Κάνω ότι….θέλεις

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

«Ξεκουμπίσου, όχι εδώ… η Σόλωνος έχει ψωμί…» Έρχομαι από χαμηλά (Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι *)… «Πατησίων; Πολυτεχνείο;» Λιοσίων. Ανοχείο. …Κάνω πορεία. «Το Πολυτεχνείο Ζει;» Ο Θάνατός μου Ζει. Τη Χαραυγή του 73. Την Αλλαγή του 83. Την παραλλαγή του 93. Την εναλλαγή του 3. Και τη Χρυσαυγή του 13. «Τόσες αλλαγές για ένα θάνατο; Τόσες νίκες για μια ήττα;»

Έρχομαι από το 308. Ήμουν και Θησέως 59. Και Λένορμαν 77. Και στην Ελευσίνα. 3ΧΧΧ. STUDIO. Πάρις, χάρηκα. «Η Πάρις Hiltonεν πλατίοις Κανίγγοις;». Απ’το Κυπαρίσσω. Θέλω ν’ αλλάξω στάσεις και παραστάσεις. Να παίξω catenaccio στο θάνατο. Όχι άλλο πια στον πάγκο της ζωής.Να σουτάρω. Αντί να με χουφτώνουν, να με μπουκώνουν, να με γκολάρουν. Με σουτάρουν. Κάνω τα ντέφια τους. Ουρά…

Και κάθε φορά που τα οδοντωτά φερμουάρ κροτάλιζαν στην ανηφόρα τους, ξαναστριμώχνοντας τα λίγο πριν χιλιοφιλούμενα, στο μυαλό μου η γιαγιά μου… τους τραγούδαγα, όπως με νανούριζε μικρή στο χωριό, τη Δίβραινα, στη δροσιά του κατωγιού, δίπλα στις ασβεστωμένες βυτίνες με το λάδι… Η θειάααα μου η Αααμερσούδααα δυο βρακιάααα φορείειει, ώωωσπου να βγάααλει τόοο’νααα, τ’άλλο το κα-του-ρεί ειειε... Ουρά σου λέω.

«Άιντε ούστ… (Άιντε θύμα άιντε ψώνιο…**). Στη Νομική. Εγώ έχω τακτική πελατεία. Από τότε που’μουν φοιτήτρια στο Χημείο… Άιιντέεεε σου λέω! Κάν’τη για πάνω…πάρ’ τη θέση της Έλσας (***). Τραβέλι του κερατά. Σκοτώθηκε, τον σκοτώσαν. Ατυχηματικώς». Πώς είπες; Την ‘Ελσα… Την ήξερα. Ψυχούλα. Σταφιδιασμένη. Γριά 25 ετών. «Τον κράτησαν 3 μήνες στο ψυγείο. Οι δικοί του δεν είχαν χρήματα να τον μεταφέρουν στη Βουλγαρία».

Τρεις μήνες; Μόνο; Εμένα με κράτησαν 30 χρόνια! Κι εννιά παραπάνω! Εξηνταρίζω του χρόνου. Κι είπα ν’αλλάξω φύλο. Ούτ’ετερό, ούτ’ομό, ούτ’αμφί, ούτε καν transexual . Αλλά Real. Να μην τρέχω πια στα συλαλλητήρια. Τα πανώ είναι βαριά και το βράδυ τα χέρια μου πρέπει νά’ναι ξεκούραστα. Πολλοί δυσκολεύονται…τους παίρνει χρόνο…. καταλαβαίνεις. Πάντα με καταλάβαιναν. Περιθωριακά. Αλλά με κατάλαβαιναν. Και να μην ψηφίζω πια για συνδικατούχους. Με ξίπασαν. Με δίψασαν. Με ρήμαξαν. Και να μην κρύβω πια ασφυξιογόνες μάσκες στο συρτάρι κάτω από τα λιπαντικά, τ’αντισηπτικά και τα brasilianstrings. Να γίνω ου δε τε ρό φυ λη. Να διακρίνω καλύτερα το είδωλο. «Η Ζωή σε Απόσταση» του Κων. Τσάτσου, του προέδρου. Μου το χάρισε ένας πελάτης. Δεν τό’χε και τόσο ‘’περίσσιο’’ ο κακομοίρης, με ταλαιπώρησε λιγουλάκι αλλά… Μορφωμένος, ματσωμένος, βολεμένος, άνθρωπος της Βουλής δηλαδής…Βουλευτής; Καθαριστής; Χμμ θα σε γελάσω…Για να κρίνω καλύτερα λέει. Να ξεχωρίζω τα γεγονότα πιο αντικειμενικά.

Τι να σου πω; Σαν τα ίδια δε μού’χε πει κι η Λούλα; Γεννημένη πατρόννα. Καλή της ώρα «…μην ξαστρίσεις, πρόσεξε…μη τυχόν και σου τάξει λούσα και κούρσα και ρούχα και μωρά κι Ευρά… Νά’χεις το νου σου. Για να μην πονέσεις. Για να μην το κάνεις από αγγαρεία. Να απομακρύνεσαι από το συναίσθημα. Να ξεχωρίζεις τον οργασμό από τον Οργασμό. Να το κάνεις, σαν τη λεγάμενη την Πολιτεία, στη Μηνοδότος στο 57, ξέρεις πίσω απ’την Καβάλας… ξε-ρά. Αποστασιακά. Στην υγειά Σου και στην υγειά της μαυριδερής Σου… Μαυροδάφνης. Τότε μόνο η γυναίκα οργάζεται πλήρως. Όταν δε νοιάζεται για τον άλλον. Γιατί τη νοιάζει μόνο το «πορτόνι» της. Άκου που σου λέω. Θα με μνημονεύσεις….». Καλή της ώρα. Δροσερή κι απάνεμη νά’ναι η γωνιά της Κόλασης που οι Πολιτικοί της επιφύλαξαν. Και στον Κάτω Κόσμο πρόλαβε κι άνοιξε μαγαζί η αθεόφοβη. STUDIOParadise . Θεός σχωρές’την εκεί που ξενοκυλιέται απόψε στα λιβάδια του Θεού. Μια Madameγδαρμένη, καταματωμένη μα Καταξιωμένη στ’Αρχονταρίκι της.

Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο? γράφει ο τοίχος στη Ρήγα Φεραίου. Πόση ζωή κρύβει ένας θάνατος? Πόση αρχή κρύβει ένα τέλος; Λιγοψύχησαν τα βήματά μου δίπλα στου Φιλιπόττη. Εγώ, του βούρκου. Βούρκωσα μπρος στο Εξομολογητήριο της βιβλικής του βιτρίνας. Τέσσερεις χιλιάδες άτομα με περίμεναν μες στη Νομική. Όπως εκείνο το Νοέμβρη. «Εμπρός να κατηφορίσουμε για το Πολυτεχνείο, μας περιμένουν …». Έτσι ροβολάγαμε πάνω απ’την Αη-Λιόσια, στη στροφή, προς τον Αη-Βλάση, στο λόγγο… (Είκοσι χρονώ γομάρι, σήκωσα όλο το νταμάρι, κι έχτισα στην εμπασιά, του χωριού την εκκλησιά)… βάζαμε λιόκλαρα στα μαλλιά και δεν ακούγαμε τη λειτουργιά αλλά τ’αγόρια που μας κούρσευαν την καρδιά… Τα χρόνια της αθωότητας.

Πόσο ανάξιοι φάνηκαν εκείνης της ημέρας!!! Της όγδοης! Της υπερβατικής! Της ανακαινισήμου Πολιτικής!

Όλοι οι παλιοί είν’εκεί. Νυν πολιτικοί. Κι ο Ανδρεάκος. Ο μπαγασάκος. Πέρασε το ζιβάγκος απ’την ανάποδη – μες στα σκοτάδια του Άδη πού να δει – έστριψε στα μουλωχτά, σιγανά και δεξιόστροφα, να μην ακουστεί απ’τους πέριξ τάφους, το κλειδί του Οικογενειακού και Ωωπ! … δρασκέλισε τον πίσω τοίχο του Α΄Νεκροταφείου. Αυτόν της Υμηττού. Συχνά-πυκνά ξεγελά το φύλακα, μετανάστης ο φουκαριάρης απ’τις κρύες, πλούσιες πόλεις του Βορρά, να του δανείσει κάνα σεντς να πάει ν’ακούσει λίγο πιο πάνω στη Καισαριανή, στο ‘Χάραμα’, την ιέρεια του περιθωρίου. Μπέλλου-Τσιτσάνης. Να ζεϊμπεκίσει την Ευδοκία. Να νταλκαδοκαψουρίσει… Φέρει ντέρντι για το Έθνος…

