Σαντορίνη – Ηράκλειο. Δρόμος μετ΄ εμποδίων.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Από τον Γιάννη Δήμα,

Ο τρόπος που ακουμπούσε τα μαχαιροπίρουνα στο τραπέζι ήταν ευγενικός. Tο ίδιο ευγενικός και ήρεμος ήταν και ο τρόπος που σέρβιρε τα πιάτα μπροστά από τους ξέγνοιαστους πελάτες που είχαν τελειώσει το καθημερινό τους μπάνιο στην ηφαιστειακή παραλία με τη καυτή μαύρη άμμο. Το νεανικό του πρόσωπο όσες φορές το αντάμωσα ήταν χαμογελαστό, μαυρισμένο από τον ήλιο του νησιού, με έξυπνα σκούρα μάτια.
Ο Δημήτρης δεν είχε την επιλογή να κάνει διακοπές. Έπρεπε να δουλεύει σερβιτόρος σχεδόν όλη τη μέρα για να μπορέσει να συνεισφέρει το μεροκάματο στα έξοδα της οικογένειας. Η τελευταία χρονιά του σχολείου τον έφερε αντιμέτωπο με το μικρό του όνειρο. Αν τα κατάφερνε στις πανελλαδικές εξετάσεις θα σπούδαζε υπολογιστές στη Κρήτη. Στα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε ο νεαρός Σαντορινιός ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα των σπουδών στο αντικείμενο που τον γέμιζε. Από την άλλη πλευρά όμως υπήρχε κάτι που τον έτρωγε. Η μητέρα ήταν αρνητική στο να φύγει ο γιος της για σπουδές. Το εισόδημα που έφερνε ο Δημήτρης σπίτι ήταν ένα καλό χέρι βοήθειας σε μία περίοδο που όλα σκούραιναν γύρω τους. Το να φύγει ο Δημήτρης για σπουδές στο Ηράκλειο δεν ήταν επιλογή. Το να μπορέσει το νεαρό παλικαράκι να εκπληρώσει το όνειρο του και να πάει τη ζωή του ένα βήμα πιο μπροστά έφερνε περισσότερα εμπόδια και προβλήματα παρά ελπίδα και όνειρα. Η Κρήτη τόσο κοντά και όμως τόσο ακριβή στο “πήγαινε-έλα” όσο και στο να μείνει ο νεαρός φοιτητής κάτω από μία ανθρώπινη στέγη.
-”Βγήκαν οι βαθμοί σου Δημήτρη;” τον ρωτάω ένα απόγευμα κοντά στο πρώτο αυγουστιάτικο φεγγάρι.
-«Έχουν βγει αλλά δεν έχω προλάβει να πάω να τους δω», μου απαντάει με ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
-”Δώσε μου το όνομα σου να πάω να τους δω εγώ αν θέλεις” προσφέρομαι, χωρίς να είμαι σίγουρος αν κάνω καλά.
-”Θα πάω, θα πάω, ευχαριστώ” αποκρίνεται.
Τον παρακολουθώ να σηκώνει τα πιάτα πάντα με το σωστό τρόπο, διακριτικά, χωρίς να ενοχλεί, σχεδόν αόρατος. Το πρόσωπό του δεν είναι πια φωτισμένο. Η σκιά της μάνας που τον θέλει ριζωμένο στο νησί, με το μικρό μεροκάματο να γυρνά στα σίγουρα το βράδυ στο οικογενειακό πορτοφόλι είναι πάντα στη σκέψη του. Από τη μία η μητέρα του Δημήτρη με την αγκαλιά-παγίδα και από την άλλη η μητέρα πατρίδα που δεν έχει προβλέψει τίποτα, που καρφώνει τις ελπίδες ενός νέου παιδιού στη σκιά ενός λευκού τραπεζομάντιλου λίγα μέτρα μακριά από το πρώτο αυγουστιάτικο φεγγάρι του 2012, της χρονιάς των αλλαγών, της ανάπτυξης, της μείωσης της ανεργίας.
Η παρέα σηκώνεται από το τραπέζι έχοντας αφήσει μερικά κέρματα πάνω στο λαδωμένο χαρτάκι του χειρόγραφου λογαριασμού.
Καληνυχτίζουμε και φεύγοντας αναρωτιέμαι αν αφήνοντας ένα γερό φιλοδώρημα βοηθάμε τον Δημήτρη, την μητέρα του ή την μητέρα πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Σαντορίνη – Ηράκλειο. Δρόμος μετ΄ εμποδίων."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *