Η σχεδία της Μέδουσας, η ιστορία ενός διάσημου πίνακα

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ιούνιος του 1816. Μόλις ένας χρόνος από την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό αλλά και την Αποκατάσταση της Γαλλικής Μοναρχίας. Βασιλιάς, ο Λουδοβίκος ο 18ος. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων, η Βρετανία παραχωρεί σαν δείγμα καλής θέλησης την Σενεγάλη στους Γάλλους. Κυβερνήτης θα αναλάμβανε ο Julien-Desire Schmaltz.

Τέσσερα πλοία απέπλευσαν από το Rochefort της Γαλλίας με προορισμό το Saint-Louis της Σενεγάλης. Η φρεγάτα Meduse επικεφαλής του μικρού στόλου, ακολουθούμενη από το πολεμικό Loire, το μπρίκι Άργος και την κορβέτα Echo. Ο μελλοντικός κυβερνήτης επέβαινε στο Meduse, μαζί με την οικογένεια του. Σύνολο 400 άτομα, εκ των οποίων οι 160 το πλήρωμα.

Καπετάνιος του πλοίου, ο ευγενής  de Chaumareys, 53 ετών τότε, αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: είχε σχεδόν 20 χρόνια μακριά απο τη θάλασσα!

Κατόπιν απόφασης του de Chaumareys αλλά και προτροπής του Schmaltz, ο οποίος βιαζόταν να φτάσει στην Σενεγάλη να αναλάβει καθήκοντα, η Μέδουσα έπλευσε πλησίον των ακτών της Αφρικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεφύγει αρκετά από τα υπόλοιπα 3 πλοία, αλλά ταυτόχρονα να χάσει και την οπτική επαφή μαζί τους. Τα νερά στις περιοχές εκείνες δεν ήταν καλά χαρτογραφημένα, έτσι η Μέδουσα έπεσε σε ξέρα, κοντά στις ακτές που βρίσκεται σήμερα η Μαυριτανία.

Έγιναν κάποιες προσπάθειες να ελαφρύνει το πλοίο, μήπως ξεκολήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Έτσι, οι επιβαίνοντες άρχισαν να φορτώνονται στις 6 σωστικές λέμβους που διέθετε το πλοίο. Αυτές, χώραγαν 250 άτομα, έτσι οι εναπομείναντες 147 (146 άνδρες και μια γυναίκα) έμειναν στο πλοίο. Έφτιαξαν τότε μια σχεδία με τη βοήθεια των μαραγκών του πλοίου και με μόνες προμήθειες ένα πακέτο μπισκότα –που καταναλώθηκαν την πρώτη μέρα, δυο φλασκιά νερό – που χύθηκαν πάνω σε έναν καυγά, και 6 φλασκιά κρασί.

Η κακοφτιαγμένη σχεδία θαλασσοδερνόταν για 13 μέρες. Οι επιζήσαντες βρέθηκαν τυχαία από το πλοίο Άργος, αφυδατωμένοι, στα όρια της παράνοιας και της λιμοκτονίας. Από τους 147, μόλις 15 ήταν οι επιζήσαντες. Οι υπόλοιποι είτε πέθαναν από την πείνα, είτε σε στιγμές απόγνωσης έπεσαν μόνοι τους στη θάλασσα είτε οι πιο αδύναμοι δολοφονήθηκαν. Σημειώθηκαν περιστατικά κανιβαλισμού πάνω στη σχεδία και το όλο περιστατικό δημιούργησε ντόρο στους κύκλους της γαλλικής μοναρχίας.

Ο νεαρός ζωγράφος Theodore Géricault εμπνεύστηκε από το τραγικό αυτό περιστατικό και το απαθανάτισε με τρομακτικό ρεαλισμό στον διάσημο πλέον πίνακα «Η σχεδία της Μέδουσας» που σήμερα εκτίθεται στο μουσείο του Λούβρου. Ο πίνακας έχει μεγάλες διαστάσεις (4,91×7,16) κάτι που καθιστά κάποιες από τις ανθρώπινες φιγούρες που αναπαριστούνται να δείχνουν σε πραγματικό μέγεθος.

Ο Géricault έκανε τρομερή μελέτη και προεργασία για το έργο. Συναντήθηκε με δύο από τους επιζώντες, τον Henri Savigny, χειρουργό στο επάγγελμα, και τον Alexandre Correard, μηχανικό. Οι διηγήσεις τους καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το ύφος του πίνακα. Ο Géricault  επίσης έστησε το ατελιέ του κοντά στο νοσοκομείο Beaujon, έτσι ώστε να μπορεί να το επισκέπτεται συχνά. Ο λόγος που το έκανε ήταν για να μελετά τα νεκρά σώματα στο νεκροτομείο του νοσοκομείου, καθώς και τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των ασθενών, ούτως ώστε να είναι πιο πειστικές οι ζωγραφικές μορφές του. Οι δύο επιζήσαντες, καθώς και ο μαραγκός Lavillette τον βοήθησαν ώστε να φτιάξει ένα πιστό αντίγραφο της σχεδίας. 8 μήνες κλείστηκε στο ατελιέ του, με μόνη συντροφιά τον βοηθό του Louis-Alexis Jamar. Σχεδόν μοναστική ζωή, καθώς τίποτα δεν ήθελε να τον αποσπάσει από το έργο του. Για την αποτύπωση των μορφών στον πίνακα, χρησιμοποίησε γνωστούς και φίλους. Corréard, Savigny και Lavillette εμφανίζονται στον πίνακα (οι τρείς μορφές που βρίσκονται στην σκιά του καταρτιού), ο βοηθός του ο Jamar πόζαρε για την γυμνή νεκρή μορφή μπροστά που γλυστρά προς το νερό, ενώ για τη φιγούρα που βρίσκεται ξαπλωμένη μπρούμυτα με το ένα χέρι απλωμένο, πόζαρε ο Ευγένιος Ντελακρουά, φίλος του καλλιτέχνη. Η επιρροή μάλιστα που είχε στον Ντελακρουά ο πίνακας, αντικατοπτρίζεται εμφανώς σε ένα από τα δικά του κλασσικά έργα, την Σφαγή της Χίου.

Οι αναλύσεις για τον πίνακα, πάμπολλες. Ρεαλισμός; Αλληγορία; Το έργο αναπαριστά την στιγμή που οι επιζήσαντες της σχεδίας αντικρίζουν το Άργος… ή μήπως είναι η στιγμή που αυτό χάνεται από τα μάτια τους και εκείνοι προσπαθούν μάταια να του τραβήξουν την προσοχή; Η χρωματική παλέτα του πίνακα κυριαρχείται από ωχρούς τόνους, πολλά σκοτεινά σημεία και έντονη την παρουσία της ώχρας και του καφέ. Οι σκιάσεις φέρνουν στον νου τους πίνακες του Καραβάτζο.

Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, η συνέχεια όμως είναι εξίσου ενδιαφέρουσα.

Όλοι γνωρίζουμε το παιδικό τραγούδι «Ήταν ένα μικρό καράβι». Θα σκεφτόσασταν όμως οτι η ιστορία του τραγουδιού είναι ουσιαστικά η ιστορία της Μέδουσας, που μόλις πριν διαβάσατε;

Το τραγούδι είναι πασίγνωστο στην Ελλάδα, ωστόσο είναι γαλλικής προέλευσης. Και για τους Γάλλους είναι ομοίως ένα από τα πιο δημοφιλή παιδικά τραγούδια, και ο τίτλος του είναι «Il était un petit navire» (ίδιο, όπως και στα ελληνικά). Και οι στίχοι ωστόσο είναι σχεδόν επακριβώς μεταφρασμένοι από τα γαλλικά. Το «να δούμε ποιός θα φαγωθεί» δεν ακούγεται αθώο ούτως ή άλλως, αλλά γνωρίζοντας την πραγματική ιστορία πίσω απ’ αυτές τις φράσεις, είναι αν μη τι άλλω εντυπωσιακό πως μια μακάβρια ιστορία έχει γίνει στις μέρες μας παιδικό τραγουδάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η σχεδία της Μέδουσας, η ιστορία ενός διάσημου πίνακα"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *