- - https://www.newsville.be -

Ο Ελπήνωρ, ο Ζωγράφος και ο Ποιητής

Είναι μέρη πια στην Ελλάδα που όταν τα περιδιαβαίνεις νοιώθεις σα να ΄χουμε χάσει πόλεμο. Μια γενικότερη κακοκεφιά, ένας σκεπτικισμός και ώρες-ώρες μια εγκατάλειψη, μια έλλειψη ζωηράδας, πρωτοτυπίας πνευματικής ανάτασης. Μια ψεύτικη, ρηχή και χυδαία ευημερία ακόμα επιβιώνει για να επιβεβαιώνει το αξίωμα της βιολογίας ότι όταν παρακμάζει ένας οργανισμός, ευημερούν τα βακτήρια της σήψης του και της αποδόμησής του. 

Από τα ελάχιστα πνευματικά και καλλιτεχνικά γεγονότα του καλοκαιριού με τράβηξε η έκθεση του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη στον Πόρο με θέμα ο «Ηδονικός Ελπήνωρ» από το γνωστό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη. Ο Ζωγράφος διάλεξε τον Πόρο γιατί εκεί, το 1946 ο Ποιητής στη βίλα «Γαλήνη» έγραψε την συλλογή «Κίχλη».  

Ο Ελπήνωρ, ήταν εκείνος ο σύντροφος του Οδυσσέα που τον ξεχάσανε όταν αποφάσισαν να δραπετεύσουν από το νησί και τα μάγια της Κίρκης. Κοιμισμένος σ΄ ένα δώμα, τους πήρε είδηση την ώρα που κι ο τελευταίος άφηνε τα παλάτια της μυθολογικής μάγισσας. Μισοκοιμισμένος κι ακόμα με το μυαλό θολό από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας και τις ηδονές, τινάχτηκε πάνω να τους προλάβει. Ο δόλιος είχε ξεχάσει ότι κοιμόταν σ΄ ένα ψηλό δώμα. Σωριάστηκε και πέθανε· και το χειρότερο απ΄ όλα: οι σύντροφοί του δεν τον πήρανε είδηση, παρά μετά από μέρες όταν άραξαν στην ανήλιαγη χώρα των Κιμμεριωτών. Ο κουτούτσικος, εύπιστος και ελαφρόμυαλος Ελπήνωρ ξαναήρθε στις μέρες μας στη σύγχρονη λογοτεχνία. Τον βρίσκουμε στον Καμπανέλλη, στον Σινόπουλο, στον Ρίτσο, στον Pound, στον Giraudoux…

Γοητευτικός όμως μένει αυτός ο «Ηδονικός» του Σεφέρη να μιλά για «τ΄αγάλματα που λυγίζουν», να ξεχωρίζει «ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια το λέγαν «Κίχλη», σ΄ ένα σπίτι κοντά στην θάλασσα ψιθυρίζοντας «τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ΄ναι χρόνια δίσεχτα…∙»  Ένα-δύο επισκέπτες στην έκθεση περιεργάζονταν τα έργα με σεβασμό και περίσκεψη. Οι στίχοι του Σεφέρη επίκαιροι και οι πινελιές του Ψυχοπαίδη χαραγματιές για τα κοιτάγματά μας πέρα από τον καμβά. Είχε περάσει η αίγλη, η δημοσιότητα, οι φωτογράφοι και οι διασημότητες των εγκαινίων. Τώρα ήταν οι απλοί, λιγοστοί φιλότεχνοι επισκέπτες του νησιού. Τα έργα είχα την εντύπωση πως απηχούσαν (δεν θα έλεγα απεικόνιζαν) τη μελαγχολία της εποχής. Μισάνοιχτα ανεπίδοτα γράμματα, σχισμένες παλιές φωτογραφίες, λυγισμένα αγάλματα, σπασμένα προσωπεία, αρχαϊκά ειδώλια, χέρια και χείλη του Ποιητή… Κι όλα αυτά στο κεραμιδί της σκουριάς, την ώχρα του λεμονιού, το κόκκινο του αίματος, το μπλε της θάλασσας.  Απομακρυνθήκαμε από το «πολύφωτο ακρογιάλι». Κάτσαμε σ΄ ένα πέτρινο παγκάκι και κοιτούσαμε τις αχνές αντιφεγγιές που έφερνε το καλοκαιριάτικο βράδυ από το λιμάνι. Στο παιχνίδισμα του φωτός ήρθαν και τα χρώματα και οι πινελιές του Ζωγράφου και τα λόγια του Ποιητή που κράτησε ο νους. Αναρωτιόμουν τι να γύρευε ο πεθαμένος Ελπήνορας ανάμεσά μας στον Πόρο του 2010. Από τον Οδυσσέα ζήτησε ταφή και πένθος για να μη θυμώσει κανένας θεός και καταραστεί τον γυρισμό του στην Ιθάκη. Ίσως κι από εμάς που πλέουμε στο «καράβι που ταξιδεύει (και) το λένε ΑΓΩΝΙΑ» να ζητά ταφή, πένθος και περισυλλογή. Ίσως σ΄ αυτή την ταφή να θαφτεί η ευπιστία του σε συντρόφους που ξεχνούν, φίλους που κολακεύουν και γλέντια που δεν του ταιριάζουν. 

 Σκεφτόμουν ότι ο θάνατος είναι ένα τέλος. Ένα τέλος που προμηνύει μια νέα αρχή. Όχι δεν θα το ρίξω στην μεταφυσική. Το παράδειγμα πάλι από τη βιολογία. Ο θάνατος μια κατάσταση τελεσίδικη και καταληκτική. Ο άρρωστος κι ο πληγωμένος οργανισμός θα δώσει τη θέση του στο νέο, τον εύρωστο, τον αλλιώτικο· αυτόν που θα βρει νέους τρόπους επιβίωσης μαθαίνοντας από το παρελθόν.

Σήμερα δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Ο «Ηδονικός Ελπήνωρ», μαζί μ΄ αυτά που μας φέραν στο χείλος του γκρεμού πρέπει να θαφτούν. Η πορεία για την Ιθάκη χρειάζεται νέες ιδέες, νέους ανθρώπους και εύρωστα κουπιά για το ταξίδι· όχι από σάπιο ξύλο.