- - https://www.newsville.be -

Στου Βελγίου τις …Ελληνοστοές

«Η πρώτη ημέρα στο ορυχείο ήταν η δυσκολότερη της ζωής μου. Δεκατρία άτομα πήγαμε απ” το χωριό μου στ” ανθρακωρυχεία, όλοι ζήτησαν να φύγουν μέσα σε 15 ημέρες. Μόνο εγώ έμεινα. Ελεγα: «Αφού δεν φοβούνται στα ορυχεία άλλοι που έχουν παιδιά και οικογένειες, δεν θ” αντέξω εγώ που είμαι ελεύθερος;»».

 

Της Άννας Στεργίου

 

Το όνειρο κράτησε τον Χρήστο Παππά απ” το Κουκλέσι Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1940 και ανήκει στην «παλαιά φρουρά» Ελλήνων μεταναστών του Βελγίου. Πέντε χρόνια εργάστηκε στα νιάτα του σ” ένα απ” τα περίπου 280 ορυχεία κάρβουνου που διέθετε τότε το Βέλγιο και σήμερα έχουν κλείσει.

Μόλις απολύθηκε από φαντάρος το 1962, πήγε στο γραφείο ευρέσεως εργασίας στα Ιωάννινα. Ζήτησε να πάει στη Γερμανία, αλλά του είπαν πως δεν υπήρχαν θέσεις κι έπρεπε να περιμένει. Μόνη εναλλακτική λύση, τ” ανθρακωρυχεία του Βελγίου. «»Θες να πας;» μου είπαν. Κάθε φορά που έμπαινα στο ορυχείο έκανα τον σταυρό μου να βγω ζωντανός».

Στις στοές κουβαλούσε ξύλα ή άλλα υλικά. Γαλαρίες υπήρχαν απ” τα 500 μέτρα κάτω απ” το έδαφος ώς τα 1.200. «Βρήκαμε Έλληνες, που ήταν εκεί από το 1957. Δεν υπολογίζαμε τον κίνδυνο, αλλά τα λεφτά», λέει ο κ. Παππάς.

Η γαλλική γλώσσα άγνωστη. «Πηγαίναμε για να πάρουμε ένα αβγό, «κακαρίζαμε» σαν την κότα, αλλά οι Βέλγοι δεν μας κακόπαιρναν. Περίμεναν ώσπου να τους πούμε τι θέλουμε. Ήταν φιλόξενος εδώ ο κόσμος. Είχαν κι αυτοί τις διαφορές τους, οι Βαλόνοι και οι Φλαμάνοι (Φλαμανδοί). Οι Βαλόνοι ήταν ρατσιστές. Οι Φλαμάνοι μας φέρνονταν πιο ωραία…».

Οι απάνθρωπες στοές

Στη βιομηχανική ζώνη του Βελγίου, τ” απομεινάρια από τις εγκαταστάσεις είναι ζωντανά. Βαγόνια, ράγες, δεξαμενές νερού, μικροί λοφίσκοι σχηματισμένοι από τα χώματα που έβγαιναν απ” τις γαλαρίες, τα κανάλια που οδηγούσαν στην Αμβέρσα. Το τελευταίο ορυχείο ορυκτού κάρβουνου έκλεισε το 1974 και η περιοχή μαράζωσε, σε σημείο σήμερα η ανεργία ν” αγγίζει το 20%.

Οι Έλληνες που διαβιούν σήμερα στο Βέλγιο υπολογίζονται σε περίπου 20.000. Φυσικά, αρκετοί εξ αυτών είναι κοινοτικοί υπάλληλοι, αλλά υπάρχουν και οι «παλιοί» που εργάστηκαν κυρίως στα ανθρακωρυχεία και αργότερα σε εργοστάσια. Με τον καιρό άνοιξαν μαγαζιά, καφενεία. Ήρθαν κι άλλοι, έφεραν τις οικογένειες. Σήμερα, δεν λείπουν τα ελληνικά ταβερνάκια και τα σουβλατζίδικα, ιδίως στην πίσω πλευρά της Γκραντ Πλας αλλά και τα «καλά» εστιατόρια.

Η ιστορία των Ελλήνων ανθρακωρύχων αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο, της βιομηχανικής εργασίας, που δεν έχει γραφτεί ακόμη. Άλλοι Έλληνες έζησαν την κόλαση πολύ νωρίτερα σε ανθρακωρυχεία της βόρειας Αμερικής, στο Τρινιντάντ και το Λόου Μπλου του Κολοράντο. Στο Βέλγιο τα ορυχεία ήταν κυρίως στο Σαρλερουά, το Βερβιέ, τη Λιέγη…

Ισως στα χρονικά να μην υπάρχει άλλο προηγούμενο. Εργασιακά δικαιώματα μαζί με τους ανθρακωρύχους απέκτησαν και τα άλογα, στο Βέλγιο

Ίσως στα χρονικά να μην υπάρχει άλλο προηγούμενο. Εργασιακά δικαιώματα μαζί με τους ανθρακωρύχους απέκτησαν και τα άλογα, στο Βέλγιο 

 

Ζωντανό αποτύπωμα των ορυχείων σήμερα, το μουσείο ανθρακωρύχων-μεταλλουργίας στη Λιέγη αλλά και οι μνήμες των ανθρώπων. Στ” ανθρακωρυχεία δούλεψαν διάφορες «φυλές», ενώ τον 19ο αιώνα υποχρεώνονταν να δουλέψουν εκεί, ξένοι κατάδικοι. Βασικά εργατικά δικαιώματα πήραν οι ανθρακωρύχοι του Βελγίου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και ζήτησαν ανάλογα δικαιώματα και για τ” άλογα που είχαν μαζί τους στις γαλαρίες. Αυτό σήμαινε αποχή απ” την εργασία το Σαββατοκύριακο και άδεια 15 ημερών τον χρόνο, μας εξήγησε ο δρ Γιάννης Παπαδόπουλος, γιατρός, Έλληνας του Βελγίου τρίτης γενιάς. Η μεγάλη έκρηξη στις Μαρσινέλες στο Σαρλερουά, που είχε συμβεί 8 Αυγούστου 1956, είχε αποτέλεσμα να σκοτωθούν 262 άτομα, ανάμεσά τους και Έλληνες.

«Τα εργατικά δυστυχήματα και τα ατυχήματα ήταν σε πρώτη διάταξη, όταν γκρεμίζονταν κομμάτια γαλαρίας κυρίως από τις εκρήξεις. Αυτό είχε αποτέλεσμα να παθαίνουν κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και ακρωτηριασμούς. Πολλοί πέθαιναν κυρίως λόγω της συγκέντρωσης άνθρακα στους πνεύμονες, μιας χρόνιας, επικίνδυνης ασθένειας, της πνευμονικής ανθράκωσης», εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.

Διευθυντής της εντατικής σε παιδιατρικό νοσοκομείο του Βελγίου, μιλά εντυπωσιακά καλά την ελληνική γλώσσα. Ο παππούς του, αγροφύλακας απ” το Προδρόμι Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, έφυγε το 1956, σε αναζήτηση καλύτερης ζωής στο Βέλγιο. Επέστρεψε στην Ελλάδα, πήρε την οικογένεια και εγκαταστάθηκε στο Μπλατόν. Παρότι η επίσημη σύμβαση με το ελληνικό κράτος είχε γίνει το 1957, υπήρχαν Έλληνες που είχαν έρθει και νωρίτερα.

Ο Γιάννης Κασιμάκης γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1938 στους Αγίους Θεοδώρους Γρεβενών, στο Διάκο. Πήγε ένας συμπατριώτης του μετανάστης κι έγραψε γράμμα στο χωριό ότι αγόρασε δικό του αυτοκίνητο. «Τα “χασα. Αυτός είχε αυτοκίνητο κι εγώ δεν είχα να φάω…».

Δικαίωμα στ” όνειρο

Αποφάσισε να πάρει των ομματιών του, ν” αφήσει τα πρόβατα και να φύγει. «Πήγα κι έφτιαξα και τα δόντια μου, γιατί αλλιώς θα μ” έκοβαν στις εξετάσεις. Ο νομός Γρεβενών τότε ήταν μαζί με τον νομό Κοζάνης. Υποβάλαμε τα χαρτιά στην Κοζάνη και μας ειδοποίησαν σ” ένα μήνα να πάμε για τις συμβάσεις. ήταν τότε οι συμβάσεις του Κόκκινου, ενός νησιώτη από την Κάλυμνο. Μέσα σε 15 ημέρες, αν δεν σου άρεσε στο ορυχείο, μπορούσες να γυρίσεις πίσω και τα έξοδα ήταν όλα καλυμμένα…».

«Ήρθαμε διαμέσου Αθηνών, κόντεψα να πεθάνω μες στο καράβι», συνεχίζει ο Γιάννης Κασιμάκης. «Από την Ιταλία απ” το Πρίντεζι, με τρένο κι από κει μας πήγαν Σαρλερουά. Ηθελα να μείνω και για το πανηγύρι στο χωριό μου. Έφυγα 7 Σεπτεμβρίου κι έφτασα στις 27. Είκοσι ημέρες ταξίδι. Νομίζω πήγαμε με το «Κολοκοτρώνης». Όλοι τότε μ” αυτό πήγαιναν».

Στις γαλαρίες δεν θα ξεχάσει ποτέ το βουητό απ” το ανοιχτό ασανσέρ που τους κατέβαζε στα έγκατα της γης. «Μας έπιαναν τ” αυτιά μας», αφηγείται. «Τρία χρόνια δούλεψα στα ορυχεία. Έτσι ήταν τότε η σύμβαση, αν παντρευόσουν, έκανες μόνο τρία χρόνια, αλλιώς αν ήσουν ελεύθερος έκανες πέντε. Παντρεύτηκα, όμως, έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο, ανοίξαμε πλυντήρια-καθαριστήρια με τη γυναίκα μου. Το καλό με το Βέλγιο ήταν ότι σου έδινε γρήγορα δικαιώματα. Μπορούσες να φέρεις τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου. Τώρα εμείς έχουμε και τις δύο υπηκοότητες».

Έλληνας του Βελγίου κι ο Νικόλαος Λαζαρίδης, που γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1938, στην Αριδαία Πέλλας, στην Άψαλο. Δεν είχε κάνει κανονικά τα χαρτιά του. Πούλησε ένα δαμάλι και μ” αυτά τα λεφτά έβγαλε διαβατήριο σαν τουρίστας κι ήρθε στο Βέλγιο με 150 δολάρια στην τσέπη. Οι μέρες περνούσαν, προσπαθούσε να βρει δουλειά. Μάταια. Δεν ήξερε τη γλώσσα, τα λεφτά τελείωναν κι είχε αφήσει πίσω οικογένεια· γυναίκα και παιδί. Ώσπου βρέθηκε ένας Κύπριος, λέει, καλή του ώρα, και τον πήγε να δουλέψει σε φάμπρικα. Μόλις έπιασε δουλειά εγκρίθηκαν αμέσως και τα χαρτιά. Έφτιαχνε βρύσες από μπρούντζο, στο Άντερλεχτ…

Σήμερα όλοι έχουν φτιάξει όμορφες οικογένειες, παιδιά, άλλοι και εγγόνια, έχουν κάνει το κουμάντο τους και μοιράζουν τη ζωή τους, καλοκαίρι-χειμώνα, ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Από τις λιγοστές περιπτώσεις που η ιστορία των ανθρακωρύχων έχει αίσιο τέλος.

 

Πηγή: enet.gr