- - https://www.newsville.be -

Τhe favourite – Ένα ιδιοφυές και εκκεντρικό ιστορικό δράμα

Γράφει ο Άρης Μπότας

Όταν έμαθα ότι η νέα ταινία του Λάνθιμου είναι μία ταινία εποχής, ξαφνιάστηκα λίγο και η περιέργεια μου να τη δω αυξήθηκε. Ήθελα να δω πως θα καταπιαστεί με το ιδιότυπο ύφος του με μία ταινία στην οποία οι πρωταγωνιστές θα υποδύονταν ανθρώπους που έζησαν πραγματικά. Η ταινία βασίστηκε στο σενάριο του Τony McNamara που πράγματι μένει πιστός στα αληθινά γεγονότα: τα πρόσωπα που περιτριγυρίζουν τη βασίλισσα Άννα, υπήρξαν στ’ αλήθεια.

Το «Τhe Favourite» κρατά τις σκηνοθετικές αρετές του Λάνθιμου που προσωπικά μου αρέσουν πολύ: φοβερά ατμοσφαιρική μεταφορά του πλαισίου δράσης, αντιήρωες αντί για ήρωες, σκηνές που σ’ αφήνουν με ερωτηματικά, αναπάντεχες εξελίξεις, διαρκή εγρήγορση για το τι θα συμβεί, με τον θεατή συνεχώς ν’ αναρωτιέται από πού «θα του τη φέρει» και πάλι ο σκηνοθέτης, πρωτότυπα δοσμένοι συμβολισμοί, κλιμακούμενη αγωνία και απειλή άνευ λόγου και αιτίας συγκριτικά με το σενάριο (σαν να βλέπεις θρίλερ, χωρίς να πρόκειται για θρίλερ) κι ελεύθερη πτώση ακριβώς τη στιγμή της κορύφωσης των συναισθημάτων, χωρίς ούτε την απόδοση δικαιοσύνης, ούτε την ικανοποίηση των λογικών αιτημάτων του θεατή με ένα μεγάλο ερωτηματικό να πλανάται. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, έντονο στον Λάνθιμο, θα το ήθελα ίσως διαφορετικό, και θα το ήθελα και σ’ αυτή την ταινία, όμως αναγνωρίζω τη γοητεία που ασκεί. Και στην τελική η Τέχνη πρέπει να αφήνει περιθώρια υποκειμενικής προσέγγισης και ερμηνειών.

Η Emma Stone ως Abigail

Η Emma Stone ως Abigail

Στο «The Favourite» από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν υπάρχει ταινία εποχής, ούτε ιστορική προσέγγιση στο επίκεντρο, αλλά πάμε σε κάτι άλλο. Η ταινία δεν συστήνεται ούτε τοποθετείται χρονικά. Σαν να θέλει να μας πει: «δεν έχει σημασία». Σύντομα καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για Λάνθιμο, με την πρώτη αθυροστομία, την πρώτη ισοπέδωση μιας προσδοκώμενης εξωραϊσμένης εικόνας, με μία παρατεταμένη «σαθροποίηση» ενός κατά τ’ άλλα κόσμου μεγαλείου, με κυνικούς, ρεαλιστικούς, ακόμα και «κάφρικους» διαλόγους και σκηνές ξαφνικές και ενοχλητικές που προκαλούν μέχρι και την οργή σου. Ο Λάνθιμος κρατά μια μπαγκέτα και ρυθμίζει τα αισθήματα του θεατή: φόβος, οργή, αισθησιασμός, απορία, αγανάκτηση, αγωνία, εκδίκηση, γέλιο, δράμα. Και το ενδιαφέρον είναι ότι ακροβατεί στα όρια των παραπάνω. Σε στέλνει προς τα εκεί και σε κρατά να αιωρείσαι στο όριο…εκεί που θες το κάτι παραπάνω, δεν το παίρνεις. Και σε κρατά έτσι μέχρι το τέλος. Όπως και αιωρείται η ταύτισή σου με τους ήρωες: δεν υπάρχει σημείο που δεν θα άρεις την υποστήριξή σου σε κάποιον απ’ αυτούς, χωρίς όμως (κι αυτό είναι το ιδιαίτερο) να λυπηθείς ποτέ κανέναν. Σωστά, όμως δεν ξεχνά ότι πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα: το ιστορικό πλαίσιο περνά στο παρασκήνιο, τηρείται όμως και περνά παράλληλα με το main point. Σε σχέση με τον «Αστακό», σοκάρει λιγότερο, υπερβάλλει λιγότερο, δεν φτάνει τόσο στα άκρα, σε ένα ούτως ή άλλως πολύ λιγότερο ακραίο θέμα, αλλά δεν λείπουν κάποια ενοχλητικά πλάνα που προκαλούν αμηχανία, τα οποία προσωπικά θα τα ήθελα λίγο λιγότερα και συντομότερα (ειδικά στον Αστακό).

