- - https://www.newsville.be -

« Στο σανίδι δοκιμάζεις, αποτυγχάνεις, απελπίζεσαι, μεταμορφώνεσαι, ξεδιπλώνεσαι ή συρρικνώνεσαι, ανθίζεις ή μαραίνεσαι. » H ηθοποιός Εύη Στοΐδου σε μία συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης.

Είναι πολύ ευχάριστη σαν άνθρωπος, έχει αυτό που λέμε θετική αύρα, είναι εξαιρετική παρέα για συζήτηση ιδίως όταν η κουβέντα γυρνάει στο Θέατρο. Εκεί βλέπεις τα μάτια της να λάμπουν και όλα τα σημάδια έκφρασης να είναι διαφορετικά, πιο έντονα, πιο χαμογελαστά. Έχουν όμως και μία νοσταλγία κυρίως όταν αναφέρεται στα χρόνια τα « ελληνικά », τα χρόνια που τις χάρισαν στιγμές που γεμίζουν μπαταρίες για μία ζωή.
Ακούγοντας την ιστορία της Εύης Στοΐδου μπαίνεις θέλοντας και μη σε αυτόν τον μαγικό κόσμο του Θεάτρου, της άμεσης ερμηνείας, του χειροκροτήματος, της αυλαίας που ανοίγει και κλείνει, των παρασκηνίων και των σύνθετων συναισθημάτων.
Η Εύη Στοΐδου ξεκίνησε με μια εξαετή θητεία στην ομάδα Bald Theatre στη Θεσσαλονίκη, και μετά τις σπουδές της στη δραματική σχολή δούλεψε σε διάφορες σκηνές, ως freelance ηθοποιός και ως μέλος του δυναμικού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Εκεί της δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο Andrei Serban, ο Πέρης Μιχαηλίδης, ο Sandor Zsoter, ο Γιάννης Ιορδανίδης κ.ά. Είχε επίσης την τύχη να κάνει επανειλημμένα μιούζικαλ, καθώς και αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, για τα οποία η ίδια αισθάνεται τυχερή.
Λίγες μέρες πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων βρεθήκαμε για την καθιερωμένη φωτογράφιση καθώς και για τις πρώτες ψυχανεμιστικές ερωτήσεις.

—————————————————————————-

Εύη, μέσα από τη δική σου εμπειρία, ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που επιλέγουν να κάνουν το Θέατρο επαγγελματική τους καθημερινότητα;

Ο καθένας ξεκινάει από μια διαφορετική ανάγκη – άλλος από ψώνιο, γιατί θέλει να γίνει διάσημος, άλλος γιατί είναι εξωστρεφής και του αρέσει να εκφράζεται δημόσια, άλλος γιατί, αντίθετα, νικάει την εσωστρέφειά του μέσα από το παιχνίδι των ρόλων. Αυτοί που τελικά μένουν στο θέατρο (γιατί αρκετοί εγκαταλείπουν στην πορεία) είναι εκείνοι που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, που νιώθουν πλήρεις μόνο μέσα σ’αυτό.

 

Ποιο ήταν το δικό σου έναυσμα για την ενασχόληση σου με το Θέατρο ως ηθοποιός;

Για μένα ο χώρος του θεάματος ήταν πάντα κάτι το γοητευτικό, αλλά τον ένιωθα σαν απαγορευμένο, εντελώς απλησίαστο. Ήμουν εξαιρετικά ντροπαλή. Έβλεπα μικρή τη σειρά “Fame”, και ζήλευα εκείνα τα παιδιά, όμως ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα μπορούσα να βρεθώ στη θέση τους. Μέχρι που άνοιξε μια χαραμάδα στο πρώτο έτος της φοιτητικής μου ζωής, την άνοιξα και μπήκα. Η 6ετής εμπειρία μου με την ομάδα Bald Theater του ΑΠΘ ήταν καταλυτική. Έμαθα πάρα πολλά, και μου άνοιξε η όρεξη να μάθω περισσότερα. Ακολούθησε η Δραματική Σχολή, και το κυνήγι του επαγγέλματος.

 

Ποια ήταν τα όνειρα σου όταν κατάλαβες ότι το να είσαι ηθοποιός ήταν πια μονόδρομος για εσένα;

Παράτησα σύξυλες τρεις δουλειές που έκανα ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη (ραδιόφωνο, τηλεόραση και διδασκαλία), μαζί και την αγαπημένη μου Ομάδα, και κατέβηκα στην Αθήνα για να σπουδάσω και επίσημα την υποκριτική. Δε μου περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί και να μην περνούσα στις εξετάσεις, είχα ήδη νοικιάσει σπίτι πριν τις δώσω. Αυτή η πίστη, μαζί με λίγη τύχη, με έφεραν εκεί που ονειρευόμουν. Η φιλοδοξία μου ήταν να δουλεύω στη σκηνή. Ανεξαρτήτως ρόλου. Δεν ονειρεύτηκα ποτέ τη Μήδεια ή την Ιουλιέτα. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να παίζω. Και να μην κάνω εκπτώσεις στα στάνταρ μου προκειμένου να το κάνω.

1keimeno

Ποιοι ήταν για σένα οι βασικοί σταθμοί στην θεατρική σου καριέρα και γιατί;

Το Bald Theater, πρώτα από όλα, όπου κόλλησα και το “μικρόβιο”. Εκεί έμαθα τις βάσεις του θεάτρου από τον σχεδόν μόνιμο σκηνοθέτη μας Μιχάλη Παπαμιχάλη, και έκανα φίλους ζωής. Μετά, ως πρωτοετής της Δραματικής Σχολής, έκανα ένα σεμινάριο με τον μεγάλο Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος από εκεί με επέλεξε να συμμετέχω στην “Αντιγόνη” του Εθνικού. Ήταν η πρώτη μου φορά στο θέατρο της Επιδαύρου, και η πρώτη μου περιοδεία σε όλα τα μυθικά θέατρα: Δωδώνη, Φιλίππους, Δίον, Ηρώδειο. Δέος.

 

Όταν βγήκα στο επάγγελμα, η πρώτη μου δουλειά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ήταν ο πιο σημαντικός σταθμός, γιατί μου άνοιξε μια πόρτα που μου έδωσε ευκαιρίες: να παίξω επανειλημμένα στην Επίδαυρο, να δουλέψω με κάποιους από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες, να κάνω μιούζικαλ που το αγαπώ πολύ, να δοκιμαστώ ως πρωταγωνίστρια, να συνυπάρξω με σπουδαίους ηθοποιούς, διάσημους και μη. Ο τότε διευθυντής του ΚΘΒΕ, Διαγόρας Χρονόπουλος, πίστεψε σε εμένα και μου έδωσε πράγματα να κάνω. Με επέλεξε μαζί με άλλους τέσσερις νέους ηθοποιούς για να συμμετέχω σε ένα τριεθνές εργαστήριο για τις “Βάκχες” στο εξωτερικό με τον Ούγγρο σκηνοθέτη Sandor Zsoter. Μου ανανέωσε το συμβόλαιο για να μπορέσω να λάβω μέρος στην οντισιόν που με έστειλε τελικά στη Λυρική Σκηνή να τραγουδάω σόλο μιούζικαλ. Στο Κρατικό δούλεψα με τον ίδιο το Χρονόπουλο, με το Σωτήρη Χατζάκη, το Γιώργο Μιχαηλίδη, το Βασίλη Νικολαΐδη, τον Andrei Serban, τον Πέρη Μιχαηλίδη, το Γιάννη Ιορδανίδη, το Νίκο Χουρμουζιάδη, τον Εύη Γαβριηλίδη, το Γιάννη Καραχισαρίδη, με τον Κωνσταντίνο Ρήγο, με σπουδαίους συνθέτες. Με αρκετούς από αυτούς πάνω από μία φορά.

 

Εκτός Κρατικού, έπαιξα πολύ ωραίους ρόλους στο ελεύθερο θέατρο και σε ΔΗΠΕΘΕ. Και μάλλον με κυνηγάει το “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας”, γιατί ήταν μια από τις πρώτες μου παραστάσεις ως επαγγελματία ηθοποιού, και το ξαναέπαιξα στην τελευταία μου παράσταση πριν φύγω από την Ελλάδα, στο ιστορικό Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη.

 

Δε θα ξεχάσω επίσης τα σεμινάρια που είχα την τύχη να κάνω με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, και με την υπέροχη Fiona Shaw, που μου απέδειξε ότι οι αληθινά μεγάλοι ηθοποιοί αγαπούν τους συναδέλφους τους.

Ντόλλυ! (ΚΘΒΕ, σκην. Γιάννης Ιορδανίδης) / Follow the Fellow who Follows a Dream (a musical) (Λυρική Σκηνή/ΚΘΒΕ, σκην. Γιάννης Καραχισαρίδης)

Ντόλλυ! (ΚΘΒΕ, σκην. Γιάννης Ιορδανίδης) / Follow the Fellow who Follows a Dream (a musical) (Λυρική Σκηνή/ΚΘΒΕ, σκην. Γιάννης Καραχισαρίδης)

 

 

Αν το Θέατρο « δεν είναι ακαδημαϊκό επάγγελμα » όπως είχε δηλώσει σε μία συνέντευξη του ο Κάρολος Κουν, ποιος είναι ο τρόπος για να το « μάθεις » και να εξελιχθείς μέσα από αυτό;

Ο μόνος τρόπος είναι η θεατρική πράξη. Το θέατρο δεν είναι θεωρητικό αντικείμενο. Είναι δράση. Η θεωρία σε κάνει πιο πλούσιο άνθρωπο και σου γνωρίζει διάφορες “σχολές”. Το παιχνίδι κρίνεται όμως πάνω στα λίγα (ή πολλά) τετραγωνικά της σκηνής. Στο σανίδι δοκιμάζεις, αποτυγχάνεις, απελπίζεσαι, μεταμορφώνεσαι, ξεδιπλώνεσαι ή συρρικνώνεσαι, ανθίζεις ή μαραίνεσαι. Δεν είναι για όλους, είναι σκληρό και μπορεί να σε “ξεράσει” ή να σε αναδείξει. Είναι ένας χώρος με τους δικούς του νόμους, που είτε τους σέβεσαι είτε πας αλλού.

 

Ποια η δική σου εμπειρία από τη θεατρική ομογενειακή σκηνή στο σύνολο της; Καταφέρνουν οι Βρυξέλλες να συμπληρώσουν την επιθυμία σου για θεατρική έκφραση;

Από τις σχετικά λίγες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει, μου έχουν μείνει κάποια πρόσωπα που ξεχωρίζουν σκηνικά, και κάμποσες στιγμές συγκίνησης και γέλιου. Οι ελληνικές ομάδες των Βρυξελλών κάνουν πολύ φιλότιμη δουλειά, με αξιοθαύμαστη αφοσίωση. Αποτελούνται από πραγματικούς ερασι-τέχνες, με την ετυμολογική σημασία του όρου. Αφιερώνονται με αγάπη και μεράκι στο θέατρο, στο λίγο ελεύθερο χρόνο που απομένει στους περισσότερους μετά τις δουλειές τους. Γνώρισα πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους εδώ, και είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία να ξανανέβω στη σκηνή, με το Ελληνικό Θέατρο Βελγίου.

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας (Ανοιχτό Θέατρο, σκην. Γιώργος Μιχαηλίδης)

Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας (Ανοιχτό Θέατρο, σκην. Γιώργος Μιχαηλίδης)

 

 

Ποιες είναι οι στιγμές που σου έρχονται πιο έντονα στο νου από τη συμμετοχή σου στο Ελληνικό Θέατρο Βελγίου;

Δε θα ξεχάσω ποτέ το απίστευτο μπέρδεμα που έγινε κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του “Σώσε”. Ήταν η ενσάρκωση του εφιάλτη κάθε ηθοποιού, που μετά μετατράπηκε σε φοβερά αστεία ανάμνηση για όλους μας. Θα μου μείνει επίσης η πρώτη ανάγνωση του φετινού έργου, των “7 Λογικών Απαντήσεων”. Ήταν γροθιά στο στομάχι. Έκανα ώρες να συνέλθω.

 

Δύο λόγια για την τελευταία θεατρική προσπάθεια του ΕΘΒ και τη δική σου συμμετοχή στο έργο « 7 Λογικές απαντήσεις ».

Η ομάδα μας πήρε ένα ρίσκο με αυτό το έργο, που θεωρώ ότι απέδωσε. Οι “7 Λογικές Απαντήσεις” είναι ένα έργο με ιδιαίτερη δομή, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ο Πάνος Γουργιώτης το προσέγγισε με αγάπη και με απίστευτο μέτρο. Είμαι περήφανη για αυτή την παράσταση. Και ο ρόλος μου είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω παίξει στο θέατρο, νιώθω τυχερή που μου ανατέθηκε. Δε θέλω να μιλάω πολύ για αυτή την παράσταση, μιλάει νομίζω από μόνη της, και πολύ δυνατά μάλιστα.

 

Ποια είναι τα συναισθήματα που σου αφήνει το πέσιμο της θεατρικής αυλαίας, την τελευταία μέρα των παραστάσεων;

Ο αποχωρισμός ενός ρόλου και μιας παράστασης σου αφήνει μια μικρή θλίψη και μια αίσθηση ανικανοποίητου, ειδικά σε μια ερασιτεχνική ομάδα, όπου οι παραστάσεις είναι αναγκαστικά λίγες. Αισθάνεσαι ότι σηκώθηκες από το τραπέζι πριν χορτάσεις. Αλλά αυτό έχει και μια γοητεία, καθώς σε υποχρεώνει να συμπυκνώσεις όλη σου την προσπάθεια και το μεράκι σε αυτές τις λίγες στιγμές. Στο επαγγελματικό θέατρο, νιώθεις λίγο σαν να αφήνεις την οικογένειά σου. Γιατί συμβαίνει συχνά με κάποιους από τους συναδέλφους σου, που μοιράστηκες μήνες προβών και παραστάσεων, να μην ξαναβρεθείς ποτέ. Μέχρι να βρεθείς ξανά με καινούρια οικογένεια, και πάει λέγοντας.

 

 

Με ποιο τρόπο η εμπειρία ενός ηθοποιού μπορεί να περάσει στις επόμενες γενιές;

Με τη σκηνική του πράξη ήδη ο ηθοποιός “διδάσκει”. Όλοι μας θυμόμαστε κάποιες ερμηνείες που μας άφησαν κάτι, για διαφορετικούς λόγους στον καθένα. Από κει και πέρα, η διδασκαλία των πιο έμπειρων ηθοποιών προς τους πιο αρχάριους οφείλει να είναι γενναιόδωρη. Για να παραφράσω τον Kevin Spacey, όταν έχεις μια επιτυχημένη πορεία, είναι υποχρέωσή σου να βοηθήσεις κι άλλους να ανέβουν. Εγώ υπήρξα τυχερή, είχα σπουδαίους δασκάλους: την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Τίτο Βανδή, την Εύα Κοταμανίδου, τον Άγγελο Αντωνόπουλο, την Έρση Μαλικένζου, την Όλγα Τουρνάκη, μεταξύ άλλων. Και επί σκηνής, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, τον Κώστα Καζάκο, τη Λίνα Λαμπράκη, τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, τη Μαρία Ναυπλιώτου, τη Λυδία Φωτοπούλου, τη Χρυσούλα Διαβάτη, και άλλους αμέτρητους. Όλοι τους μου έμαθαν κάτι, που προήλθε από τη δική τους εμπειρία.

 

Στόχοι και όνειρα για τη νέα χρονιά.

Δουλεύω μέσα μου την ιδέα ενός θεατρικού σεμιναρίου, που μου προτάθηκε από δύο ανθρώπους που εκτιμώ: τον Πάνο Γουργιώτη, που έφτιαξε έναν καινούριο χώρο για να στεγάσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του, και το Γιάννη Αμπαζή, με τον οποίο συνεργαστήκαμε στο “Σώσε” του ΕΘΒ. Μένει να οργανώσω τη δομή και το υλικό, και να το τολμήσω. Υπάρχουν επίσης καναδυό προτάσεις ρόλων στα σκαριά, που είναι πολύ δελεαστικές, καθώς και η πρόταση να σκηνοθετήσω μια παράσταση, πράγμα που με ιντριγκάρει, καθώς είναι κάτι που δεν έχω ξαναδοκιμάσει. Με φοβίζει και με ελκύει ταυτόχρονα ως ιδέα. Δεν ξέρω αν και πώς θα χωρέσουν όλα αυτά σε ένα χρόνο, αλλά δε βλάπτει να ονειρεύεσαι.

 

Ποια θα ήταν η δική σου συμβουλή σε έναν νέο άνθρωπο που επιλέγει το δρόμο της υποκριτικής;

Να έχει λυμένο με κάποιο τρόπο το οικονομικό του θέμα. Αλλιώς θα πεινάσει. Να πιστεύει στον εαυτό του και να μην το βάζει κάτω, αρκεί να το θέλει πάρα πολύ. Και να θυμάται πάντα ότι στο θέατρο ό,τι δίνεις, παίρνεις.

 

4last

 

 

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης / Newsville.be