Ο Νικόλας Στεργιάννης και η Ελίνα Καλέση από τη Θεσσαλονίκη, ο Σωκράτης Ηλιόπουλος από την Αμαλιάδα Ηλείας, ο Παναγιώτης Τσιρίκογλου, από τη Λάρισα και ο Πάνος Βαρελάς από την Αθήνα, επιστήμονες και οι πέντε, εξηγούν τη διαρροή των ελληνικών μυαλών στις Βρυξέλλες.
Της Σοφίας Ελανίδου
Από την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης κατά το 2009 – 2010 μέχρι σήμερα παρατηρείται ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο μεταναστευτικό κύμα από την Ελλάδα με προορισμούς εντός και εκτός Ευρώπης. Η έλλειψη κονδυλίων και μελλοντικών επαγγελματικών προοπτικών αποτελεί τον κύριο παράγοντα διαφυγής τους στο εξωτερικό. Μεταξύ όσων εγκαταλείπουν την ελληνική επικράτεια, πολλοί επιλέγουν τις Βρυξέλλες, ως πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπου οι υποδομές και η ποιότητα ζωής δεν έχουν χάσει τη σημασία της λέξης.
Η βελγική πρωτεύουσα αποτελεί πόλο έλξης για πολλά λαμπρά ελληνικά μυαλά, τα οποία επιλέγουν να μεταναστεύσουν λόγω των πολλά υποσχόμενων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προοπτικών. Ο 30χρονος Νικόλας Στεργιάννης, μηχανολόγος μηχανικός από τη Θεσσαλονίκη, έφτασε στις Βρυξέλλες τον Αύγουστο του 2012, προκειμένου να πραγματοποιήσει εκεί τετράμηνη πρακτική, έπειτα από πρόταση εταιρείας με την οποία ήρθε σε επαφή στο πλαίσιο διεθνούς συνεδρίου για την αιολική ενέργεια στην Κοπεγχάγη, στο οποίο συμμετείχε και ο ίδιος. Λίγο καιρό αργότερα του προσφέρθηκε συμβόλαιο εργασίας ορισμένου χρόνου από την ίδια εταιρεία. Μαζί του μετακινήθηκε και η αρραβωνιαστικιά του Μαρία Μπιμπίρη, 28 ετών σήμερα, η οποία πραγματοποίησε στις Βρυξέλλες τόσο την πρακτική της άσκηση όσο και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο μάνατζμεντ, καταφέρνοντας αμέσως μετά να βρει μόνιμη εργασία σε ιαπωνική εταιρεία με παράρτημα στην πόλη.
Από τον Ιανουάριο του 2014 ο Νικόλας πραγματοποιεί τη διδακτορική του διατριβή στη μοντελοποίηση της ροής στο φλαμανδικό Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (VUB), είναι υπότροφος του Ερευνητικού Ιδρύματος – Γραφείου Καινοτομίας Βρυξελλών (Innoviris), ενώ παράλληλα απασχολείται και ως επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο για την Υγρή Δυναμική “Φον Κάρμαν”. Ο ίδιος σημειώνει ότι παρόλο που το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει τις δυνατότητες, ειδικά στον τομέα της έρευνας είναι περιορισμένο. “Στην Ελλάδα το πανεπιστήμιο είναι αποκομμένο από την κοινωνία, δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας. Στην Ευρώπη τα πανεπιστήμια αξιοποιούν τους φοιτητές τους καθώς προκύπτει ουσιαστικό κέρδος από αυτούς και τους φορείς με τους οποίους συνεργάζονται”.
Ο 28χρονος Σωκράτης Ηλιόπουλος, πολιτικός μηχανικός από την Αμαλιάδα Ηλείας, πήγε πρώτη φορά στις Βρυξέλλες το καλοκαίρι του 2012, προκειμένου να πραγματοποιήσει την πρακτική του άσκηση στο ίδιο πανεπιστήμιο. Κατόπιν προτάσεως της Ακαδημίας, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2013 τη διδακτορική του διατριβή στο ζήτημα του ποιοτικού ελέγχου νωπού σκυροδέματος με χρήση αναπτυγμένων μεθόδων υπερήχου. Είναι υπότροφος του Ερευνητικού Ιδρύματος Φλάνδρας (FWO) και έχει συμμετάσχει σε συνέδρια σε Ευρώπη, Αμερική και Ιαπωνία. Εάν βέβαια είχε τη δυνατότητα να υλοποιήσει το έργο του στην Ελλάδα υπό τις ίδιες συνθήκες και με τους ίδιους διαθέσιμους πόρους, θα παρέμενε στη χώρα, δηλώνει στη “Θ”.
Ανάλογη περίπτωση είναι και αυτή της Ελίνας Καλέση από τη Θεσσαλονίκη, υποψήφιας διδάκτορος στο γαλλικό Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (ULB). Το 2012, και ενώ είχαν ήδη “παγώσει” οι προσλήψεις αναπληρωτών δασκάλων εκείνη την εποχή, πήρε την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές. Καθότι απόφοιτος ελληνογαλλικού κολεγίου Θεσσαλονίκης, η αρχική της επιλογή ήταν δύο πανεπιστήμια του Παρισιού. “Η τελική απόφαση για τις Βρυξέλλες πάρθηκε έπειτα από σύγκριση τόσο σε ακαδημαϊκό επίπεδο των πανεπιστημίων όσο και σε επίπεδο επαγγελματικής αποκατάστασης (καθώς η Γαλλία έχει μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας απ’ ό,τι το Βέλγιο), πρακτικό επίπεδο ζωής, βιοτικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, διαπροσωπικές σχέσεις με τους καθηγητές, πληθυσμός και έκταση πόλης” αφηγείται στη “Θ”.
Ενώ το αρχικό πλάνο ήταν να μείνει στο Βέλγιο μόνο για δύο χρόνια, στη συνέχεια, με πρόταση του επιβλέποντος καθηγητή της, λόγω της ποιότητας της δουλειάς της, έγινε και πάλι δεκτή -αυτήν τη φορά για διδακτορικές σπουδές- στο τμήμα Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου. Σήμερα, στο τρίτο πια έτος, είναι υπότροφος του ιδρύματος “Ωνάση” και ερευνά το ζήτημα της εξέλιξης της σχέσης μεταξύ ελληνικού κράτους και ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας στο εκπαιδευτικό ζήτημα από την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή κοινότητα το 1981 μέχρι και σήμερα, με συμμετοχές σε συνέδρια σε Ευρώπη και Καναδά.
Η παραμονή της στις Βρυξέλλες τής έδωσε επίσης την ευκαιρία να εργαστεί ως εκπαιδευτικός μειωμένου ωραρίου στα “école des devoirs” των ευρωπαϊκών σχολείων των Βρυξελλών και να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όπου, παρόλο που της έγινε πρόταση για συμβόλαιο εργασίας, την είχε ήδη κερδίσει η ακαδημαϊκή έρευνα.
Από τον Φεβρουάριο του 2015 βρίσκεται στις Βρυξέλλες και ο 28χρονος Παναγιώτης Τσιρίκογλου, μηχανολόγος μηχανικός από τη Λάρισα. Προτού αναχωρήσει για το Βέλγιο, είχε εργαστεί επί ενάμιση χρόνο ως βοηθός ερευνητή στο Τμήμα Μηχανολόγων/ Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από όπου και αποφοίτησε, ενώ πλέον είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο VUB, ερευνώντας το ζήτημα της ανάπτυξης μεθόδων βελτιστοποίησης στη μηχανική ρευστών (αεροναυτική). Στην ερώτηση της “Θ” εάν ήταν διστακτικός στη προοπτική της μετανάστευσης στο Βέλγιο, η απάντησή του είναι ξεκάθαρα “όχι”. “Δεν φοβήθηκα, ήρθα εδώ δίχως ανησυχία για το τι θα αντιμετώπιζα σε μία ξένη χώρα. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα πρότζεκτ προεγκεκριμένο, αφού εδώ δεν ξεκινά κανένα πρόγραμμα δίχως προϋπολογισμό και χρηματοδότηση καθώς επίσης το ότι είχα ήδη ένα κοντινό μου πρόσωπο στην πόλη”. Θεωρεί ότι οι Βρυξέλλες αποτελούν μια ζωντανή και αξιόλογη πόλη, για να ζει και να εργάζεται κανείς, αφού το βιοτικό επίπεδο και οι μισθοί βρίσκονται σε ισορροπία.
Επιπλέον, λόγω του μεταναστευτικού κύματος, σχηματίζονται εύκολα κοινότητες, γεγονός που διευκολύνει τη διαμονή ενός Έλληνα εδώ, εξηγεί στη “Θ”.
Ο νεότερος όλων είναι ο 27χρονος Πάνος Βαρελάς από την Αθήνα, ο οποίος εργάζεται ως policy advisor στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ήρθε στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους ως ειδικευόμενος (stagiaire) και πλέον εργάζεται κανονικά. “Στην Ελλάδα, παρόλο που είμαι ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός Η/Υ, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου, επί ένα χρόνο έκανα δουλειές του ποδαριού, όπως σερβιτόρος και αποθηκάριος. Παράλληλα έψαχνα διαρκώς για δουλειά στο αντικείμενό μου χωρίς αποτέλεσμα”. Η προσφορά εργασίας στις Βρυξέλλες ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή, όπως λέει ο ίδιος.
Δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν
Για την Ε. Καλέση η μεγάλη εισροή των Ελλήνων στο Βέλγιο τα τελευταία χρόνια εξηγείται αφενός λόγω της ύπαρξης των ευρωπαϊκών οργάνων και παγκόσμιων οργανισμών και των θέσεων εργασίας που προσφέρουν (αν και ο ανταγωνισμός πλέον έχει αυξηθεί κατακόρυφα) και αφετέρου λόγω της ζήτησης και απορρόφησης επιλεγμένων ελλήνων ερευνητών σε χρηματοδοτούμενα πρότζεκτ πανεπιστημίων ή ερευνητικών κέντρων. Η ίδια πάντως θεωρεί ότι το μέλλον της δεν βρίσκεται πια στην Ελλάδα. Πλέον, μια σειρά παραγόντων εκ των οποίων και η παγκόσμια κρίση (όχι μόνο οικονομική) έχει οδηγήσει στη ρευστότητα των πραγμάτων και σε μια έντονη κινητικότητα, ιδιαίτερα “της Γενιάς Υ”, λέει. “Έχω προσαρμοστεί στα δεδομένα της βελγικής κοινωνίας και θα μπορούσα να παραμείνω στη χώρα, αν προέκυπτε κάτι αξιόλογο επαγγελματικά, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τη χρονική διάρκεια παραμονής. Σίγουρα, πάντως, θα ήθελα να αξιοποιήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλα αυτά για τα οποία κοπίασα και συνεχίζω να αγωνίζομαι αυτά τα χρόνια. Δυστυχώς δεν είμαι πεπεισμένη ότι η Ελλάδα στην παρούσα φάση που διανύει θα μπορούσε να δώσει αυτήν τη δυνατότητα αξιοποίησης των προσόντων στο νέο Έλληνα”.
Για τον Ν. Στεργιάννη όλο και περισσότεροι Έλληνες επιλέγουν τις Βρυξέλλες για λόγους γεωπολιτικούς, καθώς επίσης διότι όλα τα κονδύλια ξεκινούν -σχεδόν πάντα- από εδώ. Ο ίδιος, μετά την ολοκλήρωση του διδακτορικού του, σκοπεύει να παραμείνει στις Βρυξέλλες καθώς, όπως λέει, έχει επενδύσει τη ζωή του εδώ, ενώ έχει μάθει επίσης γαλλικά και ολλανδικά. Σημαντικός παράγοντας στην απόφασή του αποτελεί επίσης το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες βρίσκονται στο κέντρο της Ευρώπης και πιο κοντά στην Ελλάδα σε σχέση με την Αμερική, που ήταν η εναλλακτική του επιλογή.
Να παραμείνει στο Βέλγιο σκοπεύει και ο Σ. Ηλιόπουλος, συνεχίζοντας στον ακαδημαϊκό, ερευνητικό ή στον ιδιωτικό τομέα. Στις Βρυξέλλες, όπως λέει, υπάρχει ακόμη ανεπτυγμένη αγορά εργασίας. “Στο πεδίο της πολιτικής μηχανικής υπάρχει ανάπτυξη μέσω οικοδομικών έργων, οδικών και υδραυλικών δικτύων και εν γένει η αποκατάσταση για κάποιον με καλές ακαδημαϊκές βάσεις όπως η Ελλάδα, είναι εύκολη και οι ιδιωτικές συνθήκες στο χώρο εργασίας είναι καλές”. Για τον Π. Τσιρίκογλου όλες οι προοπτικές είναι ανοιχτές. Η παραμονή του όμως στο Βέλγιο θα εξαρτηθεί από την επαγγελματική του αποκατάσταση μετά το πέρας των σπουδών του. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν σκοπεύει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. “Το κακό με την Ελλάδα είναι ότι υπάρχει αστάθεια. Ακόμη κι αν τον πρώτο χρόνο έχεις δουλειά, τον επόμενο μπορεί να είσαι ‘ξεκρέμαστος’”, τονίζει στη “Θ”.
Τέλος, ο Π. Βαρελάς μακροπρόθεσμα θα επιθυμούσε να γυρίσει στην Ελλάδα εφόσον βρει μια αξιόλογη προσφορά εργασίας, σε βάθος όμως πενταετίας σκοπεύει να παραμείνει στις Βρυξέλλες. “Τα ευρωπαϊκά ινστιτούτα εδώ παρέχουν πληθώρα επιλογών, ειδικά για κάποιον με ακαδημαϊκό υπόβαθρο, ενώ μέσα από τις διάφορες διαθέσιμες πρακτικές ασκήσεις μπορούν να ανοίξουν πολλές πόρτες σε φορείς και πολυεθνικές εταιρείες. Τέλος δεν είναι αμελητέο και το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες προσφέρουν καλής ποιότητας προγράμματα σπουδών με ιδιαίτερα χαμηλά δίδακτρα σε σύγκριση με την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες”.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εξωτερικών, οι Έλληνες στο Βέλγιο ανέρχονται σε 35.000, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν λάβει τη βελγική ιθαγένεια και εκείνων που εργάζονται στο Βέλγιο ως υπάλληλοι Διεθνών Οργανισμών. Η Ελληνική Κοινότητα Βρυξελλών αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινότητα της προξενικής περιφέρειας. Στην ευρύτερη περιοχή της βελγικής πρωτεύουσας διαμένουν συνολικά 17.000 έως 18.000 άτομα, ενώ σημαντικός αριθμός ελλήνων ομογενών είναι εγκατεστημένοι στο Σαρλερουά και τα περίχωρα (6.000), ενώ στην περιοχή του Λιμβούργου (Γκενκ, Αουτάλεν, Μάασμεχελεν), οι Έλληνες ξεπερνούν τους 3.000.
Πηγή: makthes.gr (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» την Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Από την Ελλάδα στην καρδιά της Ευρώπης"