Ανθρώπινα…

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Ήταν από πάνω και είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στα γόνατα κι από πάνω, της ήρθε να γελάσει με το παράδοξο της στάσης, αλλά αντί για γέλιο έβγαλε έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης. Έγειρε το κεφάλι και με τα χέρια στον αυχένα  άφησε τα λυτά της μαλλιά να κυλήσουν αργά στο λεπτό της λαιμό μέχρι που ήρθαν κάλυψαν το αριστερό της στήθος. Έτσι, κυρίαρχη του ρυθμού και των αισθήσεων της, μονόστηθη ιέρεια της ηδονής, έμοιαζε υποταγμένη χωρίς να είναι.     

Σκέφτηκε πόσο καιρό είχε να κάνει έρωτα με τον άνδρα της, στα γόνατα κι από πάνω,  όπως τώρα και αναρωτήθηκε αν την επόμενη φορά θα το προσπαθούσε… πότε χαθήκαμε σκέφτηκε, τελευταία, τόσο τους απασχολούσε η εφηβεία του κανακάρη, που δεν τους έμενε καν καιρός για να μαλώσουν… όπως εκείνο το σαββατόβραδο του Αυγούστου που βγήκαν οι λέξεις σα μαχαίρια κρητικά, να ξεκαθαρίσουν μαζεμένους λογαριασμούς από ανεκπλήρωτα όνειρα και να λογοδοτήσουν για τις αυταπάτες…  Αντάλλαξαν λόγια σκληρά, το παιδί έλλειπε ευτυχώς, έξω έβρεχε από το πρωί, μια βροχή σιγανή, μίζερη, που μύριζε όπως ο βασιλικός όταν αρρωσταίνει… εκείνος είχε κατεβάσει τα μάτια σα πληγωμένο παιδί που το τιμώρησαν άδικα…  είδε μέσα τους κάτι να ραγίζει αλλά δεν έκανε πίσω… πόσο σκληρές μπορούμε να είμαστε εμείς οι γυναίκες… ακούστηκε μια φωνή μέσα της, και θυμήθηκε εκείνη τη ιστορία από την κατοχή, με τη μάνα που όταν της έκοψαν τα στήθια για να μη μπορεί να θηλάζει,  την έπιασε γέλιο υστερικό, ΄΄δεν έχω γάλα, έχω νερό..΄΄ τους είπε, κι ύστερα μάζεψε τις ρώγες από το ματωμένο χώμα,  τις πέρασε σκουλαρίκια με δυο παραμάνες που έβγαλε από τη φούστα της  και τους έφτυσε κατάμουτρα… Έψαξε με τα μάτια της,  τη δική της τη ρώγα, αυτή που έκρυβαν τα καστανόξανθα μαλλιά πάνω στο αριστερό της στήθος…

Τις σκέψεις της διέκοψε ένας αναστεναγμός που έσπασε τους ζυγούς του ελέγχου, το σώμα της ζητούσε το δικό του μερτικό, του ΄κανε το χατίρι, επιτάχυνε τις κινήσεις κι άφησε ακόμη έναν αναστεναγμό… κι ύστερα  δύο, μια το σώμα, δύο εκείνη…. Πότε χαθήκαμε ; …. Συγνώμη… τι να σου κάνει μια συγνώμη,  το΄ νιωσε ότι ακόμα κι όταν δέχτηκε τη συγνώμη της, δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτό που έγινε,  είναι κάτι πληγές που κι οι συγνώμες δεν  φτάνουν…  -ΦΤΑΝΩ..  -ΕΡΧΟΜΑΙ..   τα κλειδιά του σπιτιού πάνω στο κομοδίνο … -ΚΙ ΕΓΩ..  ο άντρας της, το παιδί, οι συγνώμες… -ΝΑΙ..  εγώ στα γόνατα και από πάνω, Εσύ…, -ΕΛΑ ΜΟΥ..  Ποιος είσαι εσύ;  O άγνωστος από κάτω που…, -ΟΧΙ,  εσύ μου τράβηξες τα μαλλιά από το αριστερό μου στήθος!  Tον κοίταξε έντρομη  να της δαγκώνει τη ρώγα με ερωτική μανία, κι ύστερα έπιασε το κεφάλι του από τα μαλλιά με τα δυο της χέρια και το πίεσε, τίναξε το δικό της κεφάλι προς τα πίσω κι άφησε να έρθει αυτό που λένε  ΄ο μικρός θάνατος΄.
- Μου αρέσει όταν κάνουμε έρωτα να σε βλέπω να ταξιδεύεις, της είπε κι εκείνη του χαμογέλασε καρφώνονταν τα μαλλιά της με δυο κινέζικες φουρκέτες.
– Πρέπει να φύγω άργησα του είπε και κατευθύνθηκε στον καθρέφτη. Φτιάχτηκε πρόχειρα, απορώντας με τον εαυτό της, που δεν κρατούσε ούτε τα προσχήματα πλέον  και του ΄στειλε ένα φιλί βγαίνοντας από το δωμάτιο στον διάδρομο του ξενοδοχείου.

……

- Πέρασες καλά; την ρώτησε ο άντρας της από το γραφείο του, ακούγοντας την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει. Τα είπατε με τη φίλη σου τη Μαρία  ;
- Τι να πούμε, για όλα και για τίποτα, ξέρεις τώρα, γυναικείες κουβέντες…
- Μας θάψατε πάλι, δηλαδή !

Μπήκε στο γραφείο διστακτικά, την εκνεύριζε αυτός ο χώρος και ποτέ δεν θέλησε να ψάξει το γιατί, της αρκούσε ότι ήταν μονίμως ασυμμάζευτο,  που όλα ήταν αταίριαστα,  ανεμομαζώματα,  μνήμες από τα παλιά….
- Καλωσόρισες !  της είπε ειρωνικά αλλά όχι με κακία, ίσως και με μια δόση αυτοσαρκασμού. Γύρω του τσαλακωμένα χαρτιά, πάνω στη γραφομηχανή, στο πάτωμα , παντού…
- Γράφεις; Καινούργιο; Διάβασε μου!
- Δεν έχω καλά – καλά ξεκινήσει, δεν σε περίμενα τόσο νωρίς..
- Διάβασέ μου κάτι… (κάποτε ήμουν η πηγή της έμπνευσης, η μούσα  σου… είπε από μέσα της)
- Αφού το θέλεις :
«ΚΑΤΗΓΟΡΩ.  Κατηγορώ τους ειδήμονες, κατηγορώ τους οικονομολόγους, κατηγορώ, τους επιστήμονες της νέας μιζέριας, τους αυτοαποκαλούμενους σωτήρες της ανέχειας, κατηγορώ τους οικονομικούς συμβούλους της προστυχιάς,  τα ανδρείκελα στα έδρανα της βουλής, κατηγορώ τους ιθύνοντες  της οικονομικής μετανάστευσης, κατηγορώ τους ψηφοθήρες του ρατσισμού, τους ανέραστους εξουσιαστές,  κατηγορώ τους προβοκάτορες του κοινωνικού τρόμου, κατηγορώ……… όλους  όσους  πιάσανε  τους αριθμούς και χάσανε  το νόημα…»
- Κι εμείς κάτι χάσαμε,τελευταία, Ελένη!

Ακολούθησε μία από εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι επικοινωνούν με τη σιωπή. Συμβαίνει λιγοστές φορές στη ζωή. Συνήθως μεταξύ αδερφικών φίλων η και σε ζευγάρια  που σταμάτησαν να μετρούν πληγές, όταν κάποια στιγμή έσβησε η φλόγα κι έμεινε μονάχα η ζεστασιά κι η μυρωδιά απ΄ τα καμένα κούτσουρα…
Του χαμογέλασε ένα χαμόγελο κουρασμένο, νοσταλγικό και συνάμα λυπημένο.
- Λοιπόν, μπαίνω στο ντους, θα μου ετοιμάσεις ένα ποτό ;  (έτσι  έδωσε τέλος στη σιωπή με χαρούμενη διάθεση που αιφνιδίασε και την ίδια)
- Μαρτινάκι;
- Όχι, το βαρέθηκα, κι αυτό και τις ελίτσες,  κάτι πιο δυνατό, αλλά όχι πολύ σκληρό, αυτοσχεδίασε και ξάφνιασέ με…

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Ανθρώπινα…"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *