε η παιδική μου δυσκολία, αυτή των γραμμάτων που φυλακίζονται πίσω από μια ταινία μελάνι ανάμεσα σε δύο σίδερα. Όντως δεν βλέπεις ποτέ τι ακριβώς γράφεις την στιγμή που το γράφεις. Μου μίλησε γι’αυτό το πηγαινέλα του τιπέξ των διορθώσεων που τελικά είναι κουραστικό. Δεν ένιωσα κοντά της ιδιαίτερη οικειότητα, άλλωστε δύο άγνωστες είμαστε, μα κι όμως ήταν ένας τόσος δικός μου άνθρωπος, γιατί είναι ένας δικός μας άνθρωπος, γιατί ανήκει σε όλους μας. Ένιωσα το τέμπο της δημιουργίας στις σιωπές ανάμεσα στις λέξεις της όταν μου μίλησε για κασετίνες με μολύβια.

Βρέθηκα στα μονοπάτια της φαντασίας μου με την Άλκη Ζέη μπροστά σε μια γραφομηχανή-μολύβι-υπολογιστή κι ήταν σαν μαζί να βλέπαμε το τέλος ενός κεφαλαίου. 22 Μαρτίου θα πήγαινε στο Ίδρυμα Νιάρχος. Όλο την τρέχουν να την αναδείξουν σε γοργούς ρυθμούς και φυγαδεύει τον εαυτό της στις Βρυξέλλες για να μπορεί να γράφει. Δύο χρόνια ακριβώς μετά απ’τους δικούς μας «μίνι» βομβαρδισμούς όποιος ήθελε λοιπόν την έβρισκε στην Αθήνα κι ας την διακόπταν απ’το έργο της κάποιοι Φάμπερ και Καστέλ. Το επόμενο βιβλίο το τελειώνει το καλοκαίρι. Ένιωσα ότι ξέρει να προβλέψει τον εαυτό της στα «άγραφα γραμμένα» κι ότι δεν μου μιλούσε για ημερομηνία έκδοσης. Ίσως να έκανα λάθος και το «θα το τελειώσω» να σημαίνει «θα το εκδώσω». Τι σημασία έχει; Μου χάρισε μια στιγμή που ο χρόνος σταμάτησε και με κοιτούσε.

zei03

21ος αιώνας κι αναρωτιέμαι πώς να περπατάει ο Τσέχοφ που έσβησε στην μνήμη χωρίς γλαφυρές περιγραφές, δίχως λουλούδια, χωρίς ένα πουλί κρυμμένο στο κλουβί ή στο καπέλο του, αφού έγινε ένα όνομα, το σκυλί κάποιου κάπου στις συνειδήσεις μερικών, κι απέχει τόσο απ’την Ρωσία άλλων εποχών και των διηγημάτων που διαβάζαμε μικροί. Όσοι ήμασταν εκεί, ακούσαμε τον Άντον, τον μεγάλο της «αντίζηλο» θα μπορούσε να πει κανείς, στην σκιά της. Στην εποχή της παροδικότητας της πληροφορίας, η αμεσότητα μιας Ζέη φωνάζει τις επιταγές μιας ελληνικότητας. «Η κάθε χώρα έχει τους δικούς της» μας λέει, και τάζετε στην μητρική γλώσσα και στην χώρα σαν συγγραφέας που ανήκει σε όλους μας. Λάθος έκανα λοιπόν. Δεν συγκρίνεται ούτε με τον Τσέχοφ, ούτε με κανέναν, ούτε καν με τον αλλοτινό εαυτό της. Χαίρεται μόνο για την περηφάνια που νιώθει η αδερφή της μπροστά σε μια οθόνη που δείχνει ντοκιμαντέρ την ζωή της.

Η Άλκη Ζέη λοιπόν είναι εκπρόσωπός μας και γιαγιά για πολλούς. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια πρωτοπόρος της γενιάς της που υπογραμμίζει την σημασία του ανήκειν στις αδερφικές συμμαχίες που χτίζουν τα γεγονότα. Μου θύμισε τον μεγάλο θεωρητικό René Kaës που στα βήματα του Φρόιντ έβγαλε στο φως τον όρο «αδερφικό σύμπλεγμα». Οι φιγούρες της ετερότητας και του «διπλού», του «διδύμου» μπλέκονται στις σχέσεις όπου αγάπη, πάθος, αντιπαλότητα και συντροφικότητα δίνουν οντότητα σε ομάδες και καθορίζουν συνειδήσεις με αίσθημα μαχητικότητας. Πέρα απ’την σχέση παιδιού και γονιού που μπορεί να προσδιορίσει κάποια στοιχεία στην προσωπικότητά μας, η κάθε ομάδα που εντάσσεται κανείς δίνει μια διάσταση στην ταυτότητα μας. Κι η Άλκη Ζέη μας ονομάζει σ ́όλα της τα βιβλία αυτές τις διαδικασίες για να φωτίζει το Σήμερα με το Χτες που έζησε. Σπέρνει συνείδηση η Άλκη Ζέη.

«Πόσο θα ζήσεις ακόμη γιαγιά;» ρωτούσαν τα αληθινά της εγγόνια, κι αναρωτήθηκαν οι μεγαλύτεροι «ποιο είναι το μυστικό σας που φτάσατε έως εδώ;». «Πώς άλλαξε η σχέση μας με τον θάνατο και την αναπαράστασή του;» αναρωτιέμαι με την σειρά μου στο άκουσμα των λέξεων που αρθρώθηκαν και διατυπώθηκαν εκείνη την βραδιά τόσο διαφορετικά αναλόγως της ηλικίας μας.

«Η Άλκη Ζέη», είχα σημειώσει εκείνη την ημέρα, «μας φεύγει, για ταξίδι ή για τα επόμενά της βήματα όπως κάθε μέρα μας φεύγει, κάθε στιγμή μπορεί να μας σταματήσει τον ξέφρενο ρυθμό της ζωής και να μας κάνει ν’αναρωτηθούμε». Κι ήρθε σήμερα η στιγμή που όντως έφυγε για πάντα. Ας είναι τα χνάρια της αέναα εξίσου φωτεινά στο διάβα της Ιστορίας γιατί η Άλκη, αν κάτι πέτυχε, είναι να μιλάει στα παιδιά για τα χειρότερα των μεγάλων με τον πιο έντιμο τρόπο όπως μας θυμίζει ο κριτικός Μιχάλης Αργυρίδης. Τα τιμαλφή της χαρίζουν αυτήν την ίαση που προσφέρει η Τέχνη. Καταγράφει σχεδόν με φωτογραφική μνήμη εικόνες της Ιστορίας βοηθώντας τον καθένα μας να τοποθετηθεί απέναντι στο συλλογικό παρελθόν μέχρι που κι η ίδια έγινε Ιστορία…

Αντίο λοιπόν δεν αρμόζουν σήμερα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Λίγα λεπτά με την Άλκη Ζέη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *