“H επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας”

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο
Από τη Μαρία Γεωργίου
Φωτογραφία: Oleg Degtiarov/ Newsville.be

Αριστείδης Λαυρέντζος, ο σκηνοθέτης

Από το Δαχτυλίδι της Μάνας (2002) στην Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας (2012)
Να παίρνω ένα κείμενο και να το ζωντανεύω στη σκηνή με τα εργαλεία του θεάτρου ήταν απ’τα πιο ακριβά όνειρά μου. Το πραγματοποίησα στη δεύτερή μου πατρίδα Βρυξέλλες, κάθε θεατρική σεζόν από το 2002, και παράλληλα στη γενέτειρά μου, Μηλιανά Άρτας (παρυφές Αγράφων Πίνδου), τα καλοκαίρια. Μετά από τον Καμπύση (Δαχτυλίδι της μάνας, 2002), Τερζάκη (Αυτοκράτωρ Μιχαήλ, 2003, και γαλλικά σε μετάφρασή μου, 2004), Όσκαρ Ουάιλντ (Ιδανικός σύζυγος, 2007), Σαίξπηρ (Τέλος καλά όλα καλά, 2006), Θ.Ουάιλντερ (Η προξενήτρα, 2007), Τσέχωφ (Βυσσινόκηπος, Βρυξέλλες-Λουξεμβούργο, 2010), Φεντώ (Χυλόπιτα, 2011) κ.ά., καταπιάστηκα φέτος, με την αυξανόμενη δυναμική της ομάδας (Θέσπις Βρυξελλών), με την Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας (ή Κυρίας απ’τα παλιά) του Ντύρενματ, που το κοινό υποδέχθηκε με ενθουσιωδέστερες κριτικές από κάθε προηγούμενο.

Το έργο πρότεινε η πρωταγωνίστριά μας Βαρβάρα Κάζιρα, γνώριμό της από μαθητικά χρόνια σε γερμανικό σχολείο. Έπρεπε όμως και να το «ερωτευθούν» σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ηθοποιοί. Θεατρικότητα της κάθε σκηνής, πλούσια και επίκαιρη θεματολογία, απόλυτη ισορροπία τραγικού και κωμικού, που ήταν και κατευθυντήρια γραμμή μου κατά τη σκηνοθεσία, μας έκαναν να το αγαπήσουμε όλοι. Ύστερα από έξι μήνες προβών, φτάσαμε στις παραστάσεις μας 26-29 Μαΐου.

Διάσημοι κριτικοί συμφωνούν ότι, παρά την ιδιαίτερη βαρύτητα του επώνυμου ρόλου (Γηραιά Κυρία), το κύριο «πρόσωπο» είναι η κωμόπολη του Γκύλλεν – ολόκληρη. Γι’αυτό, παρά τις δυσκολίες του πολυπρόσωπου, δεν μπήκα στον πειρασμό να κόψω τους ρόλους εννέα πολιτών του Γκύλλεν και να αφήσω μόνο τις «αρχές» (Δήμαρχος, Αστυνόμος, Λυκειάρχης, Εφημέριος), όπως έκαναν δυστυχώς και μεγάλα θέατρα. Πώς να γίνονταν η σκηνή της δολοφονίας του Ίλλ από το σύνολο της κωμόπολης χωρίς πολίτες; Το ίδιο για τη σκηνή απόπειρας αναχώρησης του Ίλλ και για τη σκηνή της επίσκεψης στον Εφημέριο, όπου προβάλλουν ανεπαίσθητα όλοι οι πολίτες ένοπλοι. Όταν λοιπόν άκουσα από έγκυρες κριτικές ότι κανένας «μικρός ρόλος» δεν υστέρησε και κανείς δεν πίστευε πως εφτά ηθοποιοί έπαιζαν για πρώτη φορά, αυτό ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση.

Σε συνεργασία με την καθιερωμένη σκηνογράφο Άντα Σωτηροπούλου, προβλέψαμε το υπερυψωμένο μπαλκόνι στη δεύτερη πράξη για να είναι εμφανής η διαφορά της δισεκατομμυριούχου (μπαλκόνι) από τον Ίλλ (μαγαζάκι , πεζόδρομος). Αν κάποιοι βρήκαν τα σκηνικά μας «φτωχά» σε σχέση με τη χλιδή του περυσινού παριζιάνικου σαλονιού (Χυλόπιτα, Φεντώ) δεν πρόσεξαν, φαίνεται, πως μόνο φτωχικά σκηνικά «σήκωνε» το έργο: Επίσκεψη πάμπλουτης σε μια πάμφτωχη κωμόπολη.
Το έργο του σκηνοθέτη συνοψίζεται, ως γνωστό, στην ερμηνεία του έργου, casting, διδασκαλία ηθοποιών, συντονισμό όλων των συντελεστών. Για την ερμηνεία κάθε έργου ρεπερτορίου μελετώ πολλά σχόλια, μεταφράσεις και οπτικοακουστικό υλικό, και στη φάση της σύνθεσης κάνω και τις απαραίτητες προσεγγίσεις με την εποχή μας γινόμενος όμως πάντοτε πιο μικρός από το συγγραφέα για να είμαι πιστός στο γράμμα και πνεύμα του. Για το casting πιστεύω οι επιλογές δικαιώθηκαν.

Μαθαίνοντας από τα λάθη μου, μαθαίνοντας από κάθε ηθοποιό και από πολλούς θεατές, πεπεισμένος ότι η κάθε τέχνη αποκαλύπτει τα μυστικά της μόνο όταν της αφιερώσεις αρκετό χρόνο και κόπο, ευχαριστώντας όσους βοηθάτε να γίνουν γνωστές οι προσπάθειες εμού και της ομάδος μας, ετοιμαζόμαστε για την επόμενη σαιζόν.

Ευγενία Πρέκα, η πρωτοεµφανιζόµενη

«Πέστε να μου φέρουν έναν καθρέφτη αμέσως, για να μπορώ να δω το πρόσωπο μου με τι μοιάζει», Ριχάρδος Β. 

Για μένα το θέατρο ήταν μια προέκταση  ανακάλυψης του εαυτού μου και των δυνατοτήτων μου. Μια όμορφη πρόκληση. Και μια κοινωνικά δεμένη πρόκληση, όπως η προσπάθεια για αποτέλεσμα σε μια ιεραρχική μα δημοκρατικά και ελεύθερα δομημένη κοινωνία.

Είναι η πρώτη φορά που παίζω στο θέατρο. Από μικρή, η μητέρα μου μας είχε εμφυσήσει μια αστείρευτη περιέργεια – την καλή, αυτή που δημιουργεί-  και ένα ενδιαφέρον για τις τέχνες – αυτό που συνδράμει στην άνθηση του ανθρώπινου γένους. Πηγαίναμε πολύ συχνά στο θέατρο, θυμάμαι ακόμη τις παραστάσεις του Ευγένιου Τριβιζά στην Αθήνα νωπές στη μνήμη μου…

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Στις Βρυξέλλες ήρθα για να κάνω την ειδικότητα μου. Εξασκώ την ειδικότητα της Παιδιατρικής σε δημόσιο νοσοκομείο των Βρυξελλών, κάτι που με χαροποιεί ιδιαιτέρως. Σπούδασα στην Κρήτη, στο Ηράκλειο. Γεμάτα φοιτητικά χρόνια. Κάθε Δευτέρα βράδυ, είχαμε τις ταινίες ‘σινεφίλ’  παλιότερων κυρίως εποχών στη κινηματογραφική λέσχη του Κορνάρου και μετά κρασί και αναλύσεις στις πλατείες της πόλης.

Κάθε φορά που ανέβαινα Αθήνα, το βιβλιοπωλείο της Δωδώνης στα Εξάρχεια ήταν από τους κυρίαρχους προορισμούς για αναζητήσεις και αναπολήσεις. Κάπου ανάμεσα στα συνέδρια και στις εργασίες για την Ιατρική, ξέκλεβα χρόνο για να δω μια θεατρική παράσταση ή να διαβάσω ένα θεατρικό βιβλίο.

Η ενασχόληση μου με τα παιδιά στο νοσοκομείο με γεμίζει και παράλληλα μου αποκαλύπτει πτυχές νεανικής  αθωότητας μέσα μας (τόσο εμού όσο και των συνεργατών μου). Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο ως δραστηριότητα παράλληλα με τη δουλειά μου, ανακάλυψα ότι και εκεί, αποκαλύπτεται ένα μικρό παιδί μέσα σε όλους. Που οφείλει να βγει στην επιφάνεια, να συνυπάρξει και να αναδημιουργήσει με τους γύρω του.
Επιτρέψτε μου, να αναφέρω δυο λόγια για την παράσταση, ως νοηματική οντότητα που εγώ εξέλαβα. Συνταίριασμα φιλοσοφικών μου αποφθεγμάτων με λόγια του Καζαντζάκη.

Στο έργο, θέτονται δυο βασικά ερωτήματα: Υπάρχει τιμή εξαγοράς για τα πάντα, ακόμη και για τη συνείδηση? Μπορεί να παραγραφεί ένα έγκλημα και μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει πάνω στο θάνατο (πραγματικό ή ψυχολογικό του άλλου)?