Ο Λάνθιμος καταφέρνει να παρουσιάσει στην ουσία μια καθαρά γυναικεία υπόθεση μεταξύ τριών πολύ ισχυρών κυριών της αυλής, χωρίς κατά τα γνωστά, να υπάρχουν όρια. Οι αντρικοί ρόλοι στην ταινία έχουν εμφατικά υποτιμηθεί με ρόλους από γραφικούς ως σχεδόν καρτουνίστικους. Ο Λάνθιμος που αγαπά το ισχυρό κοντράστ στις ταινίες τους σε βαθμό υπερβολής, γιγαντώνει την ισχύ της θέσης των γυναικών στην αυλή καθιστώντας τους άντρες είτε υπηρέτες της σφαλιάρας που βρίζονται χωρίς λόγο από τη βασίλισσα κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους, είτε γραφικούς «περουκόβιους» με νεκρικά ωχρά βαψίματα που εκδηλώνουν την αρρενωπότητα με κομπλεξικές ατάκες και ωθήσεις, είτε τοποθετώντας αμέτρητους ανούσιους άντρες φρουρούς – πιόνια της βασίλισσας, ενώ φτάνει σε σημείο να μικρύνει επιδεικτικά τις αντρικές φιγούρες στα μακρινά πλάνα που μετατρέπονται σχεδόν σε άψυχες μαριονέτες. Η αντρική παρουσία σατιρίζεται καταλαμβάνοντας ακόμα και «κεφάλαιο» στην ταινία. Μαέστρος του να ειρωνεύεται τ’ ανθρώπινα συναισθήματα μπροστά στο σκοπό και την υστεροβουλία, δείχνει γι’ άλλη μια φορά μετά τον Αστακό πόσο αδύναμους θεωρεί ειδικά τους άντρες που ερωτεύονται σε χαρακτηριστικές σκηνές. Το περίεργο είναι ότι η γυναικεία ανωτερότητα πλασάρεται με τρόπο που δεν ενοχλεί σε κανένα σημείο, ίσως γιατί ο πλέον ισχυρός παράγων απομυθοποιείται οικτρά.

Ο Nicholas Hoult ως Robert Harley

Ο Nicholas Hoult ως Robert Harley

 

Εξαιρετικά τα ευρυγώνια πλάνα που στραπατσάρουν επίτηδες τη βαρετή και αυστηρή γεωμετρική ακρίβεια της αρχιτεκτονικής του παλατιού και των εσωτερικών χώρων, εντυπωσιακά επιτηδευμένο μακιγιάζ και κουστούμια εποχής, lush διακοσμήσεις, ορθές και συνεπείς, όλα σε αντιδιαστολή με το παρακμιακό κατά βάθος πλαίσιο στο οποίο στέκεται η ταινία, συμβολισμοί και πάλι με τα ζώα και πάλι σε περίεργες συνθήκες και όταν πρέπει, αρκετά σκοτεινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα και μαγικές ερμηνείες από την Olivia Colman (κι ένα άξιο βραβείο της Ακαδημίας) και την Rachel Weisz.

Αυτά και άλλα πολλά ίσως για την πρώτη ταινία που φέρνει την Ελλάδα με τον σκηνοθέτη ως αντιπρόσωπο τόσο κοντά σε πολλά Όσκαρ. Δυστυχώς πήρε μόνο ένα, αλλά μην έχοντας δει άλλες ταινίες από τις υποψήφιες, δεν δικαιούμαι να το κρίνω. Σίγουρα είναι μία ταινία που δεν ενδείκνυται για πολλές κατηγορίες θεατών, αρχής γενομένης των φίλων της περιπέτειας και των συνηθισμένων σε ανατροπές και δυνατές συγκινήσεις και γενικώς γι’ αυτούς που δεν μπορούν να διαχειριστούν τα παραπάνω σκηνοθετικά χαρακτηριστικά. Για μένα το περίεργο με τις ταινίες του Λάνθιμου είναι ότι ποτέ δεν με εντυπωσιάζουν αφού τελειώσουν ή ακόμα και μ’ ενοχλούν, αλλά διαπιστώνω ότι μ’ ένα περίεργο τρόπο τρυπώνουν στο μυαλό μου την επόμενη μέρα και με κάνουν να αναθεωρώ και τελικά να το ψάχνω περισσότερο. Και για τον ίδιο ίσως λόγο να είναι οι μόνες που με κάνουν να θέλω να πω δυο λογάκια παραπάνω γι’ αυτές. Όχι γιατί θεωρώ ότι είμαι σε θέση να κρίνω ορθώς σκηνοθετικές πινελιές, ούτε γιατί είναι αντικειμενικά «ταινιάρες», αλλά γιατί για μένα έχουν έντονη τη σφραγίδα του σκηνοθέτη και πλαισιώνουν την όλη ταινία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διαφορετικά.
Άλλωστε πουθενά αλλού παρά μόνο στην Τέχνη η υποκειμενικότητα έχει τόσο μεγάλη ισχύ.

Καλή (σίνε)θέαση!

 

* Η ταινία «The Favourite» παίζεται για 7η συνεχή εβδομάδα στους κινηματογράφους UGC. Αναλυτικά τις ώρες προβολών μπορείτε να τις δείτε εδώ.