- - https://www.newsville.be -

Από το «artnapping» στις λίγες δεκάδες ευρώ: γιατί οι κλέφτες στρέφονται στα έργα τέχνης

Η πρωτοφανής ληστεία στο Λούβρο το περασμένο Σαββατοκύριακο —που πολλοί ήδη χαρακτηρίζουν ως την «καλλιτεχνική κλοπή του αιώνα»— έφερε στο προσκήνιο ένα παλιό αλλά εξελισσόμενο πρόβλημα: γιατί οργανωμένα κυκλώματα και έμπειροι κακοποιοί στρέφονται στα μουσειακά αντικείμενα; Το γεγονός ότι οι δράστες κατάφεραν να αποσπάσουν οκτώ κοσμήματα της γαλλικής αυτοκρατορικής και βασιλικής προέλευσης σε μόλις τέσσερα λεπτά δείχνει από μόνο του το επαγγελματικό επίπεδο της επιχείρησης —και εξηγεί γιατί οι αρχές έχουν περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή τους για εντοπισμό και ανάκτηση.

Οι ειδικοί μιλούν για «σχεδιασμό» και όχι για τυχαία επίθεση. Οι δράστες μελετούν τον τόπο, αξιολογούν εισόδους, πάχη υαλοπινάκων και πιθανούς χρόνους απόκρισης της αστυνομίας. Το σκηνικό στο Λούβρο —εργασίες αναστήλωσης, Κυριακή πρωί με μειωμένη παρουσία προσωπικού— φαίνεται ότι τους προσέφερε την ευκαιρία: οι δράστες μπόρεσαν να κινηθούν ως «εργάτες» και να εκμεταλλευτούν την αναστάτωση για να φύγουν γρήγορα.

museum_paintings_classic

Η κλοπή έργων τέχνης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αλλά έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Στην πράξη, το «παραδοσιακό» εμπόριο κλεμμένων ζωγραφικών έργων έχει μειωθεί: οι μεγάλες, γνωστές εικόνες είναι δύσκολα εμπορεύσιμες, καταγράφονται σε βάσεις δεδομένων και η έκθεση των αγοραστών σε τέτοια αντικείμενα είναι επικίνδυνη. Γι’ αυτό τα κυκλώματα έχουν διαφοροποιήσει τα «ρεπερτόριά» τους: πλέον στο στόχαστρο μπαίνουν ευκολότερα πωλήσιμα υλικά —χρυσός, ασήμι, διαμάντια— και αντικείμενα από κινεζική πορσελάνη, που μπορούν είτε να μεταποιηθούν είτε να πωληθούν σε πιο χαμηλό προφίλ.

Ο πρακτικός λόγος είναι απλός: χρυσά και ασημένια κομμάτια μπορούν να λιώσουν, να γίνουν «χύμα» μέταλλο και να κυκλοφορήσουν, ενώ τα διαμάντια αφαιρούνται από τα κοσμήματα, ενδεχομένως γυαλίζονται και πωλούνται σαν «αστραφτεροί» λίθοι. Όταν συμβαίνει αυτό, το ίχνος του αρχικού αντικειμένου χάνεται οριστικά. Σε αντίθεση με αυτό, μια ζωγραφιά παραμένει μοναδική και αναγνωρίσιμη —γι’ αυτό, παρά το ρίσκο, σε ορισμένες περιπτώσεις οι δράστες προτιμούν να κλέβουν πίνακες και να τους κρατούν ανέπαφους, είτε ως αντικείμενο εκβιασμού είτε ως ανταλλάγματα σε υπόκοσμο και δίκτυα.

Η πρακτική του «artnapping» —κρατάμε ένα έργο για λύτρα— έχει επίσης ιστορία. Οι διαπραγματεύσεις που γίνονται με ασφαλιστικές ή ακόμα και με αρχές μπορεί να οδηγήσουν στην επιστροφή του έργου με το κλάσμα της αρχικής αξίας του, συχνά περίπου το ένα δέκατο. Υπάρχουν και πιο «σκοτεινές» ιστορίες, όπως αυτή που συνδέει ένα σπάνιο έργο του Frans Hals με έναν γνωστό εγκληματία, όταν προτάθηκε (και απορρίφθηκε επισήμως) να χρησιμοποιηθεί ως «χαρτί» σε διαπραγματεύσεις. Οι υποθέσεις αυτές δείχνουν ότι για ορισμένους η τέχνη λειτουργεί ως νόμισμα στον παράνομο κόσμο.

Η Ελλάδα και το Βέλγιο δεν είναι άγνωστα στις ιστορίες αυτές. Στην Αμβέρσα το 1997 έργα, ανάμεσά τους και ένας Van Gogh, είχαν κλαπεί και βρέθηκαν αργότερα σε ένα βαν. Το 2009 στο Μουσείο Magritte στη Βρυξέλλες έκλεψαν τον πίνακα «Olympia», που επανεμφανίστηκε μετά από δύο χρόνια. Το 2013, από το σπίτι Van Buuren στο Uccle έκλεψαν μια ντουζίνα έργα —μεταξύ αυτών και ένας James Ensor— τα οποία δεν έχουν βρεθεί ακόμη. Το 2020 το έργο του Van Gogh από το Singer Laren επέστρεψε μετά από πολύπλοκες διαπραγματεύσεις και παρεμβάσεις των αρχών.

Παρά την κινητοποίηση των διωκτικών αρχών, οι πιθανότητες ανάκτησης των κλαπέντων έργων παραμένουν δυστυχώς μικρές: οι εκτιμήσεις μιλούν για μόλις 5–10% ανάκτηση. Για αυτό ο χρόνος είναι κρίσιμος. Όσο πιο γρήγορα κινητοποιηθούν οι αστυνομικές δυνάμεις και όσο πιο άμεσα αξιοποιηθούν βίντεο, τεχνολογικά ίχνη και διεθνείς συνέργειες, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα επιτυχίας.

Τι μπορούμε να κρατήσουμε ως συμπέρασμα; Η ληστεία στο Λούβρο υπενθυμίζει ότι τα μουσεία και οι συλλογές παραμένουν στο στόχαστρο οργανωμένων και έμπειρων εγκληματικών δικτύων. Οι λόγοι ποικίλλουν —από το κέρδος και την ευκολία κυκλοφορίας πολύτιμων μετάλλων μέχρι το «χρηματικό» παιχνίδι των λύτρων και τη χρήση έργων ως ενεχύρων— αλλά το κοινό στοιχείο είναι η επαγγελματική προσέγγιση. Η πίεση του χρόνου, η ανάγκη για διεθνή συνεργασία και η βελτίωση των μέτρων ασφάλειας στα μουσεία για να μειώσουν τα «σημεία ευπάθειας» είναι πια επείγουσες προτεραιότητες.

Και, όπως λένε όσοι έχουν μελετήσει τέτοιες υποθέσεις, όσο νωρίτερα ασκηθεί πίεση —έρευνα στα βιντεοσκοπημένα στοιχεία, γρήγορη καταγραφή των κλεμμένων αντικειμένων, διεθνείς ειδοποιήσεις— τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα τα κλεμμένα κομμάτια να επιστρέψουν στις προθήκες τους. Ο χρόνος τρέχει —και για τα έργα, όσο και για την αστυνομία, κάθε λεπτό μετρά.