Το πρώτο είναι μάλλον αναπάντητο, διότι είναι τελικά πολύ υποκειμενικό και πολύ-παραγοντικό. Στο δεύτερο ερώτημα, ένα ισχυρό και βαρύ ναι καλούμαι να παραδεχθώ, καθότι από τη γέννησή του έως και σήμερα η ιστορία και η ζωή έχουν αποδείξει ότι ο άνθρωπος έχει δυο φύσεις, την καλή (που καλείται ο ίδιος να αναπτύξει) και την άγρια (που την προικίστηκε εκ γενετής προκειμένου να επιβιώσει).

Και τώρα ήρθε η ώρα να συλλογισθεί ο καθένας για τον ίδιο. 
Κλείνω κάπου εδώ αυτό το άρθρο ,  με λόγια ενός πολύ-αγαπημένου μου  συγγραφέα…
«Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. Πόλεμο στους άπιστους! Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι. Το μίσος μας είναι χωρίς συμβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα. Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτευμένους, Ν. Καζαντζάκης »

Βαρβάρα Κάζιρα, η πρωταγωνίστρια

“Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας” ήταν το θέμα της εργασίας μου στη γερμανική γλώσσα, τότε που έδιδα εξετάσεις για το γερμανικό μου απολυτήριο αρκετά χρόνια πριν. Όταν μου δόθηκε ο κατάλογος για να επιλέξω το βιβλίο που θα παρουσίαζα ομολογώ ότι με μαγνήτισε ο τίτλος που θύμιζε ιστορία μυστηρίου. Όταν διάβασα πια το βιβλίο κατάλαβα ότι καμία σχέση δεν είχε με τις ιστορίες μυστηρίου που μου άρεσε να διαβάζω στα παιδικά μου χρόνια. Πρότεινα να παιχτεί το έργο αυτό από τον θίασο “ΘΕΣΠΙΣ”, με τον οποίο έχω την χαρά να συνεργάζομαι τα τελευταία έξη χρόνια, γιατί πρόκειται για ένα διαχρονικό έργο, και μάλιστα άκρως επίκαιρο στην εποχή που διανύουμε.

Οι πολλαπλές πτυχές και μεταλλαγές της προσωπικότητας της γηραιάς κυρίας, περνώντας από την αποστασιοποίηση στην εμπάθεια, με συνάρπασαν και αυτές ακριβώς προσπάθησα να αποδώσω στον ρόλο μου. Κατά τον ίδιο τον συγγραφέα η γηραιά κυρία δεν παριστάνει ούτε τη Νέμεση ούτε το σχέδιο Μάρσαλ ούτε καν την Αποκάλυψη. “Είναι μονάχα αυτό που είναι-η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου –που με την περιουσία της είναι σε θέση να ενεργεί όπως μια ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, απόλυτη, φρικιαστική, κάτι σαν τη Μήδεια.”

Κατά την άποψή μου η Κλαίρη Τσαχανασιάν δεν είναι ένα υπερφυσικό ον, αλλά μια γυναίκα που έχει πονέσει και που κρατά τους ανθρώπους σε απόσταση, γιατί έτσι δεν επιτρέπει σε κανέναν να την ξαναπληγώσει. Είναι εκκεντρική και, επιπλέον, διαθέτει μια μεγάλη δόση χιούμορ.

Σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας δεν συμβολίζει την ειμαρμένη, αλλά υπόκειται στο νόμο του αιτίου – αιτιατού, σύμφωνα με τον οποίο κάθε πράξη είναι αποτέλεσμα αιτίας του παρελθόντος και συγχρόνως αιτία άλλων πράξεων που θα ακολουθήσουν στο μέλλον: η βεβαιότητα ότι αργά η γρήγορα συλλέγει κανείς αυτό που κάποτε έσπειρε. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτες επιστολή (6:7) ανφέρει: Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται• ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Μην πλανάστε, ο Θεός δεν κοροϊδεύεται. Γιατί ό,τι σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει).

Η Κλαίρη Τσαχανασιάν διαθέτει, όπως καθένας μας, την προσωπική της ελευθερία επιλογής. Με την οικονομική της παντοδυναμία επιλέγει τον ρόλου του τιμωρού, όπως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει επιλέξει την πράξη συγχώρεσης. Είναι απλά μια πληγωμένη γυναίκα, συγχρόνως θύμα και θύτης. Επιλέγει συνειδητά να σπείρει εκδίκηση, γιατί η εκδίκηση είναι η πιο θεαματική λύση, και επιπλέον ένα  πιάτο που τρώγεται κρύο.

Το έργο έχει χάπυ έντ; Ναι, αλλά πρόσκαιρο. Η γηραιά κυρία φεύγει με το πτώμα του αγαπημένου της για Κάπρι. Δεν θα τρέφεται πια από το μίσος που την έκαιγε επί τόσες δεκαετίες, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα βρει επιτέλους τη γαλήνη. Και οι κάτοικοι του Γκύλλεν; Αυτοί θα συνεχίσουν να ξοδεύουν με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό το σπορ. Αυτό είναι πια γνωστό τοις πάσι. Και ίσως μια μέρα έρθει και γι’ αυτούς μια γηραιά κυρία….

Αλέξανδρος Γιάκας, συνθέτης & επιµελητής ηχητικών εφέ

Η σχέση μου με την μουσική ξεκίνησε όταν ήμουν περίπου 8 χρονών στο ωδείο της γειτονιάς μου, στις Βρυξέλλες, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ξεκίνησα παίζοντας κλασσική κιθάρα. Τότε, λόγω ηλικίας, δεν ένιωθα ούτε αντιλαμβανόμουν ότι μια μέρα η μουσική θα γίνει ουσιαστικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.

Ωστόσο, καθώς περνούσε ο καιρός, πλησίαζα ολοένα και περισσότερο ουσιαστικά τη μουσική μέσα από τους ήχους της και τις τεχνικές της. Μέσα από μια παιδική και άναρχη διαδικασία ξεκίνησα σιγά-σιγά να πειραματίζομαι και να εξερευνώ την τότε τεχνολογία και να ανακαλύπτω νέους ήχους από τον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτό θα μου επέτρεπε στην πορεία να κάνω τα πρώτα μου μουσικά βήματα και να γράψω τα πρώτα μου μουσικά κομμάτια, από τα οποία άλλα συμπεριλήφθηκαν σε συλλογές που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και άλλα σε μουσικές βιβλιοθήκες της Αγγλίας και των ΗΠΑ.

Στα 18 μου πήγα για σπουδές μουσικής τεχνολογίας και παραγωγής ήχου στην Αγγλία. Εκεί ανακάλυψα και άλλες μορφές έκφρασης, όπως την εικόνα, ως φωτογραφία, κινούμενη εικόνα, θέατρο και χορό και άρχισα να ενδιαφέρομαι πολύ για το πάντρεμα ήχου και εικόνας.

Με την ομάδα Θέσπις έζησα φέτος μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία αναλαμβάνοντας να γράψω τη μουσική και να έχω τη συνολική ηχητική επιμέλεια του έργου “Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας”. Η ομάδα αποτελείται από ανθρώπους γεμάτους πάθος για το θέατρο, οι οποίοι με έκαναν γρήγορα να αισθανθώ μέλος της. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω όλους πολύ για την υποδοχή και την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν.
Οι πρόβες ήταν πολύ σημαντικές για την ολοκλήρωση της μουσικής και της ηχητικής επιμέλειας. Μου επέτρεψαν να “πιάσω” το ύφος του έργου και να εμβαθύνω στα συναισθήματα που θα έπρεπε να μεταδίδουν οι σκηνές του. Σε αυτό βοήθησε πολύ και ο σκηνοθέτης, ο Αριστείδης Λαυρέντζος, με την εμπειρία του και τις ιδέες του. Ξεκίνησα σχεδιάζοντας πρώτα τα ηχητικά εφέ στα οποία δίνω πάντα μεγάλη προσοχή γιατί πρέπει να ανταποκρίνονται στην εποχή του έργου και να μεταφέρουν πειστικά τον θεατή σ’ αυτήν. Αυτή η διαδικασία, όσο απλή και αν φαίνεται, μπορεί να απαιτήσει έρευνα και δουλειά πολλών εβδομάδων. Η σύνθεση της μουσικής ήταν το πιο ευχάριστο κομμάτι και συνάμα το πιο δύσκολο. Είναι τελείως διαφορετικό να συνθέτει κάποιος μουσική για τραγούδι απ’ ό,τι για εικόνα, διότι η εικόνα είναι σχεδόν πάντα ο “πιλότος” που δίνει το στίγμα για το πώς και σε ποια σημεία θα τη συνοδεύσει η μουσική. Ήθελα η μουσική να μείνει στο θεατή και να μπορεί να τη σιγοτραγουδάει, αλλά ταυτόχρονα να λάβει υπόψη τα χρονικά πλαίσια των σκηνών ώστε να δέσει αρμονικά με αυτές. Έχοντας διαβάσει το σενάριο αποφάσισα να πάω σε κάτι ορχηστρικό και ταυτόχρονα “μίνιμαλ”, για να μην είναι “φορτωμένη” η μουσική σε σημείο που να μεταφέρει σ’ αυτήν το κέντρο του ενδιαφέροντος του θεατή, παρά στο έργο. Λίγα όργανα, και ιδιαίτερη μελωδία ήταν η συνταγή.

Ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα να συνθέσω τη μουσική της παράστασης και να έχω την ηχητική της επιμέλεια, και φυσικά είναι κάτι που με μεγάλη ευχαρίστηση θα έκανα ξανά.

*Περισσότερη μουσική του Αλέξανδρου Γιάκα μπορείτε να βρείτε στο http://soundcloud.com/zodiacpro

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "“H επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας”"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *