- - https://www.newsville.be -

Jimmy Jamar: «Η αγάπη μου για την Ελλάδα είναι ξεκάθαρη και κάποιες φορές αδιάλλακτη»

Από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας, στη ζωή των Ελλήνων του Βελγίου, ο Jimmy Jamar κατάφερε να αναπροσδιορίσει, με τον πιο αιφνιδιαστικό τρόπο, στα μάτια όλων μας τον όρο «Φιλέλληνας». Ήταν το 2012, όταν σε μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα, το πάθος του Jimmy, ο αυθορμητισμός του, η ταχύτητα και η επιμονή της προσπάθειας του αλλά και η μεγάλη επιτυχία της δικής του ιδέας της εκδήλωσης των 12 Ωρών για την Ελλάδα τον καθιέρωσαν στη λογική και την καρδιά μας ως τον Βέλγο που κατάφερε να «ενώσει» όλους τους φορείς ελληνισμού της πόλης των Βρυξελλών σε ένα κοινό στόχο, αυτόν της ανάδειξης της θετικής εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Σήμερα, με μεγάλη χαρά, φιλοξενούμε τον Jimmy Jamar σε μία συζήτηση με αφορμή το έβδομο κατά σειρά βιβλίο του με τίτλο «Φιλέλληνες, 14 προσωπικότητες», ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει μέσα από ένα ταξίδι 2000 ετών, 14 Φιλέλληνες, 14 προσωπικότητες που αγάπησαν την Ελλάδα και ανταπέδωσαν την αγάπη αυτή η κάθε μία με τρόπο ιδιαίτερο και ξεχωριστό.

Με γνώμονα την αγάπη του Jimmy για την Ελλάδα, ο αναγνώστης μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου αυτού πετυχαίνει διαδοχικά δύο στόχους διαφορετικής αλλά συνάμα ουσιαστικής σημασίας: πρώτα γνωρίζει, με σχεδόν ακαδημαϊκή μεθοδολογία, 14 πρόσωπα τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πλησίασαν, βίωσαν και αγάπησαν την πατρίδα μας και την έκαναν με τον πιο όμορφο τρόπο και δική τους. Το δεύτερο και στα μάτια μου εξίσου σημαντικό, είναι η αποκρυπτογράφηση της αγάπης του συγγραφέα Jimmy Jamar για την Ελλάδα. Ο σύνδεσμος που αναπτύσσει ο συγγραφέας με τις 14 προσωπικότητες που παρουσιάζει στο βιβλίο αυτό, οι ομοιότητες, οι κοινές στιγμές αλλά και οι διαφοροποιήσεις τους, σε αυτό που με απλό τρόπο θα ονομάζαμε «αγάπη για την Ελλάδα», σκιαγραφούν, άθελα τους, το 15ο πορτρέτο Φιλέλληνα του βιβλίου αυτού, αυτό του Jimmy Jamar.

Διαβάζοντας την εισαγωγή του Jean-Claude Juncker και προχωρώντας τα σωστά δομημένα κεφάλαια του βιβλίου, δεν μπορεί να μου βγει η ιδέα από το μυαλό πως αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της ελληνόφωνης εκπαίδευσης: Με το βιβλίο αυτό ο Jimmy Jamar μας δίνει με επιχειρήματα την ευκαιρία να ξαναγαπήσουμε την Ελλάδα μέσα από την ματιά αυτών που την αγάπησαν σαν να ήταν δική τους πατρίδα.

Η πρώτη κριτική ματιά του βιβλίου του Jimmy Jamar, με τίτλο «Φιλέλληνες»: Συνταξιδιώτες με την πορεία αγάπης για την Ελλάδα δημοσιεύτηκε στο Newsville.be λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά και την υπογράφει η εκπαιδευτικός Όλγα Κουρνιώτη. Σκοπός της σημερινής μας συνέντευξης με τον Jimmy είναι να να εμβαθύνουμε πιο πολύ στον ίδιο ως Φιλέλληνα καθώς και στο γιατί της συγγραφής του έβδομου κατά σειρά βιβλίου του. Το ζητούμενο στις ερωταπαντήσεις που ακολουθούν, δεν είναι απαραίτητα να μπουν σε λέξεις οι σκέψεις και ιδιαίτερα τα συναισθήματα ενός Φιλέλληνα όταν μας επικοινωνεί την αγάπη του για την Ελλάδα. Όλοι γνωρίζουμε, πως το πιο αποτελεσματικό όπλο του Jimmy, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα επικοινωνιακά του χαρίσματα, είναι οι πράξεις και η έμπρακτη συνέπεια των έργων και της αγάπης που δείχνει απέναντι στην Πατρίδα μας, απέναντι και στη δική του πλέον Πατρίδα. Και όπως ο ίδιος αναφέρει «Η ιστορία έχει τους νόμους της και ορισμένες φορές είναι άδικη. Αλλά σπάνια κάνει λάθη στην επιλογή των ηρώων της.»

2013, Παρουσίαση και συνέντευξη Τύπου για την εκδήλωση "12 Ώρες για την Ελλάδα" (photo Newsville.be)

2013, Παρουσίαση και συνέντευξη Τύπου για την εκδήλωση «12 Ώρες για την Ελλάδα» (photo Newsville.be)

 

Jimmy, αρχίζοντας να σε ευχαριστήσω από καρδιάς για την συγγραφή του «Φιλέλληνες, 14 προσωπογραφίες». Αλήθεια, ποιο ήταν το κίνητρο που σε οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

Η ιδέα του βιβλίου είναι συνδεδεμένη με την προσωπική μου ιστορία με την Ελλάδα ή καλύτερα με την πρώτη μου συνάντηση με αυτή. Θυμάμαι πολύ καλά: ήταν Πάσχα του 1969, ήμουν 16 ετών και οι γονείς μου είχαν οργανώσει μία μικρή κρουαζιέρα στη Μεσόγειο. Η πρώτη στάση στην Ελλάδα ήταν στο Κατάκολο, το λιμάνι κοντά στην Ολυμπία. Ακόμα θυμάμαι τη ζέστη που έκανε, το άρωμα του γιασεμιού, το μουσικό κομμάτι που έπαιζε η μικρή ορχήστρα στη γέφυρα του πλοίου. Μετά, πατώντας το πόδι μου για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με θυμάμαι να λέω: « Αυτή η χώρα θα γίνει και δική μου ». Αυτή η μικρή φράση με χαρακτήρισε σε όλη μου τη ζωή. Γιατί όμως ένα μικρό 16χρονο αγόρι να πει κάτι τέτοιο; Και όμως ήρθε η προσωπική επιβεβαίωση: πήγα στην Ελλάδα εκατοντάδες φορές, την γύρισα από άκρη σε άκρη, παντρεύτηκα με Ελληνίδα, αγόρασα σπίτι σε ένα από τα ομορφότερα μικρά νησιά της..
Το βιβλίο είχε λοιπόν το στόχο να αποκαλύψω αυτό το οποίο παρακίνησε, όπως στη δική μου περίπτωση, την αγάπη άλλων προσώπων για αυτή την μικρή χώρα. Επέλεξα δεκατέσσερα πρόσωπα, θέτοντας τους δύο ερωτήσεις: Γιατί την Ελλάδα (ποιο ήταν το στοιχείο που πυροδότησε το δέσιμο τους με την Ελλάδα) και το τι έκαναν για να αξίζουν τον τίτλο του Φιλέλληνα.

Στην εισαγωγή του ο π.Π της Ε.Ε. Jean-Claude Juncker αναφέρει: «Ο Jimmy Jamar δεν είναι απλά ένας «Φιλέλληνας» είναι κάποιος που αγαπάει τους Έλληνες». Αλήθεια στο βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης παίρνει την απάντηση στο αν τελικά υπάρχει διαφορά μεταξύ της «αγάπης για την Ελλάδα» από την «αγάπη για τους Έλληνες»;

Πιστεύω πως δεν μπορεί κάποιος να αγαπάει πραγματικά μία χώρα αν δεν αγαπάει τους κατοίκους της. Σε αντίθετη περίπτωση, η αγάπη που έχουμε για αυτήν παραμένει πλατωνική και με κάποια έννοια, στείρα. Σε ότι με αφορά, η αγάπη μου για την Ελλάδα είναι απόλυτα συνυφασμένη με τους ανθρώπους που την κατοικούν. Πιστεύω πως πλέον τους γνωρίζω καλά, με τις τεράστιες αρετές τους, τη γενναιοδωρία τους, τη φιλοξενία τους, αλλά και τα ελαττώματα τους. Αυτή η παραδοχή προκύπτει εξίσου και από την έρευνα που έκανα για αυτό το βιβλίο: ο δεσμός των προσωπικοτήτων του βιβλίου με την Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους κατοίκους της, είτε τους Έλληνες συνολικά ως λαό, όπως είναι η περίπτωση των Λόρδου Byron, του Lacarrière ή του Patrick Leigh Fermor, είτε σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις η αγάπη τους για συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως αυτή του Durrell και του Henry Miller για τον Κατσίμπαλη, του Edmund Keeley για τον Σεφέρη, του Jules Dassin για την Μελίνα Μερκούρη ή του Ανδριανού για τον Αντίνοο.

Στην ανάγνωση του βιβλίου, ένα από τα σημεία που μου τράβηξε έντονα την προσοχή και θα ήθελα να σχολιάσεις είναι η φράση του Lawrence Durrell ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει: «Σε άλλες χώρες μπορεί να ανακαλύψεις τοπία, παραδόσεις και έθιμα. Η Ελλάδα έχει κάτι σκληρότερο να σου προσφέρει: την ανακάλυψη του εαυτού σου».

Αυτή η φράση είναι ασφαλώς μία από τις πιο όμορφες που έχουν ποτέ γραφτεί για την Ελλάδα και η οποία, προσωπικά με χαρακτηρίζει εξίσου. Αρχικά αναφέρεται σαφώς στο ασύγκριτο παρελθόν της Ελλάδας και αυτού που πρόσφερε στην ανθρωπότητα, την Φιλοσοφία, τις Επιστήμες, την καλλιτεχνική έκφραση. Την ίδια στιγμή όμως η φράση αυτή αφορά τόσο στην μοναδική ομορφιά των τοπίων της Ελλάδας όσο και στην ποιότητα των γνωριμιών που μπορεί κανείς να κάνει σε αυτή. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορούμε να πούμε πως η Ελλάδα υπήρξε αποκαλυπτική για κάθε μία από τις τόσο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως ο Λόρδος Byron, ο Αδριανός, ο Durrell, ο Jules Dassin, ο Lacarrière ή ο Leonard Cohen. Η Ελλάδα άλλαξε τη ζωή σε κάθε έναν από αυτούς, τους έφερε εσωτερική αφύπνιση και αδιαμφισβήτητα συνέβαλε στην ανακάλυψη του εαυτού τους.

Κοινός τόπος στα περισσότερα πορτρέτα των Φιλελλήνων του βιβλίου σου αποτελεί το ελληνικό Φως. Ποια είναι η δική σου προσέγγιση και διάσταση για το ελληνικό Φως;

Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση για το φως ως απάντηση στην πρώτη μου ερώτηση, του κοινού αρχικού στοιχείου, το οποίο και οι πέντε Βρετανοί του βιβλίου -ο Λόρδος Byron, ο Fermor, ο Durrell, η Hislop και ο Stephen Fry αναφέρουν μιλώντας σε αντιπαράθεση με το γκρι της χώρας τους. Θα μπορούσα και εγώ να πω το ίδιο: αυτό που με με εντυπωσίασε περισσότερο από την πρώτη κι όλας μέρα μου στο λιμάνι του Κατακόλου – που ας το παραδεχτούμε δεν είναι και το ομορφότερο του κόσμου- ήταν η απαράμιλλη κρυσταλλικότητα του ελληνικού φωτός. Αυτή η κρυσταλλικότητα κάνει έντονη την εμφάνιση της σε κάθε τοπίο, σε κάθε νησί, σε κάθε ηλιοβασίλεμα. Είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο σε αυτή τη χώρα και κάθε ένας το βιώνει με τρόπο διαφορετικό. Μία από τις ξεχωριστές στιγμές που μοιράζομαι με τον Lacarrière ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα την «Θάλλασα των Ελαιοδένδρων» την οποία μπορεί κάποιος να θαυμάσει κατεβαίνοντας στην περιοχή των Δελφών, αυτό το ιδιαίτερο λαμπύρισμα των χιλιάδων δεντρών, που οδηγεί στον κόλπο της Ιτέας. Είναι ένα πράγμα μαγικό, συνδεδεμένο απόλυτα με το φως.

Οι δύο βασικοί άξονες και την ίδια στιγμή ερωτήσεις στην περιγραφή όλων των χαρακτήρων του βιβλίου αποτελούν το «Γιατί;» (ποιο το στοιχείο που προκαλεί την σύνδεση με την Ελλάδα) και το «TI» ακριβώς έκαναν για να έχουν τον τίτλο του Φιλέλληνα. Στη δική σου περίπτωση, ο λόγος και τα έργα σου απαντούν με αντικειμενική ειλικρίνεια στη δεύτερη ερώτηση. Στην πρώτη όμως;

Μιλώντας νωρίτερα για το φως, έχω ήδη δώσει ένα μέρος της απάντησης. Πιστεύω όμως πως για πολλά από τα πρόσωπα του βιβλίου – όπως ο Λόρδος Byron, ο Lacarrière και ιδίως ο Miller – το αρχικό σοκ προέρχεται από ένα συνδυασμό παραγόντων, από το φως, τα τοπία και τους ανθρώπους. Με αυτή την έννοια, « Ο Κολοσσός του Mαρουσιού » (Miller) αποτελεί το τέλειο παράδειγμα αυτής της ολιστικής οπτικής: ο Miller υποτάσσεται κυριολεκτικά σε ότι ανακαλύπτει κάθε φορά, τους ανθρώπους και τον τρόπο ζωής τους, τα νησιά, τη μουσική, κάνοντας τα όλα μία ξέφρενη, σχεδόν παραληρηματική και αλαζονική ωδή. Ερχόμενος στην Ελλάδα από την Νέα Υόρκη, λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε για αυτόν ένα ολοκληρωτικό σοκ. Όσον αφορά εμένα, ακόμα και αν η υπέρμετρη αγάπη για την Ελλάδα ακολουθεί την ίδια ολιστική προσέγγιση, το σοκ ήταν λιγότερο υπερβολικό, πιο εσωτερικό, πιο προοδευτικό και, κατά μία έννοια, πιο σταθερό.

2017, Jimmy Jamar, εναρκτήριος λόγος στην εκδήλωση "12 Ώρες για την Ελλάδα" (photo Newsville.be)

2017, Jimmy Jamar, εναρκτήριος λόγος στην εκδήλωση «12 Ώρες για την Ελλάδα» (photo Newsville.be)

 

Η προσωπική σχέση και επαφή Φιλελλήνων με μεγάλες προσωπικότητες της Ελλάδας, όπως αυτή του Edmund Keeley με τον Γιώργο Σεφέρη, ενδυνάμωσαν την αγάπη και το κίνητρο για την περαιτέρω εξερεύνηση της Ελλάδας. Έχεις βιώσει κάτι παρόμοιο;

Το δέσιμο μου με την Ελλάδα δεν καθορίστηκε από την γνωριμία μου με κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως στην περίπτωση του Edmund Keeley με τον Γιώργο Σεφέρη ή του Miller με τον Κατσίμπαλη. Δημιουργήθηκε από την αδιάκοπη επαφή μου με χιλιάδες πρόσωπα, όπου κι αν βρέθηκα, στην άκρη του δρόμου, στη γέφυρα του πλοίου, στα λεωφορεία που διέσχιζαν την Κρήτη τη δεκαετία του 70, στη επαφή με τους ηλικιωμένους στα νησιά, με τους μουσικούς στις ταβέρνες, με τους μοναχούς στο Άγιο Όρος. Αυτοί είναι που εκφράζουν καλύτερα την ελληνική ψυχή, αυτή που με συντρόφευσε σε όλη μου τη ζωή. Υπήρξαν βέβαια συναντήσεις με εξαιρετικούς ανθρώπους. Αν θα έπρεπε να αναφέρω δύο, στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι οποίοι και οι δύο έχουν φύγει πια από κοντά μας, θα ανέφερα τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα ο οποίος ήρθε σε πολλές συναυλίες στις «12 Ώρες για την Ελλάδα» ένα προσωπικό μου εγχείρημα για την Ελλάδα, καθώς και τον Κώστα Καρρά, ιδρυτή της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Και οι δύο εξέφρασαν για μένα, σε πολύ διαφορετικά πεδία ο καθένας, το βάθος της ελληνικής ψυχής.

Ποια είναι η λογική της σειράς με την οποία έχεις τοποθετήσει τις διαφορετικές προσωπογραφίες στο βιβλίο «Φιλέλληνες» οι οποίες καλύπτουν 2000 χρόνια ιστορίας;

Δεν υπάρχει λογική στην σειρά των κεφαλαίων, ούτε εξάλλου στην επιλογή των προσώπων αυτών καθαυτών. Θέλησα να αποφύγω μία χρονολογική προσέγγιση, ακόμα και αν το βιβλίο τελειώνει με τρία εν ζωή πρόσωπα. Όσο αφορά την επιλογή των προσώπων, αποτελεί και αυτή προϊόν τύχης: ήθελα να συσχετίσω πολύ διαφορετικές μεταξύ τους προσωπικότητες, από τις πιο « προφανείς » όπως ο Ανδριανός ή ο Λόρδος Byron, μέχρι τις λιγότερο γνωστές, όπως ο Keeley ή η Kathryn Hohlwein, οι οποίοι όμως έζησαν και αυτή την δική τους ελληνική «στιγμή» και την οποία μεγαλειωδώς την μετέφεραν στα κείμενα και στις πράξεις τους.

Στην αναφορά σου στον Αδριανό γράφεις για τα ξεχωριστά στάδια που πέρασε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας μέχρι να γίνει αυτό που χαρακτηριστικά ονομάζεις ο «απόλυτος» Φιλέλληνας: παιδεία, πολιτική, έρωτας. Ποιοι είναι οι δικοί σου μεγάλοι σταθμοί σε αυτή τη σχέση αγάπης με την Ελλάδα;

Στο Βέλγιο, στην εποχή μου, οι κλασικές σπουδές ήταν πολύ διαδεδομένες και προσωπικά όλα άρχισαν με την εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα με την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών. Το γεγονός του να μπορώ να αποκωδικοποιήσω από την πρώτη μέρα τις ταμπέλες στο δρόμο όπως και τις επιγραφές στο μουσείο της Ολυμπίας σίγουρα βοήθησε κατά πολύ την αναζήτησή μου. Τα υπόλοιπα ήρθαν διαδοχικά, με τα ταξίδια, την ανάγνωση, τη γραφή, τη μουσική, την εκμάθηση χορών, της γλώσσας, και κυρίως τη -σχεδόν ταυτόχρονη- γνωριμία μου με την Ιωάννα, τη σύζηγο μου, και το νησί της Φολεγάνδρου, όχι πολύ γνωστό την εποχή εκείνη, και το οποίο έγινε σιγά-σιγά το «σπίτι» μας.

Αν είχες μία και μόνο ευκαιρία να δειπνήσεις με μία από τις 14 προσωπικότητες του βιβλίου σου, ποια θα διάλεγες και ποια θα ήταν τα θέματα που θα συζητάγατε;

Θα δειπνούσα, με μεγάλη χαρά, με κάθε μία από αυτές, τον χαρακτήρα των οποίων έμαθα να καταλαβαίνω και να εκτιμώ. Εξάλλου μία παρόμοια εικόνα περιγράφω στο τέλος του βιβλίου όταν αναφέρω ένα δείπνο το οποίο θα οργάνωνα συγκεντρώνοντας τους όλους και περιγράφοντας τι θα έφερνε ο καθένας από αυτούς στη βραδιά αυτή. Και αυτό είναι το οποίο αγάπησα πιο πολύ γράφοντας το βιβλίο: ανακάλυψα τους τόσο διαφορετικούς και ως επί το πλείστον μοναδικούς χαρακτήρες, ενωμένες με μοναδικό κριτήριο αυτό της «ελληνικής» στιγμής τους. Να πω σε αυτό το σημείο πως είχα τη χαρά να συναντήσω προσωπικά δύο από αυτές τις προσωπικότητες, την Victoria Hislop και την Kathryn Hohlwein και να μοιραστώ μαζί τους αξέχαστες στιγμές.

Με ποια προσωπικότητα ταυτίζεσαι πιο πολύ και γιατί;

Θα έλεγα με τον Jacques Laccarière, του οποίου το βιβλίο «L’été grec» είναι λιγότερο γνωστό σήμερα, αλλά η ανάγνωση του οποίου, κάπου στα στριφογυριστά μονοπάτια του Saint-Jean-Cap-Ferrat, στη Νότια Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του 70, υπήρξε καθοριστική για την συνέχεια της ελληνικής μου διαδρομής. Στο βιβλίο περιγράφει τα πρώτα του ταξίδια, στους Δελφούς και στην Επίδαυρο με τη θεατρική ομάδα της Σορβόννης, στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, καθώς και το πρώτο του ταξίδι στο Άγιο Όρος στις αρχές του 60. Η αγάπη του για τη χώρα και τους ανθρώπους της αναδεικνύεται σε κάθε σελίδα, με μία ατελείωτη συγκίνηση. Μαζί του, κυριολεκτικά περπατάμε τα μονοπάτια, ανακαλύπτουμε τη μυρωδιά από το άγριο φασκόμηλο, ή την απίστευτη ομορφιά ενός μικρού ποταμιού στο ηλιοβασίλεμα. Η μαρτυρία του ήταν καθοριστική στην προσωπική μου εξερεύνηση της Ελλάδας.

2012, Jimmy Jamar, Πρώτη εκδήλωση "12 Ώρες για την Ελλάδα" (photo Newsville.be)

2012, Jimmy Jamar, Πρώτη εκδήλωση «12 Ώρες για την Ελλάδα» (photo Newsville.be)

 

Πιστεύεις πως είναι ανησυχητικό που δεν συγκαταλέγεται μέσα στις 14 προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας κάποιος πολιτικός;

Αυτή η απουσία δεν με ανησυχεί καθόλου. Είναι αλήθεια πως κανένα από τα αναφερόμενα πρόσωπα δεν προέρχεται απευθείας από την σφαίρα της πολιτικής αν και αυτή διαφαίνεται στην αναφορά αρκετών προσωπικοτήτων, σίγουρα σε αυτή του Αδριανού και του Λόρδου Byron αλλά και του Lacarrière, του Durrel ή του Patrick Leigh Fermor. Η πολιτική και το πολύπαθο παρελθόν της χώρας, βρίσκεται πάντα κοντά όταν αναφέρεται κάποιος στην Ελλάδα. Λέγοντας αυτό, να προσθέσω πως θα ήθελα να γράψω μία καινούργια σειρά από πορτρέτα, όπου θα ήθελα να υπάρχει τουλάχιστον ένα πολιτικό πρόσωπο, όχι μόνο για την βαθιά γνώση του για την Ελλάδα αλλά και ότι έκανε για αυτή τη χώρα: θα ήθελα να μιλήσω για τον Jean-Claude Juncker, του οποίου νομίζω πως αξίζει μία ξεχωριστή θέση σε αυτή την αναφορά.

Υπήρχαν πρόσωπα τα οποία σκέφτηκες να παρουσιάσεις στο βιβλίο σου αλλά τελικά δεν μπήκαν στους «14 Φιλέλληνες»;

Υπάρχει ένα για το οποίο δίστασα αρκετά: ο Heinrich Schliemann (Ερρίκος Σλήμαν). Πολλοί ξαφνιάστηκαν που δεν βρίσκεται μέσα στο πρώτο αυτό βιβλίο. Διάβασα αρκετά για αυτόν και αν και έχω επίγνωση για ότι, κατά κάποιο τρόπο, έκανε για την χώρα, δεν είμαι πεπεισμένος πως η πράξη του χαρακτηρίζεται από έναν αληθινό δεσμό με τη χώρα και τους Έλληνες. Επέλεξα σε αυτό το βιβλίο πρόσωπα τα οποία κάποια στιγμή στη ζωή τους έδειξαν για την Ελλάδα ένα πάθος, μία αληθινή συγκίνηση. Δεν βρήκα όμως στον αρχαιολόγο αυτή την υπέρμετρη αγάπη, αν και γνωρίζω πως στο τέλος της ζωής του επέδειξε περισσότερη ενσυναίσθηση στη συνολική του στάση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα εμβαθύνω την έρευνα μου ενόψει του δεύτερου βιβλίου. Εντωμεταξύ είναι λίγο παράδοξο αν σκεφτεί κάποιος πως η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στον κήπο του σπιτιού του στην Αθήνα…

Tόσο μέσα από τη δική μας προσωπική γνωριμία όσο και από τις σελίδες του βιβλίου έχεις καταφέρει να μου δώσεις να καταλάβω την ουσία του να είσαι Φιλέλληνας. Ποια πιστεύεις πως είναι ή ποια πιστεύεις πως θα είναι στο μέλλον η ουσία του όρου Φιλοευρωπαίος;

Ίσως αρχικά να κάνω μία διευκρίνιση σε αυτό που εννοώ με τη λέξη Φιλέλληνας. Συνειδητοποιώ βέβαια τη σύνδεση της έννοιας αυτού του όρου με το έπος του Αγώνα της Απελευθέρωσης του 1821. Στα γραφόμενα μου, θα το έχεις καταλάβει, η έννοια δεν μένει διόλου σε μία συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας της χώρας, άλλοι έχουν περιγράψει πολύ καλύτερα από εμένα αυτή την περίοδο. Στο βιβλίο μου, για να μιλήσω για « Φιλέλληνες » δεν απαιτώ καν μία « αποκλειστική » σχέση με την χώρα ακόμα και αν αυτή η «αποκλειστικότητα» είναι παρούσα σε αρκετές από τις προσωπικότητες όπως στον Ανδριανό, τον Λόρδο Byron, την Romilly ή τον Lacarrière. Αυτό που αναζητούσα σε κάθε μία από τις 14 προσωπικότητες του βιβλίου είναι η αναφορά σε μία ιδιαίτερη στιγμή, μία υπέροχη στιγμή, την οποία όλοι βιώσανε ολοκληρωτικά: ο Cohen στην ΄Υδρα, ο Durrell στην Κέρκυρα, ο Leigh Fermor στα βουνά της Κρήτης. Είναι ακριβώς αυτές οι ιστορίες που προσδιόρισαν την επιλογή των προσωπικοτήτων του βιβλίου και οι οποίες μου επιτρέπουν να συνδεθώ, με σεμνότητα, μαζί τους.
Σε ότι έχει να κάνει με τον δικό μου δεσμό με την Ευρώπη και τον οποίο προσπάθησα να μεταφέρω πρόσφατα στο βιβλίο μου Επιστολές στον Jean Monnet, απορρέει άμεσα από όσα η Ελλάδα μου έχει μάθει, και αναφέρομαι στη Φιλοσοφία, στις Αξίες και πιο συγκεκριμένα στη Δημοκρατία. Είναι αυτές οι Αξίες που σήμερα απειλούνται από εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς παράγοντες. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποτελεί επιτακτική ανάγκη να τις επικαλεστούμε και πάλι σήμερα, να τις σφυρηλατήσουμε σε ένα κόσμο ο οποίος αλλάζει και γίνεται πιο επικiνδυνος.

Τι σημαίνει να είσαι ειλικρινής απέναντι στη χώρα που αγαπάς;

Το να είσαι ειλικρινής σημαίνει για μένα να συνεχίζω να παρατηρώ, τη χώρα στην οποία συχνάζω εδώ και πενήντα χρόνια, χωρίς να κάνω παραχωρήσεις. Όπως είπα την έχω γυρίσει από άκρη σε άκρη και σε όλες τις εποχές του χρόνου. Το να αγαπάς μία χώρα, όπως το να αγαπάς ένα πρόσωπο, είναι εν τέλη το να αποδέχεσαι τα προτερήματα και τα ελαττώματα της. Νιώθω για αυτή τη χώρα και τους κατοίκους της μία ατελείωτη τρυφερότητα, χωρίς αυτό να αποκλείει το ότι κάποιες φορές μπορεί να εξοργίζομαι. Σε κάθε περίπτωση δεν διστάζω να εκφράζω τον δικό μου τρόπο σκέψης. Η σχέση μου με την Ελλάδα ανανεώνεται κάθε μέρα, η εξερεύνησή μου συνεχίζεται, αλλά αυτή η αγάπη δεν είναι αφελής, είναι ξεκάθαρη και κάποιες φορές αδιάλλακτη. Με αυτό τον τρόπο, νομίζω, μπορεί κάποιος να είναι ειλικρινής.
Αυτή πιστεύω πως είναι η φύση της αγάπης μου για την Ελλάδα.

jamar_lettres-1 copie

Φωτογραφίες αρχείου, Newsville.be. Main φωτογραφία συνέντευξης: Jimmy Jamar, 12 Ώρες για την Ελλάδα, 2014. Επιμέλεια ερωτήσεων στα γαλλικά, Αγγελική Καλλιάνου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΔΩ

Jimmy Jamar – «ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, 14 ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ» (PHILHELLENES – 14 PORTRAITS)

Πρόλογος:JEAN-CLAUDE JUNCKER 
Μετάφραση: ΜΠΟΥΡΛΟΓΙΑΝΝΗ-ΒΡΑΙΛΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ

Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ, Αθήνα, Μάρτιος 2022