H «μητέρα» είναι mama στα μανδαρίνικα (κινέζικα), mã στα χίντι, mama στα σουαχίλι… Η λέξη για τη «μητέρα», στη συντριπτική πλειονότητα των γλωσσών του κόσμου, ξεκινά με το γράμμα «μ», σε άσχετες γλωσσικές οικογένειες και διαφορετικές ηπείρους. Πώς γίνεται, όμως, αυτό; Ο γλωσσολόγος και μπλόγκερ, Jakub Marian, εξηγεί:
Η ομοιότητα οδήγησε ορισμένους γλωσσολόγους να πιστέψουν ότι οι λέξεις «μαμά» και «μπαμπάς» μπορεί να είναι απομεινάρια της υποθετικής πρωτοανθρώπινης γλώσσας, δηλαδή μιας γλώσσας από την οποία άρχισαν να αναπτύσσονται όλες οι ανθρώπινες γλώσσες πριν από περίπου 100.000 χρόνια.
Ωστόσο, δεν είναι γνωστό αν υπήρχε καν μια τέτοια γλώσσα (αν οι άνθρωποι είχαν μια πλήρως ανεπτυγμένη γλώσσα πριν αρχίσουν να μεταναστεύουν σε διάφορα μέρη του κόσμου), πόσο μάλλον αν μια συγκεκριμένη λέξη όπως η «μαμά» θα μπορούσε να παραμείνει αμετάβλητη για τόσο καιρό.
Το 1962, ο Roman Jakobson, ένας Ρωσοαμερικανός γλωσσολόγος, πρότεινε μια εναλλακτική θεωρία που είναι πλέον γενικά αποδεκτή, κι η οποία έχει ως εξής: Τα μωρά έχουν μια περίοδο ανάπτυξης (από 6 έως 10 μηνών περίπου), που ονομάζεται «βάβισμα» (babbling, στα αγγλικά). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα νήπια πειραματίζονται με τη φωνητική τους οδό και αρχίζουν να παράγουν απλές επαναλαμβανόμενες συλλαβές, συνήθως άναρθρες, με τα «μα μα…», «μπα μπα…» και «πα πα…» να είναι μεταξύ των πρώτων.
Αυτοί οι ήχοι είναι ως επί το πλείστον τυχαίοι και το μωρό δεν είναι ακόμη ικανό να συσχετίσει τους ήχους με ένα συγκεκριμένο άτομο—αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους γονείς να συσχετίσουν τους ήχους με τον εαυτό τους. Και, έτσι, δεν γεννιέται μόνο το παιδί αλλά και οι λέξεις «μαμά» και «μπαμπάς».
Ενώ η λέξη αναπτύχθηκε ανεξάρτητα σε διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες, οι περισσότερες λέξεις στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μοιράζονται μια κοινή προέλευση, που εμφανίζεται με κόκκινο στον παρακάτω χάρτη (σε πλήρη ανάλυση εδώ:
Ο κοινός πρόδρομος των λέξεων που εμφανίζονται με κόκκινο είναι η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh2tēr (μια λέξη, ανακατασκευασμένη από γλωσσολόγους, που χρησιμοποιήθηκε πριν αρχίσουν να αποκλίνουν οι ευρωπαϊκές γλώσσες), η οποία είναι πιθανώς μια τροποποιημένη εκδοχή του «μαμά». Οι περισσότερες από τις γνωστές εκδόσεις της βρεφικής ομιλίας έχουν επίσης πιθανώς έναν κοινό πρόγονο, αλλά επειδή η λέξη έχει μια φυσική τάση να αναπτύσσεται αυθόρμητα, η ανίχνευση της προέλευσής της είναι σχεδόν αδύνατη.
Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές εξαιρέσεις. Η μητέρα είναι mam και mamm στα Ουαλικά και τα Βρετονικά, αντίστοιχα, που αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από την παιδική ομιλία στις κελτικές γλώσσες. Παρόμοιες ανεξάρτητες εξελίξεις σημειώθηκαν στα ρουμανικά (mamă), στα αλβανικά (nënë ή mëmë). Η έκδοση της Γαλικίας (nai) φαίνεται να αναπτύχθηκε χάνοντας το «t» (γίνοντας mai, το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα σε ορισμένα μέρη της Γαλικίας) και στη συνέχεια αλλάζει σε nai.
Τέλος, μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η λέξη είναι κάπως διαφορετική στις μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Ευρώπης, δηλαδή στις φιννο-ουγρικές γλώσσες (ουγγρικά anya, φινλανδικά äiti και εσθονικά ema· ωστόσο, αυτές οι λέξεις δεν σχετίζονται), βασκικά ( ama), και τούρκικα (anne). Τέλος, η μαλτέζικη λέξη omm προέρχεται από τα αραβικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "H «Μητέρα» στις γλώσσες της Ευρώπης"