Η αποχή ως πολιτική συμπεριφορά με αφορμή τις διδαχές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Γράφει ο Άρης Μπόττας

O Πλάτωνας που ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στη Δημοκρατία, πίστευε ότι ότι αυτό το πολίτευμα οδηγεί στην εξέλιξή της σε λαϊκισμό και ασυδοσία, σε μια κατάσταση δηλαδή όπου οι πολιτικοί δημαγωγούν και ο κάθε πολίτης επιθυμεί να αποκτά διαρκώς τα πάντα, ν’ απαιτεί τη δική του ευδαιμονία, λησμονώντας αυτή του συνόλου. Δεύτερον, λόγω της Ελευθερίας του Λόγου, ο καθένας στη Δημοκρατία μπορεί να εκφράσει την άποψή του και να ισχυριστεί ότι κατέχει την Αλήθεια, γεγονός που είναι, κατά το φιλόσοφο, επικίνδυνο. Δημιουργείται λοιπόν ένα γνωσιολογικό πρόβλημα. Τα δύο αυτά προβλήματα που γεννά η Δημοκρατία λύνονται κατά τον Πλάτωνα μέσω της Παιδείας. Στην ιδεώδη Πολιτεία του, πολίτες γεφυρώνονται με το πολιτικό σύστημα, γιατί μορφώνονται, διευρύνουν τη Γνώση τους, αποκτούν ανεκτικότητα και ενδιαφέρονται για την ευδαιμονία του συνόλου, όντας πλέον ώριμοι να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία. Η μετουσίωση δηλαδή της Δημοκρατίας σε μια ιδεώδη πολιτεία, σ’ ένα ιδεώδες σύστημα διακυβέρνησης γίνεται μέσω της παιδείας που οδηγεί στην πολιτική συμμετοχή.

Ο μαθητής του, Αριστοτέλης, που και αυτός απορρίπτει σε σημαντικό βαθμό τη Δημοκρατία, μας λέει ότι το κράτος, η πολιτική κοινότητα δηλαδή που είναι η υψηλότερη από όλες τις μορφές κοινότητας αποσκοπεί στο υψηλότερο αγαθό, την ευδαιμονία, μέσα από την αυτάρκεια. Για να την ανακαλύψουν οι πολίτες καλούνται να το κάνουν με πολιτική δράση, μέσα σ’ αυτή την κοινότητα: οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται μέσα στις πόλεις και για να καλλιεργήσουν τις αρετές και ως εκ τούτου τη δικαιοσύνη και πρέπει να συμμετέχουν στο διάλογο, στο οποίο πρέπει να επιδιώκουν μαζί με άλλους ό,τι είναι συμφέρον και δίκαιο. Για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι ένα ατελές ον που γίνεται όλο και πιο πλήρες με την πολιτική δράση: μεγαλώνει και αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, γιατί είναι ένα «πολιτικό ον».
Βλέπουμε ότι οι δύο μεγάλοι αυτοί φιλόσοφοι, παρ’ οτι δεν πίστευαν στη Δημοκρατία, πιστεύαν στη συμμετοχή τους στα κοινά ως μέσο για την επίτευξη του ιδεώδους πολιτεύματος. Στην ουσία μέσω αυτής-καθ’ αυτής της συμμετοχής, αλλάζει συλλήβδην το σύστημα και από φαύλο γίνεται ιδεώδες.
Στην αρχαιότητα, καθένας που απείχε από την ενασχόληση με την Πολιτική, με την προαναφερθείσα έννοια καλούνταν έτσι «ιδιώτης», δηλαδή ήταν αυτός που κοιτούσε μόνο το προσωπικό όφελος, τον εαυτό του. Η λέξη αυτή μεταφέρθηκε στα αγγλικά ως “idiot”. Ο Πλάτωνας σε μία από τις πιο γνωστές ρήσεις του θα πει: «μια από τις τιμωρίες εκείνου που δεν καταδέχεται να ασχοληθεί με την Πολιτική είναι ότι καταλήγει να τον κυβερνούν κατώτεροί του». Ουσιαστικά η αδυναμία ενασχόλησης με την πολιτική ισοδυναμεί με μία εγωιστική αντίληψη των πραγμάτων και τελικά με την παρακμή της σωστής δυνατότητας διακυβέρνησης.

ekloges1

Οι κυβερνήσεις στις σημερινές κοινωνίες, ως πολιτικές κοινωνίες, αντιμετωπίζουν μία κρίση νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης, λόγω του σημαντικού ποσοστού ανθρώπων που απέχουν ηθελημένα από τα κοινά, των ανθρώπων που λειτουργούν ως ιδιώτες δηλαδή και όχι ως πολιτικά όντα. Είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο που ενώ δεν πλήττει τη Δημοκρατία per se, πλήττει τα δομικά στοιχεία της και έτσι μοιραία την ποιότητά της.
Η αποχή τις περισσότερες φορές είναι απότοκο δυσαρέσκειας, εκνευρισμού, απαισιοδοξίας, αδιαφορίας, αντιδημοκρατικής ιδεολογίας και άγνοιας: ο απέχων και η απέχουσα δείχνουν εμφατικά -όπως πιστεύουν- ότι είτε τίποτα δεν μπορεί ν’αλλάξει προς τη σωστή κατεύθυνση, είτε ότι οι υπάρχουσες επιλογές είναι εξ’ ορισμού μη ικανές να δώσουν λύση για διάφορους λόγους. Όλα τ’ αρνητικά συναισθήματα που βαραίνουν τους απέχοντες και τις απέχουσες (εκτός της άγνοιας) οφείλονται στην απογοήτευσή τους από το ενυπάρχον πολιτικό σκηνικό, από την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα και από την έλλειψη όπως πιστεύουν εναλλακτικής λύσης. Η μπορεί να είναι και μίσους στο σύστημα. Αυτές οι (σ)τάσεις είναι αποτέλεσμα εν μέρει μιας λογικής συλλογιστικής, ωστόσο και κατά την πλατωνική-αριστοτελική προσέγγιση, αλλά και από μία συγχρονη ματιά οφείλονται στην έλλειψη πολιτικής συνείδησης, λόγω πιθανότητα έλλειψης εκπαίδευσης. Είναι αδύνατο έτσι να γίνει αντιληπτή η δυνατότητα που καθενός στην συμμετοχική διαδικασία, διότι δεν κατέχει την κατάλληλη εκπαίδευση, ώστε να συνειδητοποιήσει την αξία της. Αλλά και πιο πρακτικά: είναι η αποχή κατάλληλη συμπεριφορά σε τέτοιες περιπτώσεις; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να δούμε αν κερδίζει η πολιτεία, η δημοκρατία η ο λαός από τη μη συμμετοχή.