Κάθομαι στη θέση της Έλσας. Τρώω passatempoκι ανοίγω το τρανζιστοράκι. Το Iphone, κι αυτό δώρο, μού το τσίμπησε ένας φιλαράκος την ώρα της πολύ στενής μας φιλικότητας, σ’ένα κλιμακοστάσιο στη Μεσολογγίου στα Εξάρχεια. Φιλικά το κάναμε εκείνο το μεσημέρι. Πέρασε τώρα το μοναχικό σχήμα στη Μονή Κουδουμά. Μμμμ, μάλλον στην Κουτλουμουσίου. Μοναχός Νταβά. Χρόνια réceptionniste στο ροζ Ηotel«ΈΛΛΑ-Στο θείο», στην αρχή της Βασ. Σοφίας. Κράχτης να πούμε…

Συνδεόμαστε απευθείας με τη Βουλή: «Φταίει η Πολιτεία που. Η Χώρα δεν. Η Κοινωνία όταν.» Η δήλωση της Θ. Τζάκρη: «Θα ψηφίσω τα μέτρα με το πιστόλι στον κρόταφο» με αντι-ατάκα «..δε βρίσκεται κανένας σε αυτή την αίθουσα να τραβήξει τη σκανδάλη;» Και η δήλωση του Η. Κασσιδιάρη προς Α. Τσίπρα: «Θα τον παρακαλούσα να είναι πιο ήπιος στις ανακοινώσεις του για να μην σκίσει κανένα καλσόν»…

Πολιτεία, Χώρα, Κοινωνία, Σκανδάλη, Καλτσοδέτα… καλά σε ποιο STUDIO δουλεύουν αυτές οι κοπέλλες? Απρόσωπες είναι; Ανέραστες; Οι του Βήματος της Βουλής πατρονάριοί τους είναι ανεύθυνοι;

…. δε μπορεί. Λάθος στα FMέγινε. Κάποιος έβαλε ψείρα στο Jacuzzi.Θυμάμαι μια φορά στο 126 της Συγγρού κάποιος αλλοδαπός. Τροϊκανός; Μολδαβός; Όμορφος πάντως, με ‘πλούσια τα ελέη’ του Θεού,μου είπε θα σου σκίσω το καλσονάκι και θα σου δώσω να πάρεις άλλο. Για να το ξαναφορέσεις, να ξανάρθω και να σου το ξανασκίσω…

Όχι είπα Θεέ μου. Όχι. Να μην ξανάρθει. Κανένας τους. Ποτέ. Ποτέ πια στη Βουλή. Ας ήταν για λίγο. Για μια φορά τους έκατσα. Εντάξει. Στην απελπισία μου. Έχω τρία…μαμά τα αθλητικά μου τρύπησαν, κι εμένα πότε θα με γράψεις στ’αγγλικά; πάνε χρόνια που μου το υπόσχεσαι… Αλλά όχι, ποτέ πια τα ντιριντάχτα των. Προτιμώ αλλονών, πιο ανθρωπίνων κι ας τά’χουν ίδια μανάκι κρητικό, ζαρωμένο, σε χρονιά άνομβρη.

«Έλα πάρ’τον αυτόν… Σ’τον χαρίζω. Σε λυπάμαι γαμώτο…». Ο τοίχος στη Μασσαλίας έγραφε Έρωτας ή Τίποτα. Το μυαλό ξεροκαταπίνει, η ψυχή μυρμηγκιάζει…κλάσματα χρόνου… κλάματα πόνου…τραύματα όρκου, των παππούδων μου, απ’το λαδοχώρι… με τις κρούσταλλο βρύσες που τρέχαν πυρηνέλαιο, κάτω απ’τον Παρνασσό και τη Γκιώνα, με τον Πόλεμο, το Συμμοριτοπόλεμο (Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ΄αφέντη το φαΐ). ΟΧΙ. Πια. Άσε, πάω να χέσω το φοίνικα. Στο παρκάκι απέναντι στη Νομική. Κι ας με βλέπουν τα πρεζόνια. Στο ‘μελανούρι’ μου. «Ωραία μού’σαι! Όταν βλέπει η σκύλα το λαγό τότε κάθεται να κατουρήσει…, κι ύστερα μου λες γι’ανεργία..». Μη φοβού. Την ώρα της επόμενης καλπικής αφόδευσης θα κεντήσω και δια του λόγου σου, με συντεχνιακή βελονιά, χρυσόκλωστον πόρδον στριφογυριστόν και γλυκανάλατον. Υπαλληλίσκα της Βουλής της πιάτσας. Φοβάσαι για τα σώβρακά σου… μη τυχόν και σ’τα πάρουν…

Τρέχω από μένα. Με καταδιώκω άγρια. Στρίβω Ασκληπιού. Μου σπάει το ΔΕΞΙ τακούνι. Τρέχω (κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό)… μια γριέντζω ιερόδουλη. Βαμμένη σαν που… Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου, μια ελληνίδα υπήκοος και ιθαγενής είμαι, desperatehousewife. Βγάζω και το ΑΡΙΣΤΕΡΟ παπούτσι. Σηκώνω την τεριλέν φούστα στο ΚΕΝΤΡΟ. Με στενεύει κι αυτή. Αγκομαχώ (και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή). Ευτυχώς! Μου ξέφυγα. Μου γλύτωσα. Στη στροφή καταπάνω. Καπλανών και Σίνα. Τρεκλίζω, πέφτω, ξεπέφτω. Ο τοίχος γράφει: Όλα ή Τίποτα.

Πάει στα ΚΤΕΛ Κηφισού; «Όχι, στα ΚΤΕΛ Λιοσίων… πού θες να πας;» Επιστρέφω στο χωριό μου. «Πώς το λένε;» Αθωότητα. «Μπες στο 224»….

Τους την έκανα! Και τώρα. Κάνω ότι… θέλεις γράφει το αυτοκόλλητο στη στάση του Φιξ: Σοβαντίσματα, φτυαρίσματα,μερεμέτια, δολώματα, ρεμπαντέματα, κοντέματα (Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς)

………

Στο λεωφορείο ανεβαίνει ένα τόσο δα μεταναστάκι, με το ακκορντεονάκι κι ένα σκυλάκι στο σκουφάκι. Κοιτάζω το μηχανικό μου ρολόι αμήχανα. Ο Χρόνος σηκώνεται και χτυπά το κουδούνι. Θέλει να κατέβει στην προηγούμενη στάση. Παραμερείστε παιδιά τις τσάντες σας να περάσει ο κύριος και κρατηθείτε γερά, μη τυχόν σε κανένα φρενάρισμα… έχει λίγο κίνηση… θα προλάβουμε το σχολείο… Μας έπαιξε λίγο από Piaf(Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι ούλοι δούλοι αφεντικό και μ΄ αφήναν νηστικό). Όμοια στο Άουσβιτς, που ξεπροβόδιζαν στον Αχέροντα Χάροντα, με Μουσική Δωματίου, οι μελλοθάνατοι τους μελλοθάνατους.Από πού είναι ο θάνατος; Έχει χαρτιά; Είναι παράνομος; Κατεβήκαμε. -Πόσο τυχερό είναι το παιδάκι μαμά! Έχει σκυλάκι! –Ναι μαμά, εμάς δε μας έχεις πάρει τόσα χρόνια! Πόσο είναι τυχερόοο….

Γιατί το μεγαλύτερο ρίσκο στη ζωή είναι το να μην παίρνεις ρίσκο.

=============================================================================
Δέηση Υπέρ Αναπαύσεως
:
* του Ελληνισμού του ποιητή Κώστα Βάρναλη (Η Μπαλλάντα του κυρ-Μέντιου)
** του ψαρο-Νίκου Ξυλούρη
*** Και της Έλσας (κατά κόσμον Γιούκο Πέτροφ)



Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Κάνω ότι....θέλεις"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *