- - https://www.newsville.be -

Ο Πύρρος Δήμας σε μια εκ βαθέων συνομιλία με τους μαθητές του Ευρωπαϊκού Σχολείου Βρυξελλών

Στις Βρυξέλλες βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες, προσκεκλημένος της Ένωσης Γονέων του ελληνόφωνου τμήματος του Ευρωπαϊκού Σχολείου ΙΙΙ, ο Ολυμπιονίκης της Άρσης Βαρών κ. Πύρρος Δήμας.

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με μαθητές και εκπαιδευτικούς του σχολείου, ενώ παρέστη και στην εορταστική εκδήλωση για τη λήξη του σχολικού έτους.

Στο περιθώριο της παρουσίας του συναντήθηκε με τους μαθητές Νίκη Κεχαγιόγλου, Κωνσταντίνο Κοντογιώργη, Ανδρέα Κρεμεζή, Πάνο Κωνσταντούρο και Ελεονώρα Στόγιου, μέλη της ομάδας για την προώθηση της ρητορικής στην εκπαίδευση, στους οποίους παραχώρησε μία εκ βαθέων συνέντευξη.

O λόγος στους μαθητές και τον Πύρρο Δήμα: 

Σήμερα έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε έναν άνθρωπο-σύμβολο για την Ελλάδα, έναν αθλητή που σήκωσε στις πλάτες του όχι μόνο απίστευτα κιλά, αλλά και την υπερηφάνεια ενός ολόκληρου λαού. Ο Πύρρος Δήμας δεν είναι μόνο Ολυμπιονίκης και παγκόσμιος πρωταθλητής άρσης βαρών. Είναι και ένας άνθρωπος που γνωρίζει τι σημαίνει να μεγαλώνεις εκτός Ελλάδας, να κουβαλάς διπλή ταυτότητα, να αγωνίζεσαι για την αναγνώριση.

Για εμάς, Έλληνες μαθητές που ζούμε στο εξωτερικό, η ιστορία του είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή αθλητική διαδρομή. Είναι ιστορία προσωπική, είναι έμπνευση, είναι δύναμη…

Κύριε Δήμα, σας ευχαριστούμε που είστε μαζί μας.

1

Η παιδική ηλικία του Πύρρου Δήμα. Τις ερωτήσεις υποβάλει ο μαθητής, Πάνος Κωσταντούρος

Κύριε Δήμα, ποια ήταν τα πρώτα σας όνειρα ως παιδί που μεγάλωνε εκτός Ελλάδας; Νιώσατε ποτέ διχασμένος ανάμεσα σε δύο ταυτότητες;

Όχι, δεν ένιωσα ποτέ διχασμένος. Μεγάλωσα στη Χειμάρρα με τη γιαγιά μου την Ελένη από όταν ήμουν 9 μηνών μέχρι τα 6 μου χρόνια, γιατί οι γονείς μου ζούσαν τότε στα Τίρανα. Θυμάμαι ότι ως παιδί με τη γιαγιά μιλούσα μόνο ελληνικά, γιατί εκείνη μιλούσε μόνο ελληνικά. Ήταν για μένα σαν ένα πανεπιστήμιο από μόνη της. Μου μάθαινε τραγούδια, ποιήματα, ιστορίες… Το πιο έντονο όμως που θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια είναι τα βράδια που καθόμουν στην παραλία και κοιτούσα απέναντι τα φώτα της Κέρκυρας. Έβλεπες κανένα φως, κάποιο αυτοκίνητο, και νόμιζες… ξέρεις… η Αλβανία τότε ήταν μια χώρα κλειστή, ένα καθεστώς σκληρό…Για να καταλάβεις, στα Τίρανα δεν μπορούσες να μιλήσεις ελληνικά. Όμως οι γιαγιάδες και οι παππούδες που ζούσαν στη Χειμάρρα δεν είχαν την υποχρέωση να μιλούν αλβανικά. Ούτως ή άλλως δεν ήξεραν. Ήξεραν μόνο ελληνικά, κι αυτό μας βοήθησε πολύ. Όταν πηγαίναμε στο χωριό, επειδή είχαμε ξεχάσει λίγο τα ελληνικά, μέσα στο καλοκαίρι τα ξαναθυμόμασταν. Γυρίζαμε στα Τίρανα τον Σεπτέμβριο και ήταν σαν να είχαμε πάρει proficiency στα ελληνικά.

Στα Τίρανα όμως ούτε ψίθυρος δεν επιτρεπόταν στα ελληνικά. Κανείς δεν τολμούσε να πει ότι είναι Έλληνας. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις ανθρώπων που χωρίς πρόθεση έλεγαν π.χ. κάτι απλό, όπως “πήγα στο μαγαζί και δεν βρήκα ζάχαρη” και αυτό θεωρούνταν προπαγάνδα κατά του καθεστώτος. Τους τιμωρούσαν. Μπορεί να κατέληγαν ακόμη και στη φυλακή για 20 ή 30 χρόνια. Επειδή απλώς είπαν ότι δεν είχε ζάχαρη. Και δεν είχε! Δεν βρίσκαμε εύκολα βασικά πράγματα. Ούτε γάλα…

Για να καταλάβετε, με τον αδερφό μου ξυπνούσαμε στις 3 τα ξημερώματα για να προλάβουμε σειρά έξω από το μαγαζί που έφερνε γάλα. Αν ήσουν στους πρώτους πέντε, ήξερες πως θα πάρεις. Πολλές φορές όμως έτυχε να ξυπνήσουμε νωρίς για να προλάβουμε το γάλα και τελικά δεν βρίσκαμε τίποτα. Τα αυγά ήταν 10 το μήνα. Το κρέας με κουπόνι, ένα κιλό το μήνα. Ο καφές ήταν 60 γραμμάρια το μήνα για όλη την οικογένεια και οι γονείς μου τον ανακάτευαν με ρεβίθια για να φαίνεται περισσότερος. Φτώχεια και δυσκολία. Τώρα που τα λέω στα παιδιά, με ρωτάνε απορημένα: «Μα στο σούπερ μάρκετ δεν είχε γάλα;»

Ήταν ένα καθεστώς δύσκολο, γεμάτο απαγορεύσεις. Δεν μπορούσες να βγεις από τη χώρα. Θυμάμαι, η πρώτη φορά που βγήκα ήταν το 1988 ως έφηβος με την εθνική ομάδα της Αλβανίας για να αγωνιστούμε στην Ελλάδα. Ήταν τεράστιο γεγονός τότε το να βγεις από την Αλβανία. Αλλά και τότε είχαμε δίπλα μας ανθρώπους της ασφάλειας που μας παρακολουθούσαν σε κάθε βήμα. Και όταν γυρνούσαμε, μας ρωτούσαν πώς ήταν στην Ελλάδα. Εμείς φυσικά λέγαμε αυτά που ήθελε το καθεστώς, ότι δηλαδή στην Ελλάδα ο κόσμος πεθαίνει στους δρόμους, ότι δεν έχουν να φάνε, ότι έχει απεργίες, ναρκωτικά… Αν έλεγες κάτι διαφορετικό, βρισκόσουν στη φυλακή. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

Τι ρόλο έπαιξε η οικογένειά σας στην πορεία σας; Πώς σας στήριξε όταν ήσασταν παιδί;

Ήμουν τυχερός γιατί ο πατέρας μου δούλευε σε πολλές εταιρείες. Αρχικά εργαζόταν στην εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου. Ήταν οικονομολόγος. Στην αρχή του καθεστώτος Χότζα υπήρχε μια πολιτική που επέτρεπε στα παιδιά από τη Βόρεια Ήπειρο να μπουν στο πανεπιστήμιο. Ο λόγος βέβαια δεν ήταν αγαθός. Ήθελαν να τα απομακρύνουν από τις περιοχές μας, να αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού.
Παράλληλα, έφερναν Αλβανούς από τον βορρά και τους εγκαθιστούσαν στα χωριά μας για τον ίδιο σκοπό.
Αργότερα ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει σε μια εταιρεία που εκτύπωνε σχολικά βιβλία. Ήμουν τυχερός και τότε, γιατί σαν παιδί είχα πρόσβαση σε βιβλία με τον Όμηρο, είχα και το Αλφαβητάριο. Θυμάμαι ότι στην Αλβανία τυπώνονταν μόλις 100 ελληνικά Αλφαβητάρια τον χρόνο για όλα τα παιδιά των χωριών κοντά στα σύνορα. Όχι όμως για το δικό μας χωριό. Ένα από αυτά τα 100 βιβλία που ξέμεινε μια φορά, το πήρε ο πατέρας μου και το έφερε στο σπίτι. Έτσι, έμαθα την αλφαβήτα από τον ίδιο μέσα στο σπίτι. Ήταν μεγάλη τύχη αυτό για μένα.

Και αργότερα, όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον αθλητισμό, ο πατέρας μου μετατέθηκε σε άλλη εταιρεία, αυτή που κατασκεύαζε δρόμους. Και πάλι στάθηκα τυχερός. Όπου είχα αγώνες, έβρισκε τρόπο να συνδυάσει μια αποστολή για δουλειά, ώστε να με συνοδεύσει. Εκεί που πήγαινε μπορούσε να βρει και λίγο καλύτερο φαγητό. Καλύτερο κρέας, φρέσκα φρούτα, πράγματα που ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς στην αγορά τότε. Μέσα από τις γνωριμίες που είχε κατάφερνε να προμηθευτεί ό,τι χρειαζόταν για να με στηρίξει στον αθλητισμό.

Η μητέρα μου, από την άλλη, έκανε απίστευτες θυσίες. Θυμάμαι πως από το ένα κιλό κοτόπουλο που δικαιούμασταν τον μήνα, εκείνη έγλειφε τα κόκαλα και άφηνε το κρέας για εμένα και τον αδερφό μου, για να έχουμε δύναμη να συνεχίσουμε τον πρωταθλητισμό.

pyrros03

Είχατε κάποιο πρότυπο; Κάποιον στον οποίο θέλατε να μοιάσετε;

Ναι, όταν αποφάσισα στα 13 μου πως θέλω να ασχοληθώ με την άρση βαρών, θυμάμαι ότι με τον προπονητή μου κάναμε μια κουβέντα με αφορμή ένα περιοδικό της παγκόσμιας ομοσπονδίας που είχε πέσει στα χέρια μας. Εκεί είδα για πρώτη φορά τον Γιούρι Βαρτανιάν. Τον αποκαλούσαν τότε “ο σιδερένιος άνθρωπος”, “ο ατσαλένιος”. Ήταν ένας από τους κορυφαίους αθλητές στον κόσμο και μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Τόσο στο περιοδικό όσο και αργότερα όταν τον είδα σε βίντεο.
Γύρισα τότε στον προπονητή μου και του είπα: «Μπορώ να γίνω σαν κι αυτόν;» Και εκείνος μου απάντησε: «Βεβαίως και μπορείς. Με πολλή προσπάθεια, με πολλή δουλειά. Γιατί, ναι μεν έχεις ταλέντο, αλλά ταλέντο έχουν πολλοί. Αν δεν δουλέψεις, αν δεν προσπαθήσεις, δεν φτάνεις μακριά. Έχω δει πολλά ταλέντα στη ζωή μου να μένουν μόνο ταλέντα, γιατί απλώς δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε.»

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την άρση βαρών; Ποιος πιστεύετε πως ανακάλυψε και ανέδειξε το ταλέντο σας;

Ο πρώτος μου προπονητής που ήταν ένας Αλβανός, πολύ καλός άνθρωπος. Πραγματικά στάθηκα τυχερός που με ανακάλυψε. Θυμάμαι ξεκάθαρα τη στιγμή και αξίζει να την πω. Ήμουν λοιπόν έξω από το σχολείο. Σε μια αυλή υπήρχε μια μουσμουλιά γεμάτη όμορφα, ώριμα μούσμουλα. Τα χτυπούσα με πέτρες για να πέσουν κάτω και να τα μαζέψω. Ήμουν πολύ ανήσυχο παιδί, δεν άφηνα δυο πέτρες μαζί (γέλια)! Μην με βλέπετε τώρα που είμαι… καλό παιδί!
Ξαφνικά εμφανίζεται ένας άντρας με ποδήλατο και μου λέει: «Έλα εδώ». Εγώ νόμισα πως ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και το έβαλα στα πόδια. Από τον πανικό μου έτρεξα σε ένα στενάκι που ήξερα ότι ήταν αδιέξοδο, αλλά τόσο πολύ είχα τρομάξει που δεν σκέφτηκα καθαρά.
Με πλησιάζει και μου λέει: «Έλα εδώ, ρε. Είμαι προπονητής στην άρση βαρών. Θέλεις να δοκιμάσεις;» Προφανώς είχε δει το σώμα μου, τα πόδια μου… και του απάντησα: «Πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς μου». Την επόμενη μέρα ήρθε στο σπίτι. Η μητέρα μου ήταν κάθετα αρνητική: «Θα μείνει κοντός! Θα πάθει κήλη! Θα του βγει σε κακό!» Ο πατέρας μου, πιο ψύχραιμος, είπε: «Ας τον δούμε για δύο-τρεις μήνες. Αν δούμε ότι κουράζεται και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στα μαθήματα, τον σταματάμε.» Και έτσι ξεκίνησα…

Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα στο γυμναστήριο. Τότε δεν υπήρχαν παιδιά στην ηλικία μας στον χώρο. Ήμασταν η πρώτη γενιά. Εγώ, ο Σαμπάνης, ο Κόκκα, ο Μήτρου, ο Τζελίλης. Ξεκινήσαμε μικροί, γύρω στα 7,5 με 8 ετών. Μέχρι τότε, τα παιδιά ξεκινούσαν στην εφηβεία, στα 14-15.
Όταν πήγαινα στο γυμναστήριο, αυτά τα μεγαλύτερα παιδιά με κοιτούσαν στα μάτια, γιατί από την πρώτη κιόλας μέρα σήκωνα 100 κιλά στα πόδια. Μου έδειξαν την τεχνική, μου έβαλαν 20 κιλά… μετά 40… 60… 70… και έφτασα στα 100. Τα μάτια τους γούρλωσαν! Κι τότε σκέφτηκα κι εγώ: «Ε, μάλλον κάτι καλό έχω… ποιος ξέρει!»

Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση σε αυτό που είπε η μητέρα σας. Γιατί το ανέφερε αυτό;

Αυτό πίστευαν τότε. Και δυστυχώς το πιστεύουν ακόμα. Ακόμα και σήμερα, όταν ένας γονιός πάει το παιδί του σε παιδίατρο και λέει ότι θέλει να ξεκινήσει άρση βαρών, πολλοί παιδίατροι απαντούν: «Δεν το συνιστώ, δεν κάνει καλό». Κι όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η άρση βαρών βοηθάει πολύ στην ανάπτυξη των παιδιών. Ενισχύει το μυοσκελετικό σύστημα, τους δίνει σωστή στάση σώματος, ισορροπία, πειθαρχία.

Και όχι μόνο αυτό. Όλες οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ειδικά για τα κορίτσια που κάνουν άρση βαρών έχουν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν οστεοπόρωση και σκλήρυνση κατά πλάκας στο μέλλον. Γι’ αυτό και το Olympic Weightlifting έχει ενταχθεί πλέον παντού, κυρίως στις γυναίκες. Και μάλιστα προωθείται έντονα, γιατί φέρνει εξαιρετικά αποτελέσματα.

Αν μπορούσατε σήμερα να πείτε κάτι στον 14χρονο εαυτό σας, τι θα του λέγατε;

Ότι καλά τα κατάφερες, (γέλιο)… Πήρες καλές αποφάσεις.

pyrros02

Μετάβαση στην Ελλάδα. Τις ερωτήσεις υποβάλει ο μαθητής Ανδρέας Κρεμεζής

Κύριε Δήμα, από το παιδί με τα όνειρα περνάμε τώρα στον νέο που πήρε μια μεγάλη απόφαση: να αφήσει την πατρίδα όπου γεννήθηκε, για να έρθει στην πατρίδα της καρδιάς του, την Ελλάδα. Μπορείτε να μας πείτε πώς ζήσατε αυτή τη μετάβαση; Πώς νιώσατε όταν ήρθατε για πρώτη φορά στην Ελλάδα; Ήταν όπως την είχατε φανταστεί;

Είχα έρθει στην Ελλάδα και πριν, το ’88 και το ’89. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, ήξερα τι να περιμένω. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν τόση πολλή γραφειοκρατία. Το έχω ξαναπεί… Το 1947 στις πρώτες εκλογές υπό τον Χότζα επειδή οι περισσότεροι από εμάς δηλώναμε Έλληνες και δεν ψηφίσαμε, το καθεστώς μάς τιμώρησε σκληρά. Έβαλαν έναν άντρα από κάθε οικογένεια στη φυλακή για να μας εξαναγκάσουν να υποταχθούμε. Την επόμενη κιόλας μέρα, τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν. Ο πατέρας μου είχε φτάσει τότε μέχρι την Δ΄ Δημοτικού στο ελληνικό σχολείο. Όμως από εκεί και μετά όλα έγιναν στα αλβανικά. Τα χαρτιά μας, οι επίσημες εγγραφές… όλα. Η Χειμάρρα σταμάτησε να αναγνωρίζεται ως μειονοτική περιοχή. Και αυτό, δυστυχώς, ισχύει ακόμα και σήμερα. Μας έχουν διοικητικά ενσωματώσει με άλλα χωριά, για να σβήσει κάθε αναφορά στην ελληνικότητα του τόπου μας.

Όλη αυτή η ιστορία με επηρέασε στη μετάβασή μου στην Ελλάδα. Γιατί τότε έπρεπε στην Ελλάδα να αποδείξω πως είμαι Έλληνας. Αλλά πώς το αποδεικνύεις αυτό όταν δεν έχεις επίσημα χαρτιά; Ευτυχώς, υπήρχαν τότε κάποιοι άνθρωποι που γνώριζαν την ιστορία. Γιατί πολλοί δεν τη γνωρίζουν πώς, δηλαδή, αυτό το κομμάτι της Βορείου Ηπείρου δόθηκε στην Αλβανία από τις Μεγάλες Δυνάμεις, πώς μπήκαν τότε στο τραπέζι και τα Δωδεκάνησα, και πώς οι Ηπειρώτες συναίνεσαν να δοθούν τα Δωδεκάνησα αντί της Βόρειας Ηπείρου στην Ελλάδα, ώστε να υπάρχει ένα στρατηγικό μαξιλάρι απέναντι στην Τουρκία. Και σήμερα ακόμα φαίνεται πόσο σοφή ήταν εκείνη η κίνηση. Όμως για εμάς το ότι χάσαμε ένα κομμάτι ελληνισμού ήταν και παραμένει βαθιά λυπηρό.

Προσωπικά, στενοχωριέμαι. Σαν Πύρρος διαβάζοντας και ακούγοντας την ιστορία λυπάμαι που μεγάλωσα στην Αλβανία, με όλες εκείνες τις δυσκολίες. Από την άλλη, αυτές οι δυσκολίες με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Γιατί καμιά φορά οι δυσκολίες σε σμιλεύουν, σε δυναμώνουν. Και ναι, πιστεύω ότι με ωφέλησαν. Αλλά γιατί να τις περάσει όλος ο κόσμος;

Δυστυχώς, όταν ήρθα στην Ελλάδα, πολλοί δεν ήξεραν τίποτα από αυτή την ιστορία. Και μας αντιμετώπιζαν όλους το ίδιο: «Αλβανούς». Αυτό με πίκραινε πολύ. Ιδιαίτερα το 1990, που ανοίξανε οι φυλακές, κατέρρευσε το αλβανικό κράτος και μαζί με εμάς πέρασαν τα σύνορα και πολλοί κακοποιοί. Θυμάμαι τότε έμενα στη Νέα Σμύρνη. Δεν υπήρχαν πόρτες ασφαλείας στα σπίτια. Μετά όμως μπήκαν, μπήκαν και σιδεριές… Ο τρόπος ζωής στην Ελλάδα άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη. Και ήταν δύσκολο για τους Έλληνες να δεχτούν ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι».

Βέβαια, όταν πήρα το πρώτο χρυσό μετάλλιο και μπήκα στα σπίτια των ανθρώπων μέσω της τηλεόρασης, με γνώρισαν. Μίλησα για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου, για το ότι είμαι από τη Χειμάρρα… και ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται. Άρχισε να αλλάζει. Σιγά σιγά, άλλαξε και η εικόνα που είχαν για εμάς. Άλλαξαν όμως και οι ίδιοι οι Αλβανοί που ήρθαν στην Ελλάδα. Πολλοί ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι. Δούλεψαν, πρόκοψαν, έφτιαξαν τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους, πήραν σπίτια, έστησαν τις δουλειές τους.

Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολα για όλους μας. Η αντιμετώπιση δεν ήταν πάντα καλή. Το περάσαμε κι αυτό. Όμως, εγώ, μέσω του αθλητισμού, μπήκα πιο εύκολα στα σπίτια των Ελλήνων. Και, κυρίως, στις καρδιές τους.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στην αρχή της νέας ζωής;

Η αλλαγή ήταν προς το θετικό. Οι συνθήκες στην Ελλάδα ήταν σαφώς καλύτερες. Νομίζω πως μετά το πρώτο μου χρυσό μετάλλιο άλλαξαν πολλά, τόσο για μένα προσωπικά όσο και γενικότερα στον χώρο της άρσης βαρών. Υπήρξε άνοδος και στο οικονομικό κομμάτι. Ήρθαν χορηγοί, η Ομοσπονδία άρχισε να λαμβάνει περισσότερη χρηματοδότηση και μπορούσε να μας προσφέρει πράγματα που πριν ήταν αδιανόητα. Εκεί που κάναμε προετοιμασία μόνο στο Ολυμπιακό Στάδιο, ξαφνικά μπορούσαμε να προπονούμαστε σε ολόκληρη την Ελλάδα, για 9-10 μήνες τον χρόνο. Κάτι τέτοιο στο παρελθόν δεν υπήρχε καν ως δυνατότητα. Ξαφνικά εμφανίστηκαν πόροι, ευκαιρίες. Είχαμε φυσιοθεραπευτές, είχαμε μασέρ, πράγματα που μέχρι τότε δεν υπήρχαν καθόλου.

7

Πρώτες εντυπώσεις και προσαρμογή στην Ελλάδα. Τις ερωτήσεις υποβάλει η μαθήτρια, Ελεονώρα Στόγιου.

Αντιλαμβανόμαστε όλοι πως δεν είναι εύκολο να αλλάζεις τόπο, ζωή, γλώσσα, ακόμα κι όταν το θες πολύ. Ας δούμε τώρα πώς ήταν ο πρώτος καιρός στην Ελλάδα. Πώς σας φάνηκε η «νέα» πατρίδα και πόσο εύκολο ήταν να ενταχθείτε; Πώς σας υποδέχθηκαν στην Ελλάδα;

Ήταν δύσκολα στην αρχή, όπως σας είπα. Πήγα πρώτα στον Μίλωνα, στη Νέα Σμύρνη, όπου ήταν πρόεδρος ο Γιάννης Σγουρός, πρόεδρος και της Ομοσπονδίας τότε. Είχα μιλήσει μαζί του. Δεν ήρθα στην Ελλάδα όπως οι περισσότεροι. Είχα συγγενείς, αλλά δεν μας απάντησαν ποτέ στα τηλέφωνα. Μας απέφευγαν γενικά. Παρ’ όλα αυτά, τουλάχιστον ήξερα ότι δεν θα βρεθώ στην Ομόνοια, μαζί με όλους τους άλλους…

Βοήθησα πολλούς συμπατριώτες μου τότε, όταν έμενα στο Ολυμπιακό Στάδιο, και Έλληνες και Αλβανούς. Τους βρίσκαμε στον σταθμό του τρένου. Δεν είχαν να φάνε, δεν είχαν πού να κοιμηθούν, ούτε ρούχα. Τους ταΐζαμε, τους πλέναμε, τους ντύναμε, τους βρίσκαμε δουλειά και σπίτι… Βοηθήσαμε πολύ κόσμο και αυτό με κάνει να αισθάνομαι πολύ καλά με τον εαυτό μου.

Απλά, η αντιμετώπιση γενικά δεν ήταν καλή. Ακόμα και από άλλους αθλητές… Ενώ είχαν ήδη μπει τα χαρτιά μου σε μια σειρά για να πάρω υπηκοότητα, γινόταν καταγγελίες και όλα ξεκινούσαν από την αρχή. Αυτό συνέβη δύο ή τρεις φορές.

Μια φορά θυμάμαι χαρακτηριστικά που πήγα στον σταθμό του τρένου να πάρω εισιτήριο, ρώτησα: «Πόσο κάνει για ένα εισιτήριο για Νέο Ηράκλειο; 30, 40;» Και μου απαντά ο ταμίας: «30 και 40 κάνει στην Αλβανία, εδώ κάνει 90». Του λέω: «Μα σου δίνω κατοστάρικο, δεν σου δίνω 30… Γιατί μου μιλάς έτσι;» Ήταν πολύ προσβλητικό, ρατσιστικό. Ε, εκεί νευρίασα πολύ. Πήγα να τον πλακώσω. Ευτυχώς ήταν μαζί μου δυο συναθλητές από την πάλη και με συγκράτησαν. Είχα νεύρα. Πήγα να σπάσω μέχρι και το το σιδερένιο κουβούκλιο από τα νεύρα μου.

Η αντιμετώπιση ήταν πολύ άσχημη. Στα λεωφορεία κρατιόμουν με τα δυο μου χέρια από τις χειρολαβές για να μην νομίζουν πως πάω να τους κλέψω. Προσπαθούσα να μην δίνω κανένα δικαίωμα. Δεν έφταιγε όμως και ο κόσμος εντελώς. Η κατάσταση ήταν δύσκολη για όλους.

Υπήρχαν όμως και καλοί άνθρωποι. Συναθλητές που μου έδιναν τα παλιά τους ρούχα και μου έλεγαν «αν τα θέλεις, κράτα τα». Δεν ήταν όλα μαύρα. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν και καλοί και κακοί. Και οι μεν και οι δε. Παντού. Υπήρχαν άνθρωποι που μας στήριξαν πραγματικά και άλλοι που μας ζήλεψαν, που έδειξαν κακία. Όλα αυτά τα αντιμετωπίσαμε…

Νιώσατε αμέσως «σαν στο σπίτι σας» ή χρειάστηκε χρόνος;

Προσωπικά, δυσκολεύτηκα στην αρχή, αλλά μπορώ να πω ότι μετά τη Βαρκελώνη, όπου ο κόσμος με αναγνώρισε ως έναν άνθρωπο της διασποράς, τα πράγματα άλλαξαν. Πολλοί συμπατριώτες μου μου λένε: «Μας έβαλες ξανά στον χάρτη». Γιατί μέχρι τότε δεν υπήρχαμε. Ήμασταν όλοι «Αλβανοί» στα μάτια των άλλων. Από εκεί και πέρα αισθάνομαι πραγματικά ευλογημένος. Έμπαινα σε ταξί και δεν μου έπαιρναν λεφτά. Πήγαινα διακοπές και στα εστιατόρια δεν με άφηναν να πληρώσω.

Αστειευόμενοι πολλοί φίλοι μού έλεγαν: «Δεν μας παίρνεις κι εμάς μαζί σου, να κάνουμε τζάμπα διακοπές;» Αλλά δεν είναι μόνο αυτό… Είναι η φιλοξενία του Έλληνα, η αγάπη που δείχνει. Το έχουμε αυτό σαν λαός, είναι βαθιά μέσα μας. Απλώς τότε η συγκυρία ήταν πολύ δύσκολη. Και, όπως λέμε, «με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά»…

pyrros04

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της προσαρμογής και πώς την ξεπεράσατε; Ποιοι σας στήριξαν;

Το θέμα με τα χαρτιά ήταν το πιο δύσκολο. Έκανα προπόνηση και σκεφτόμουν συνέχεια «άντε πάλι τι θα γίνει;» και με έπαιρνε από κάτω. Αλλά μετά έλεγα «έχει ο Θεός», έσφιγγα τα δόντια και συνέχιζα. Έφευγε ο ένας αγώνας μετά τον άλλον και εγώ, για να πάω στη Βαρκελώνη, έπρεπε να έχω παίξει προηγουμένως σε επίσημο αγώνα. Αν δεν είχα παίξει σε αγώνα, δεν θα γινόταν τίποτα. Ευτυχώς ήμουν τυχερός, γιατί στη Βουδαπέστη το ’92 πήγα με διπλωματικό διαβατήριο. Ακόμα όμως δεν ήμουν σίγουρος για τους Ολυμπιακούς, γιατί δεν είχα το κανονικό διαβατήριο. Για να συμμετάσχεις στους Ολυμπιακούς χρειαζόταν κανονικό διαβατήριο. Τουλάχιστον όμως είχα πάρει την πρόκριση.

Ήταν σαν να λέω «άντε τώρα, άντε αύριο, άντε μεθαύριο…» και έτσι έφτασα στη Βαρκελώνη. Αλλά δεν ήμουν 100% ήσυχος ότι θα πάω. Ήμουν με στενοχώρια, με προβλήματα, γιατί είναι πολύ δύσκολο να αγωνίζεσαι για κάτι, όταν δεν ξέρεις αν τελικά θα το καταφέρεις.

Ποια συμβουλή θα δίνατε σε παιδιά σαν κι εμάς, της ηλικίας μας, που ζουν εκτός Ελλάδας και νιώθουν «λίγο απ’ εδώ και λίγο απ’ εκεί»;

Κοίτα, αυτό λέω και στα παιδιά μου, όπου γης και πατρίς. Να αγαπάτε την Ελλάδα και να την έχετε μέσα σας, γιατί καλώς ή κακώς, είμαστε Έλληνες. Έχουμε μια πολύ ωραία πατρίδα αν και με λάθος ηγέτες και πολιτικούς. Νομίζω πως οι πολιτικοί θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για έναν τόσο σημαντικό τόπο.

Πιστεύω ότι πρέπει να ανοίξετε τα φτερά σας και να αποκτήσετε πολλά εφόδια. Χαίρομαι που τα τρία μεγάλα παιδιά μου τα κατάφεραν, σπούδασαν σε καλά πανεπιστήμια, έκαναν μεταπτυχιακά, ακόμα και διδακτορικά, και μπορούν να σταθούν οπουδήποτε και να ανοίξουν όλες τις πόρτες της ζωής τους. Μακάρι να μπορούσαν να είναι εδώ, στην Ελλάδα, αλλά με τις σπουδές που έχουν κάνει, προχωρούν όπου είναι καλύτερα.

Αυτή είναι και η ευχή μου για εσάς: να κάνετε το καλύτερο που μπορείτε στη ζωή σας, να αποκτήσετε όλα τα εφόδια που χρειάζεστε. Θέλει πολλή προσπάθεια, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται και πρέπει να παλέψετε γι’ αυτό.

Η αθλητική διαδρομή του Πύρρου Δήμα. Τις ερωτήσεις υποβάλει ο μαθητής, Κωνσταντίνος Κοντογιώργης

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε δυσκολίες και νέα ξεκινήματα, γεννήθηκε ένα αστέρι. Η άρση βαρών έγινε τρόπος ζωής και τελικά, τρόπος να μιλήσει κανείς χωρίς λόγια. Κύριε Δήμα, πάμε σας παρακαλώ στο μεγάλο ταξίδι του πρωταθλητισμού. Στους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, κατά την απονομή των μεταλλίων το κοινό σας χειροκροτούσε όρθιο πάνω από 10 συνεχόμενα λεπτά. Πώς νιώσατε τότε;

Εύχομαι κάθε άνθρωπος να ζήσει κάτι παρόμοιο, στον τομέα του. Για μένα, η πιο ωραία Ολυμπιάδα ήταν αυτή της Αθήνας. Είχε ξεχωριστή σημασία. Αισθάνομαι πραγματικά ευλογημένος που αγωνίστηκα εκεί, γιατί αν δεν ήταν οι Ολυμπιακοί στην Αθήνα, ίσως να μην είχα κάνει ποτέ την προσπάθεια να αγωνιστώ.

Ξέρεις, δεν γίνονται Ολυμπιακοί αγώνες κάθε μέρα στη χώρα σου. Συμβαίνουν μία φορά στα εκατό χρόνια. Γι’ αυτό το πάλεψα τόσο πολύ και γι’ αυτό αγωνίστηκα. Θυμάμαι πως δύο φορές, φτάνοντας στο σπίτι μου και, ήξερα ότι χτυπώντας το κουδούνι για να μπω μέσα ίσως να μην έβγαινα ποτέ ξανά να συνεχίσω τους αγώνες. Όμως δεν το χτύπησα… Μέσα μου με έτρωγε η σκέψη αυτή, αλλά έλεγα «κάνε λίγη ακόμα υπομονή».

9

Ποια στιγμή στον αθλητισμό νιώσατε πιο περήφανος ως Έλληνας και ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερή σας επιτυχία;

Σε όλους τους αγώνες νιώθεις υπερηφάνεια. Όταν βλέπεις τη σημαία να κυματίζει, όταν ακούς τον εθνικό ύμνο και βλέπεις όλο τον κόσμο να στέκεται σούζα και ξέρεις ότι εσύ το προκάλεσες αυτό. Είναι μια μοναδική στιγμή. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα.

Είχα επίσης την τύχη να βρίσκομαι δίπλα σε εξαιρετικούς αθλητές: τον Κάχι, τον Βαλέριο, τον Τζελίλη, τον Κόκκα. Και είχα την ευκαιρία να δω και πολλούς άλλους που μας έκαναν περήφανους. Ξέρεις, για τον εαυτό σου πολλές φορές δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή. Όμως όταν το βλέπεις στους άλλους, όταν τους παρακολουθείς να το ζουν, τότε η περηφάνια γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Νιώθεις ότι είσαι μέρος μιας ολόκληρης γενιάς που πρόσφερε κάτι σημαντικό.

Πόσο σημαντική ήταν για εσάς η πειθαρχία και η επιμονή για να φτάσετε τόσο ψηλά;

Χωρίς επιμονή και πειθαρχία δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα στη ζωή σου. Αυτό είναι κάτι που λέω συχνά και στον γιο μου που είναι 16 χρονών. Βλέπω πως κάθε πέντε λεπτά βρίσκει μια αφορμή να διακόψει αυτό που κάνει για κάποιον άλλο λόγο. Όταν αποφασίζεις όμως να κάνεις κάτι, πρέπει να το κάνεις σωστά. Δεν γίνεται να πηγαίνεις μια δεξιά και μια αριστερά κάθε τόσο. Χρειάζεται υπομονή, πειθαρχία και αφοσίωση. Πρέπει να ολοκληρώνεις αυτό που ξεκινάς, να το πας μέχρι το τέλος.

Σε δηλώσεις που έκανε ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους σας , ο Mark Huster είπε πως αυτό που θαυμάζει περισσότερο σε εσάς είναι πως δεν χάνετε την αυτοσυγκέντρωσή σας, πως δεν παγώνετε πνευματικά. Τι είναι αυτό που σας κρατάει σε μόνιμη εγρήγορση;

Ο Μαρκ είναι πολύ καλός μου φίλος. Είναι Ανατολικογερμανός, από τους πρώτους Ανατολικογερμανούς που συμμετείχαν στην εθνική ομάδα της ενωμένης Γερμανίας, και καθόλου “ψηλομύτης” όπως πολλοί άλλοι. Έτσι ήρθαμε κοντά. Αυτό που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ήταν μετά από κάποιους αγώνες στην Κίνα, το 1995. Είχα κερδίσει εγώ και εκείνος είχε βγει δεύτερος. Πίναμε μπύρες μαζί μετά τον αγώνα…τα γνωστά… Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως τότε η κόρη μου στην Αθήνα τού είχε πει: «Ο μπαμπάς μου πάντα θα είναι πρώτος κι εσύ δεύτερος!» (γέλια).

Όταν τον ρώτησα πώς γίνεται να είναι τόσο διαφορετικός από την υπόλοιπη αποστολή της Γερμανίας, μου είπε: «Μεγάλωσα στην Ανατολική Γερμανία. Έχουμε πολλά κοινά. Περάσαμε δύσκολα, όπως κι εσείς. Η μητέρα μου είχε καρκίνο και την έχασα μικρός… Σίγουρα αγαπώ τον αθλητισμό, αλλά περισσότερο απ” όλα εκτιμώ ότι μπορώ να κάθομαι εδώ και να πίνω μπύρες με τον Πύρρο. Σήμερα με κέρδισε, αύριο μπορεί να τον κερδίσω εγώ, αλλά είμαστε φίλοι. Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα.»

Ήταν πάντα πολύ σεμνός, ταπεινός, με σεβασμό. Είχαμε τέτοια φιλία που όταν εγώ έμπαινα να σηκώσω βάρος για παγκόσμιο ρεκόρ, εκείνος φώναζε: «Πάμε δυνατά!». Και το ίδιο έκανα κι εγώ όταν έμπαινε εκείνος. Δεν ανταγωνιζόμασταν ο ένας τον άλλο. Ο πραγματικός κοινός μας αντίπαλος ήταν το βάρος, ένα άψυχο σώμα. Και αυτή τη φιλία την κρατάμε ακόμη και σήμερα.

Νιώσατε ποτέ ότι κουβαλούσατε στις πλάτες σας μια ολόκληρη χώρα; Αν ναι, πώς το διαχειριστήκατε;

Ένιωσα αυτή την πίεση, φυσικά. Αλλά, όπως λέω πάντα, η διαχείριση του άγχους, του στρες και της αποτυχίας δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη. Χτίζεται μέρα με τη μέρα. Όπως κι εσείς στο σχολείο ξεκινάτε νωρίς με τεστ, με εξετάσεις, για να προετοιμαστείτε για τις τελικές εξετάσεις στη Γ” Λυκείου. Έτσι γίνεται και στον αθλητισμό.

Κάθε λάθος που κάνεις είναι ένα μάθημα για την επόμενη φορά. Με την προετοιμασία χτίζεις την αυτοπεποίθησή σου. Ξέρεις πια ότι, όταν μπαίνεις στο πλατό για να σηκώσεις 180 κιλά, θα το καταφέρεις. Δεν σκέφτεσαι αρνητικά, γιατί έχεις δουλέψει για να είσαι έτοιμος.

Σίγουρα, σκέφτεσαι και το βάρος της ευθύνης, ότι εκπροσωπείς τη χώρα σου. Αυτό σε ακολουθεί. Αλλά την ίδια στιγμή, η χώρα σε στηρίζει. Θυμάμαι στη Νίκαια, όταν ολόκληρο το στάδιο ήταν στο πόδι για μένα. Είχα μόλις χειρουργηθεί στο γόνατο και, λόγω της αλλαγής στη μηχανική του σώματος, στην προετοιμασία τραυμάτισα και τον καρπό μου. Μπήκα να αγωνιστώ με ένα χέρι κι ένα πόδι, με ξυλοκαΐνη στον καρπό. Και όμως, ένιωθα τη στήριξη μιας ολόκληρης χώρας. Το πάθος και η αγάπη του κόσμου ήταν εκεί και με κρατούσαν όρθιο. Ναι, υπήρχε η πίεση να φέρω άλλο ένα χρυσό στην Ελλάδα. Αλλά η πίεση αυτή μετατράπηκε σε δύναμη, γιατί με στήριζε η χώρα μου. Και αυτό με έκανε καλύτερο.

pyrros01

Αθλητισμός ή πρωταθλητισμός; Τι αγάπησε περισσότερο ο Πύρρος Δήμας; Ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο;

Σίγουρα, τον αθλητισμό. Αυτό λέω και στα παιδιά μου, να διαλέξουν τον αθλητισμό και να τον κάνουν τρόπο ζωής. Ο πρωταθλητισμός δεν είναι κάτι που εσύ διαλέγεις. Σε διαλέγει εκείνος. Αυτό που έκανα εγώ, δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το κομμάτι του αθλητισμού πρέπει να μεγαλώσει και να ενισχυθεί στην Ελλάδα. Βλέπεις, στα σχολεία υπάρχουν καθηγητές που απλώς δίνουν μια μπάλα στα παιδιά και τους λένε «πηγαίνετε παίξτε», ενώ οι ίδιοι κάθονται με το κινητό στο χέρι. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία και βάρος σε αυτό που λέγεται αθλητισμός. Τόσο μέσα στο σχολείο, όσο και έξω από αυτό. Αθλητισμός για όλους. Αυτό χρειάζεται.

Ως αθλητής θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς θα συμβουλεύατε τους νεαρούς αθλητές να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ενός τραυματισμού, σοβαρού ή λιγότερο σοβαρού.

Είναι λίγο δύσκολο αυτό το κομμάτι. Εγώ, προσωπικά, είχα την τύχη να έχω κουμπάρα αθλίατρο και να γνωρίζω από κοντά έναν σπουδαίο γιατρό, τον Λάκη Νικολάου. Αργότερα, στην ομοσπονδία είχαμε και τον Γιώργο Τσικούρη, ο οποίος είναι ορθοπεδικός. Και οι δύο με βοήθησαν από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία. Μου έδιναν πάντα τη σωστή συμβουλή και τις σωστές κατευθύνσεις. Πιστεύω πως με τέτοιους επιστήμονες δίπλα σου μπορείς να ξεπεράσεις τόσο έναν σοβαρό όσο και έναν ελαφρύ τραυματισμό. Εγώ είχα την τύχη να έχω δίπλα μου όχι απλώς επιστήμονες, αλλά πραγματικούς ειδήμονες. Και χαίρομαι πολύ, γιατί όλα τα προβλήματα που είχα τα ξεπέρασα πιο γρήγορα, πιο εύκολα.

Εξαίρεση ήταν η περίπτωση της Αθήνας όπου δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για να κάνω τη σωστή αποθεραπεία και να προλάβω πλήρως. Εκεί, δυστυχώς, δεν γινόταν διαφορετικά.

Ο Πύρρος Δήμας ως ενεργός πολίτης. Τις ερωτήσεις υποβάλει η μαθήτρια, Νίκη Κεχαγιόγλου

Τα μετάλλια, οι σημαίες, οι ύμνοι, το χειροκρότημα στους αγωνιστικούς χώρους… όλα αυτά κάποτε τελειώνουν. Μα ο αληθινός αγώνας, ο καθημερινός, δεν τελειώνει ποτέ. Στη συνέχεια, θα θέλαμε να μιλήσουμε για το πώς συνεχίσατε να προσφέρετε, αυτή τη φορά έξω από τα γήπεδα, ως ενεργός πολίτης. Μάλιστα, πρόσφατα εκλεχτήκατε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών με πολύ ισχυρή αποδοχή. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;

Αναγνώριση από όλον τον κόσμο, από όλη την οικογένεια της άρσης βαρών. Γιατί για μένα η άρση βαρών είναι οικογένεια. Για να καταλάβεις τι εννοώ, φαντάσου να βρεθώ αύριο στην Κολομβία και να χάσω το πορτοφόλι μου. Ξέρω πως ακόμη κι εκεί, σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, θα βρω φίλους που θα με βοηθήσουν. Δεν θα χαθώ ποτέ… (γέλια).

Είναι όμως κι ευθύνη απέναντι σε μια οικογένεια στην οποία είμαι ενεργό μέλος από το 2012, όταν εκλέχθηκα στην Παγκόσμια Ομοσπονδία. Από τότε προσπαθούμε να κρατήσουμε ζωντανό το άθλημα και να το αναβαθμίσουμε σε πολλούς τομείς. Για παράδειγμα, το δίλεπτο του αθλητή επάνω στο πλατό να γίνει πιο διαδραστικό, να εξελιχθεί και αγωνιστικά αλλά και τηλεοπτικά. Να δείξουμε σε εκείνο το δίλεπτο όχι μόνο την τελική προσπάθεια, αυτό που βλέπει ο κόσμος στον αγώνα, αλλά και όλη την προετοιμασία, την καθημερινότητα πίσω από τις κάμερες. Γιατί αυτό που βλέπουν οι περισσότεροι είναι μόνο το τέλος, η στιγμή της επιτυχίας. Αλλά για να φτάσεις εκεί υπάρχουν πιο πριν πολλά κομμάτια που δεν φαίνονται.

Μέσα από την Παγκόσμια Ομοσπονδία προσπαθούμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε το άθλημα. Και φυσικά, αυτή η αναγνώριση από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο είναι για μένα κάτι πολύ μεγάλο. Το να εκλεγείς με 156 ψήφους από 173 χώρες είναι πραγματικά μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Και να πω την αλήθεια, ήταν κάτι που χάρηκα πάρα πολύ.

Τι συνεπάγεται για εσάς η αναγνωρισιμότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο ως αθλητής;

Είμαι διεθνής. Είμαι διεθνής παίκτης. Και δεν το λέω αυτό με αλαζονεία. Απλώς θεωρώ τον εαυτό μου πολίτη του κόσμου. Κι αυτό θέλω και για τα παιδιά μου: να αγαπούν την Ελλάδα, όπως είπα και πριν, αλλά ταυτόχρονα να αισθάνονται άνετα και ανοιχτά απέναντι στον κόσμο.

Είμαι πολίτης του κόσμου. Όπου κι αν πάω αισθάνομαι πως είμαι στη χώρα μου.

Ως μέλος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών και τεχνικός διευθυντής της Εθνικής Ομάδας της Άρσης Βαρών των Η.Π.Α. υπάρχουν διαφορές στην οργάνωση του αθλήματος και την αντιμετώπιση της πολιτείας απέναντι στους αθλητές (π.χ. εγκαταστάσεις και οικονομική στήριξη;)

Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Στην Αμερική οι ομοσπονδίες λειτουργούν σαν εταιρείες. Έχουν CEO. Δεν διοικεί το Διοικητικό Συμβούλιο ούτε ο πρόεδρος. Διοικεί ο CEO. Υπάγονται βέβαια στην Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά έχουν πλήρη αυτονομία στον τρόπο λειτουργίας τους.

Όταν πήγα στην Αμερική και ρωτούσα από πού πρέπει να πάρουμε άδεια για να ανοίξουμε σχολή προπονητών, από την Ολυμπιακή Επιτροπή; Από κάποιο συνδικαλιστικό όργανο γυμναστών; Αυτοί μου απαντούσαν: «Τι είναι αυτά; Δεν υπάρχουν τέτοια εδώ.» Πολύ εύκολα φτιάξαμε τη σχολή προπονητών και σήμερα έρχονται στην Αμερικανική Ομοσπονδία για να πάρουν άδειες επιπέδου Level 1, Level 2, Level 3. Άνθρωποι από το NFL, το NBA, το ναυτικό, το πεζικό, την αεροπορία, πανεπιστημιακοί γυμναστές, ακόμη και από το CrossFit. Και τώρα, μόνο από αυτή τη σχολή, η ομοσπονδία βγάζει 2,4 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Ασφαλώς, μιλάμε για μια χώρα 350 εκατομμυρίων ανθρώπων, όχι 10 όπως η Ελλάδα.

Όταν όμως στην Ελλάδα προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια παρόμοια σχολή προπονητών, υπήρξαν δυσκολίες. Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού σε συνεργασία με τους συνδικαλιστές γυμναστές έθεσαν όρους. Π.χ. Για μια ανάλογη άδεια πρέπει να έχεις συμμετάσχει σε πέντε πανελλήνια πρωταθλήματα, να έχεις κάνει το ένα, να έχεις κάνει το άλλο…Και την ίδια στιγμή ένας γυμναστής που δεν ξέρει από άρση βαρών μπορεί να έρθει στην Αμερικανική Ομοσπονδία και με τρεις μέρες σεμινάριο να πάρει το License Level 3. Στην Ελλάδα για να κάνουμε σχολή προπονητών πρέπει να πληρώσουμε. Δεν βγάζουμε χρήματα, γιατί το κοινό είναι πολύ μικρό.

3

Γιατί επιλέξατε να συνεχίσετε να υπηρετείτε την Ελλάδα και μετά τον αθλητισμό; Τι σας κινητοποίησε;

Γιατί είναι το άθλημα που με έκανε αυτό που είμαι και γιατί θέλω τα νέα παιδιά να έχουν κάποια στήριξη. Εδώ βοηθάω την Αμερική την Ελλάδα δεν θα βοηθήσω;

Δεν θα θέλατε να βοηθήσετε και την Αλβανία;

Έχω βοηθήσει την Αλβανία πάρα πολύ. Και μέσα από αθλητές που ήρθαν στην Ελλάδα, αλλά δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ελληνικά έγγραφα, γιατί δεν ήταν Έλληνες υπήκοοι και ποτέ δεν μπόρεσαν να πάρουν ελληνικό διαβατήριο. Αυτοί τελικά αγωνίστηκαν με την εθνική ομάδα της Αλβανίας, όμως η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα τούς ανέδειξε, τους έκανε αθλητές.

Επιπλέον, η ελληνική ομοσπονδία έχει προσφέρει εξοπλισμό τόσο σε σωματεία όσο και στην αλβανική ομοσπονδία. Έχουμε βοηθήσει με πολλούς τρόπους, ακόμη και με δωρεάν προετοιμασίες που έγιναν στην Ελλάδα.

Πώς βλέπετε τους νέους σήμερα; Πιστεύετε ότι έχουμε δύναμη να αλλάξουμε τα πράγματα;

Πιστεύω ότι εσείς, η νέα γενιά, μπορείτε να πετύχετε ακόμα περισσότερα από εμάς. Έχετε τα εφόδια, τις δυνατότητες και τη γνώση. Η νεολαία είναι το μέλλον αυτού του τόπου, είναι το αύριο. Μπορείτε να χτίσετε μια καλύτερη Ελλάδα, αρκεί να επιστρέψετε.

Ελπίζω πολλά παιδιά που βρίσκονται στο εξωτερικό να μπορέσουν να γυρίσουν και να βρουν εδώ (στην Ελλάδα) τις ευκαιρίες και τα πατήματά τους. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο. Όταν έχεις κάνει εξαιρετικές σπουδές, όταν έχεις επενδύσει τόσο πολύ στη γνώση σου, είναι δύσκολο να έρθεις στην Ελλάδα και να μην μπορείς να αξιοποιήσεις όσα έχεις μάθει. Όμως ελπίζω πραγματικά η χώρα να τους δώσει τις ευκαιρίες που αξίζουν, για να επιστρέψουν και να προσφέρουν.

Αν μπορούσατε να μας πείτε μόνο ένα πράγμα να κρατήσουμε από αυτή τη συζήτηση, ποιο θα ήταν;

Αυτό λέω σε όλους: υπομονή, υπομονή και επιμονή. Τίποτα άλλο. Μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Αρκεί να το θέλουμε.

Κύριε Δήμα, σας ευχαριστούμε θερμά και που ήσασταν μαζί μας αλλά και για όσα κάνατε και εξακολουθείτε να κάνετε για την Ελλάδα. Εμείς, οι Έλληνες μαθητές του Βελγίου, σας ευχόμαστε καλή δύναμη για τη συνέχεια.