Το θέμα της αποχής στις ευρωεκλογές αλλά ακόμα και στις εθνικές εκλογές δεν είναι καινούριο. Σχεδόν πάντα τίθεται στα πάνελ στις βραδιές των εκλογών ως ένας περισσότερο -ας μου επιτραπεί ο όρος- σαν…φιλολογικού τύπου προβληματισμός: αναφέρεται απλά, προβληματίζει για μερικά δευτερόλεπτα και οι συζητήσεις προχωρούν με τα κομματικά συμπεράσματα. Η αποχή ενδιαφέρει τους πολιτικούς επιστήμονες, που ως κοινωνικοί επιστήμονες μελετούν τις εκλογικές συμπεριφορές, αλλά επ’ ουδενί τους πολιτικούς κι’ αυτό διότι κυβέρνηση σχηματίζεται σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η αποχή χτυπήσει αγγίξει κολοσσιαία ποσοστά. Το πολιτικό σύστημα απαλλάσσεται απ’ όσους απέχουν: οι χώρες πρέπει να κυβερνηθούν, τα συστήματα να λειτουργήσουν. Άλλωστε, συχνά, ενώ προκύπτει η «προβοκατόρικη» στάση από τους/τις απέχοντες/απέχουσες να καυτηριάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα υπό πλειοψηφία αποχής, στην ερώτηση «πως πιστεύετε ότι η χώρα (μια χώρα) πρέπει να κυβερνηθεί, αν υπάρχει πολύ μεγάλη αποχή», δεν λαμβάνεται ουσιαστική απάντηση.
Στην αποχή, ο λαός δεν μιλά, αλλά σωπαίνει. Η σιωπή δεν μεταφράζεται σε καμία ουσιαστική δράση πουθενά, έτσι και στην πολιτική. Όμως παρατηρείται και το εξής φαινόμενο: όσοι απέχουν, παρασύρουν και όσους δεν απέχουν, διότι όσοι καταψηφίζουν δημοκρατικά επιθυμώντας αλλαγές, δεν εισπράττουν την υποστήριξη που θα μπορούσαν από τους εκλογικά απόντες- που είναι ως επί το πλείστων δυσαρεστημένοι, δηλαδή «οι ιδιώτες» παρασύρουν τα πολιτικά όντα στο να κυβερνηθούν συλλήβδην από κατώτερους. Η πολυπόθητη ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου αίρεται, διότι τόσο οι ιδιώτες όσο και οι εκλεγμένοι από τους λίγους πολιτικοί, με την αποχή αδιαφορούν γι’ αυτήν. Γιατί σκεφτείτε: για ποιο λόγο ένας αποτυχημένος πολιτικός να θελήσει ν’ αλλάξει κάτι, αν αυτοί που είναι απογοητευμένοι μαζί του δεν τον καταψηφίσουν? Αν η δυσαρέσκεια δεν διοχετεύεται σε άλλες επιλογές αλλά πετιέται στα σκουπίδια? Η αποχή έτσι μπορούμε να πούμε ότι οδηγεί σταδιακά τη Δημοκρατία σε αποχαύνωση. Ο πολιτικός, εξαρτημένος από την εξουσία, χάνει κίνητρο για έργο, διότι δεν αξιολογείται, καθίσταται μαλθακότερος, πιο αδιάφορος και τελικά περισσότερο παρείσακτος. Έτσι ο Πλάτωνας δικαιώνεται: ο λαός που απέχει καταλήγει στο να τον κυβερνούν κατώτεροί του και δεν είναι σε θέση ν’ αλλάξει το πολιτικό σύστημα σε κάτι καλύτερο, που εξαιτίας της απάθειας των πολιτών εκμαυλίζεται σε οχλοκρατία και τυραννία.

ekloges2

Ο λαός όμως κερδίζει κάτι; Μπορούμε να πούμε ότι η εμβληματική αποχή, στέλνει κάποια μηνύματα στις πολιτικές ηγεσίες για τις απαραίτητες αλλαγές υπέρ του λαού, ώστε να υποστηριχθεί μία τέτοια στάση ενόψει εκλογών; Η προϊστορία έχει δείξει ότι ο ηγέτης παίρνει πιο φιλολαϊκά μέτρα όταν κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη του λαού και όχι όταν την αναμένει. Πάνω σ’ αυτό υπάρχουν έργα με διαχρονικά μηνύματα όπως «ο Ηγεμόνας» του Νικολό Μακιαβέλλι που «διδάσκουν» πως πρέπει να φέρεται ο ηγεμόνας στο λαό για να «τον έχει». Στην Αρχαία Ρώμη, πχ, οι άνθρωποι ταΐζονταν με αρένες, όπως σήμερα εμείς με reality shows και social media. Η επανεκλογή του πολιτικού δεν διακυβεύεται από την αποχή, οπότε η επίκληση στο συναίσθημα ή στο φιλότιμο είναι μάταιη. Τέλος, για να μείνουμε στην Ιστορία, θα δούμε ότι και η ίδια ή Σύγχρονη Δημοκρατία, για να επιστεγαστεί ως πολίτευμα ήταν αποτέλεσμα λαϊκών αγώνων και Επαναστάσεων, σίγουρα δηλαδή ανθρώπων που ήταν πολιτικά όντα και δεν κοιτούσαν μόνο τον εαυτό τους.
Υπάρχει περίπτωση να δικαιολογείται η ενσυνείδητη αποχή; Η αποχή θα είχε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα μόνο σε μία κατ’ επίφαση δημοκρατία, με έναν μόνο ηγέτη πχ «υποψήφιο», διότι ασχέτως αν οι εκλογές «στηθούν», ένας τέτοιος ηγέτης θέλει να ξέρει αν έχει το λαό με το μέρος του. Τότε, θα ήταν μία πολύ αποδεκτή λύση έκφραση δυσαρέσκειας ως μήνυμα ότι ο λαός δεν υποστηρίζει μια προσωποπαγή «δημοκρατία» και απέχει από «στημένες» διαδικασίες. Αν βέβαια η αποχή τίθεται ως επιλογή σ’ ένα τέτοιο σύστημα. Σε μία όμως ολοκληρωμένη εξ’ ορισμού δημοκρατία με πολλά κόμματα, ανεξαρτήτως ποιότητας, εναλλακτικές υπάρχουν και ηθικό καθήκον του πολίτη – πολιτικού όντος είναι να τις ανακαλύψει. Η έτερη περίπτωση δικαιολόγησης της αποχής θα ήταν μια αντιδημοκρατική ιδεολογία. Ένας πολίτης που δεν πιστεύει στη δημοκρατία, δεν μπορεί εξ’ ορισμού να ψηφίσει, αφού αυτή η μέθοδος ως δημοκρατική δεν τον εκφράζει (αν και γι’ αυτό ακόμα υπάρχουν πάντα επιλογές που οριακά βρίσκονται στο δημοκρατικό τόξο, επομένως ίσως υπάρχουν λύσεις). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να απέχει από τα κοινά ως πολιτικό ον.

