- - https://www.newsville.be -

Σαν ένα αντίο, στον Παντελή…

Από τον Χρήστο Μπλατσιώτη
__________________

Ο Παντελής Παντελής ήταν από τα πρώτα πρόσωπα που γνώρισα «επαγγελματικά», με το που ήλθα στις Βρυξέλλες. Αυτός, αρθρογράφος στην Ελευθεροτυπία και καθημερινός επισκέπτης στα γραφεία του Αθηναϊκού Πρακτορείου, εγώ να εργάζομαι κάτω από την ίδια στέγη, ήταν φυσικό να γνωριζόμαστε καλύτερα, μέρα με τη μέρα.  Με τον καιρό, αρχίσαμε να συναντιόμαστε στις ίδιες «overtime αναμονές» της δουλειάς, να μοιραζόμαστε τα ίδια «διαλείμματα» και κάπως έτσι αρχίσαμε να βρίσκουμε χρόνο για να «τα λέμε». Βρήκαμε μάλιστα και κοινούς «χάρτες» και «τόπους» αναζητήσεων, άσχετα αν σε κάποια διαφωνούσαμε για το πώς πρέπει να χαράζεται η «πορεία».  Αρχίσαμε να κάνουμε κουβέντες και για τις ζωές μας, για τα «πολλά» και για τα «λίγα» μας. Μου έλεγε για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και για τη ζωή του στην Εύβοια, για τις θαρραλέες περιπέτειές του στον χώρο της δημοσιογραφίας, για τις «εικόνες» και τις «γεύσεις» του από τις Βρυξέλλες και για άλλα.   Ιστορίες παλιές άρχισαν να συντροφεύουν τις συζητήσεις μας και μέσα από αυτές αναδύθηκαν πρόσωπα γνωστά και στους δύο, από το τότε και από το σήμερα. Συζητούσαμε για αυτά και συχνά τα μούτρα μας έλεγαν πιο πολλά απ΄ όσα τα χείλη μας.   Και αν αυτό δεν λέγεται φιλία, σίγουρα λέγεται ειλικρίνεια.    

Ως δημοσιογράφος ήταν γνώστης και έμπειρος. Ήταν δάσκαλος.  Ήταν επίσης λιτός και εύστοχος.   Όταν κάποιες φορές του έδινα μακροσκελέστατες απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων, με κοιτούσε και ρωτούσε: «Τι είναι αυτά όλα;»  «Η συνέντευξη» του απαντούσα.  «Και ποιος τα είπε όλα αυτά;» συνέχιζε.  «Ο τάδε» του έλεγα και αμέσως σχολίαζε. «Αυτά, δεν είναι η συνέντευξη του τάδε, αυτά είναι τα Άπαντα του τάδε». Μετά το καθιέρωσα. Πήγαινα με την απομαγνητοφώνηση και μόλις με ρωτούσε «τι είναι αυτά όλα ;» του απαντούσα αμέσως, «τα Άπαντα του τάδε»… Έπαιρνε λοιπόν τα «Άπαντα» ο Παντελής και την άλλη μέρα, σε ένα μονόστηλο, άντε σε δίστηλο, τα έγραφε όλα. Είτε γιατί τελικά τόσο ζύγιζαν τα… «Άπαντα», είτε επειδή ο Παντελής ήξερε πάντα πως θα πάρει την ουσία.    Μπορούσε να σχολιάζει με ικανότητα τα πολύπλοκα διεθνή και ευρωπαϊκά, ήθελε όμως να καταπιάνεται και με τα θεωρούμενα ως πιο «απλά». Έτσι, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τα πεπραγμένα της ομογένειας των Βρυξελλών και του Βελγίου. Είχε μεγάλο εύρος γνωριμιών και εκτίμησης στην ομογένεια, αλλά αυτός ήταν και ένας άλλος τόπος των «συναντήσεων» μας. Πάντα με ρωτούσε για την Ελληνική Κοινότητα, για τους Μακεδόνες, για τις εκδηλώσεις των άλλων συλλόγων.  Θυμάμαι μια μέρα που με άκουσε να μιλώ με άλλους δημοσιογράφους για το Λύκειο των Ελληνίδων στις Βρυξέλλες. Προσπαθούσα να «βγάλω» κανά δημοσίευμα στην Αθήνα για το θεατρικό του Λυκείου.  «Και με το Λύκειο ασχολείσαι τώρα ;» με ρώτησε, σα να μου έλεγε «και μ’ αυτό;»  Βρήκα αμέσως την ευκαιρία και άρχισα να τον «ψήνω» να αφιερώσει ένα από τα σημειώματά του (το περίφημο «Γεύση από τις Βρυξέλλες») στη θεατρική ομάδα του Λυκείου.  Μου είπε τότε: «Άκου να δεις, εγώ εξαιρέσεις δεν κάνω. Να μου δώσεις στοιχεία για να γράψω για όλες τις θεατρικές ομάδες των Βρυξελλών και έτσι θα γράψω και για το Λύκειό σου».  Συμφώνησα, τη ρώτησα για να μη ξεχάσω κανέναν και μετά του έδωσα όλα τα στοιχεία. Ο Παντελής τα πήρε, έβαλε την άφθαστη πένα του και έκανε το μοναδικό μέχρι σήμερα δημοσίευμα σε ελληνική εφημερίδα, για το σύνολο της σπουδαίας ελληνικής θεατρικής δημιουργίας που ακμάζει στην πόλη των Βρυξελλών.  Έτσι ήταν. Ποτέ δεν «ψήνονταν»  για κάτι που ήταν έξω από τις αρχές του και πάντα έγραφε για το σύνολο, χωρίς γυαλάδες προβολής μεμονωμένων. 

 Όταν άρχισε η επιδείνωση της κατάστασής του, έρχονταν στο γραφείο και μου έλεγε τα νέα για τις εξετάσεις που έκανε, κουνώντας το κεφάλι του. «Όλα θα πάνε καλά» του απαντούσα (χωρίς να το πιστεύω ούτε εγώ, ούτε αυτός), μετά βγάζαμε καμιά φωτοτυπία από το ιατρικό χαρτομάνι του και αρχίζαμε πάλι να λέμε τα δικά μας. Και ξεχνιόμασταν.  Αλλά και στο σπίτι όταν καθηλώθηκε, πάλι επικοινωνούσαμε και τα λέγαμε, όσο…  Ώσπου μια μέρα, έμαθα ότι δεν είναι καθόλου καλά. Μετά από λίγες  μέρες έφυγε.[1]    Την Παρασκευή πήγα στην κηδεία του. Ήμαστε σχεδόν όλοι εκεί. Αυτοί που τον γνώριζαν καλά, άλλοι πολλοί κι εγώ που απλώς τον γνώρισα. Γι αυτό και απλά τον αποχαιρέτησα, χαϊδεύοντας με την παλάμη μου το φέρετρό του. Αυτό ήταν και ούτε θέλησα να πάω στο νεκροταφείο.   

Ο Παντελής Παντελής ήταν ένας καλός, έντιμος και καθαρός άνθρωπος, καθόλου εγωιστής, αγωνιστής της ζωής και της δημοσιογραφίας, πάντα συνεπής στις αρχές του, πολύτιμος συνομιλητής και προπαντός άνθρωπος που άκουγε έστω και αν διαφωνούσε.   Έτσι θα τον έχω πάντα μέσα μου.  Λίγο τον γνώρισα, πολύ τον εκτίμησα. Για όλα τα παραπάνω, στεναχωρήθηκα που έφυγε.  Όχι «τυπικά» και αδέσποτα, αλλά πραγματικά.   Συμβαίνει κι αυτό. Α !  Αφήσαμε μαζί του και μια εκκρεμότητα.   Εκείνη τη ρετσίνα που πάντα σχεδιάζαμε να πιούμε «κάπου έξω» για να μπορέσουμε να πούμε «ακόμη πιο πολλά».   Ποτέ δεν βρήκαμε χρόνο για να την πιούμε. 

Αλλά και ποτέ δεν ξέρεις όμως….       


[1] 22/05/2010