Η άγνοια τέλος ως λόγος αποχής από τις πολιτικές διαδικασίες είναι ένα «φρούτο» που συνήθως συναντάμε σε νέα παιδιά που πρωτομπαίνουν στις εκλογικές διαδικασίες. Η άγνοια θα λέγαμε ότι έχει την έννοια της περιφρόνησης (σε αντίθεση με την αδιαφορία που σημαίνει «γνωρίζω, αλλά δεν με νοιάζει») εδώ σημαίνει επίτηδες δεν μπαίνω στη διαδικασία ενημέρωσης, στάση που είναι προφανώς αποτέλεσμα ελλιπούς διείσδυσης στοιχειώδους παιδείας στο άτομο – κοινωνικό ον. Η άγνοια-περιφρόνηση είναι αυτή που οδηγεί στα φαινόμενα τρολαρίσματος, τύπου Φειδία, που είναι ίσως το μόνο πράγμα χειρότερο και από την ίδια την αποχή και που οδηγεί αυτόματα και στην δικαίωση του αξιώματος του Πλάτωνα αυτόματα: στο να κυβερνόμαστε από κατώτερους.
Με λίγα λόγια η δημοκρατία όσο ποιοτικά στρεβλή και αν είναι, που είναι, βρίσκει τρόπους να επιβιώνει και να αυτοπροστατεύεται από όσους αδιαφορούν και την επιβουλεύονται, διότι τα προβλήματα της δεν λύνονται με τη σιωπή. Τόσο σε πρακτικό επίπεδο, όσο και από τα διδάγματα των φιλοσόφων και της ίδιας της Ιστορίας αποδεικνύεται ότι η αποχή, η έλλειψη συμμετοχής στα κοινά, ανεξάρτητα κινήτρου και αιτίας όχι μόνο δεν προσέφεραν ποτέ τίποτα, αλλά αποτέλεσαν παράγοντα που τραυμάτισαν τις δημοκρατίες και τελικά τους λαούς σοβαρά. Αποτελεί δε τη χρυσή συνταγή της διατήρησης μια παγιωμένης κακής κατάστασης στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό που μεταφέρεται στο λαό και τη χρυσή οδό για να μην αλλάξει ποτέ τίποτα τόσο προς την ανακάλυψη και εφαρμογή ενός δικαιότερου συστήματος (ιστορικά κυρίως), όσο και στην ποιοτική εξέλιξη του υπάρχοντος.

 

Περισσότερα άρθρα του Άρη Μπόττα ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η αποχή ως πολιτική συμπεριφορά με αφορμή τις διδαχές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *