Περί μοναχικότητας του νόστου

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Από τη Σίλια Χριστοδούλου*

Η απουσία αποκαλύπτει συχνά την νοσταλγική ανάγκη που εγγυάται η μοναξιά.Τι είναι τελικά σημαντικό; Μήπως κάτι στη μοναξιά που αποκαλύπτει την υπαρξιακή της υπόσταση άκαιρα δίχως να συμβαδίζει με τα γεγονότα; Έτσι κάπως δεσπόζει μόνη της η εσωτερική σιωπή που αποκόπτεται απ΄την πραγματικότητα της παρουσίας των άλλων. Αλλά αν εξωτερικά δεν την πυροδοτούσε το φαίνεσθαι της γιορταστικής ανάτασης μιας στιγμής σημαδιακής στη ζωή, θα υπήρχε άραγε αυτή η επιταγή του συναισθήματος της μοναξιάς; Συχνά το άγχος, η κατάθλιψη, η υπαρξιακή δίνη εμφανίζονται σε περιόδους που φαινομενικά τα πράγματα «στρώνουν». Μετά από δυσκολίες ή μετά από την επίτευξη ενός μεγάλου στόχου όπως αυτού της επιτυχούς μετανάστευσης.

Κάποτε η αναζήτηση δεν είναι σιωπηλή. Κάποτε ηχούν κύμβαλα. Κλυδωνίζεται το είναι στο ρυθμό μιας μουσικής ή αφήνεται στο κύμα το καλοκαίρι σε κάποια ακρογιαλιά που φανερώνει ένα τιρκουάζ την διαφάνειά του. Ή έστω στο νανούρισμα ενός τρένου ή στο παλμό μιας απογείωσης που σε προσγειώνουν σε νέες χώρες. Η ψυχή απλώνει χέρια, πλοκάμια, τινάζει φυλλοκάρδια ορθάνοιχτα και πιάνεται πάνω στην μορφή των άλλων, ανθρώπων αγαπημένων και πάλλεται. Και νιώθεις ζωντανός να γεμίζει το μέσα σου και να τρέφεσαι λαίμαργα σαν το μωρό που βυζαίνει την μάνα του. Κοιτάς γύρω σου. Ψάχνεις οικειότητα. Ανακαλύπτεις το καινούργιο που απλώνεται μπροστά σου κι ενθουσιάζεσαι. Άλλες φορές απλά παλεύεις να βρεις καβούκι να χωθείς, να κρύψεις το πρόσωπο σου και να βρεθείς στην μοναξιά που σε ορίζει και λες «πρέπει να βρω τον εαυτό μου, ένα ταξίδι πίσω να πάω». Ήρθες σε επαφή με μια διαφορετικότητα που σε φόβησε κι ας το αγνοείς. Κι έτσι απέχεις. Μα και πάλι χάνεσαι. Χάνεσαι στις ατέρμονες σκέψεις, στο κενό ενός κόσμου που σε περιβάλλει χωρίς νόημα, χωρίς τους δικούς σου γνώριμους κωδικούς και πάλλεται μόνο μια ιδέα μιζέριας και κατηγορίας. Ενοχικά σύνδρομα απέναντι στην απουσία. Και για την δικιά μας φυλή που αφήνει πίσω όχι πόλεμο μα οικονομική θύελλα. Ενοχές. Τελικά μια υπέρτατη αγάπη.

Θυμός, λύπη, αίσθηση ότι οι άλλοι έχουν την δύναμη να σε αποσταθεροποιήσουν, να σε καταστρέψουν. Στην ουσία φόβος της επανάληψης μιας γεύσης καταστροφής που ένιωσες απ΄τα μικράτα σου. Στις ρίζες της υποκειμενικότητας σου. Κάποτε, νιώθεις τόσο ξένος που απελπίζεσαι και κλαις με λυγμούς ελπίζοντας ενδόμυχα ότι θα βρεθεί μια αγκαλιά παρηγοριάς και στρέφεσαι πίσω με νοσταλγία, κάποτε αγανακτείς και θυμώνεις και ψάχνεις συμμάχους. Και καλπάζουν οι ελπίδες κι αδειάζουν οι ασκοί τραυμάτων απ΄το παρελθόν. Μιλάς ή γράφεις ή τραγουδάς, ερωτεύεσαι, απορρίπτεις ή αγαπάς. Δημιουργείς στην καλύτερη των περιπτώσεων νέους τρόπους να υπάρχεις. Επιλέγεις. Χρόνια και χρόνια ένα δρόμο ίδιο, μιας σταθερής πορείας εναλλαγής, πηγαινέλα οι σχέσεις, οι στόχοι, κι οι μύθοι που γραπώνεσαι για να συνεχίσεις τον αγώνα να φτάσεις το μέγιστο Ωραίο με την κλασσική έννοια της πνευματικής ανάτασης. Και κάποτε στέκεσαι. Όρθιος απέναντι στην μοίρα σου και την αντικρίζεις. Γνωρίζεις.

Δεν είναι αποδοχή. Είναι ο αναλογισμός της ευθύνης σου. Κι αφού προσπάθησες και δεν μπορείς αλλιώς, απλά δέχεσαι να προχωρήσεις γνωρίζοντας τα χτυπήματα της Μοίρας. Μα η επανάληψη της ίδιας γεύσης προδοσίας στο τέλμα σχέσεων κι η επιτακτική ανάγκη αλλαγής δίχως να σταθείς να συνειδητοποιήσεις τι πραγματικά κουβαλάς πάντα μαζί σου κάποτε σε υποχρεώνει να αναλογιστείς πέντε πράγματα, όχι μόνος πια,  για να μπορέσεις να συνεχίσεις διαφορετικά. Για να μπορεί ό,τι Αύριο κι αν έρθει να είναι καινούργιο. Ό,τι Χτες και να θυμήσει να πονάει διαφορετικά. Πόνος και Ζωή πάνε χέρι χέρι και τσαλακώνεσαι και πάλι στο κύλισμα της ρόδας του χρόνου περιμένοντας την επόμενη ανάταση χαράς για να σε πλημμυρίσει η αγάπη στο άγγιγμά της, στο τυχαίο συναπάντημα δυο ανθρώπων. Γιατί πάντα υπάρχει μια συνέχεια ακόμη κι όταν φαντάζουν τα πράγματα γύρω σου τόσο διαφορετικά. Αν τολμάς βέβαια να μην χωθείς απλά στο καβούκι μιας μικροκοινωνίας που σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι λίγα άλλαξαν και βρίσκεις τον εαυτό σου σχεδόν από συνήθεια να ψευτονιαουρίζει μια δήθεν νοσταλγία απλά και μόνο επειδή αυτή σας ενώνει στο μικρό σας γκέτο. Κάποτε είναι δρόμοι, ακόμη και γι’αυτούς που επιλέγουν τους λιγότερο ταξιδεμένους, τους πιο άβατους και μοναχικούς, που κάπου συναντιούνται αληθινά. Κι εκεί βρίσκεις λόγο για να ζείς, να εργάζεσαι, να θέλεις να μοιράζεσαι.

Η τριβή η ανθρώπινη φέρνει αλήθειες που σπάνε τα κουτάκια της σκέψης και τα πρόσκαιρα στερεότυπα που κρύβουν λέξεις σαν τα επίθετα που, όνομα και πράγμα, γίνονται επιθετικά και περιορίζουν οντότητες σε ένα χαρακτηρισμό. Ου κρίνεις λοιπόν. Όλοι στο ίδιο καρυδότσουφλο αρμενίζουμε περιμένοντας την στεριά. Δεν πάει να είσαι σε υπερπολυτελέστατο κρουαζιερόπλοιο ή σ’ένα φουσκωτό καρυδότσουφλο που το ξεβράζει στην καλύτερη το κύμα σ΄ένα βράχο. Από όπου και όπως και να έρχεσαι, ο ξεριζωμός μικρός ή μεγάλος κάπου υφίσταται. Λυπάσαι για ό,τι έχασες μα αποδέχεσαι να μην αφήνεις τόσο πολλά ακέραια κομμάτια σου αλλού. Αναλαμβάνεις λοιπόν την ευθύνη να είσαι ο εαυτός σου ολόκληρος. Το οποίο σημαίνει ότι δέχεσαι να είσαι άνθρωπος. Με την χαρά σου την ξέφρενη, με την απελπισία της ενοχής σου που υπάρχεις διαφορετικά. Δικαίωμα οντολογικό. Υπάρχω. Δηλαδή δεν μπορώ να ξεφύγω, δεν μπορώ ν’αλλάξω την ουσία μου κι ας μην μένω ποτέ ίδιος. Κάποτε οι γλώσσες που μαθαίνεις κι οι τόποι που γνωρίζεις σε αλλάζουν εκ των έσω. Έτσι οι ταυτότητες συνυπάρχουν κι εναλλάσονται στα πλαίσια που τις οριοθετούν και τις κάνουν δημιουργικές. Ρίζωμα και πλούτος η πολυσημεία.

Κάπως έτσι είναι κι η διαφάνεια. Ένα πέπλο με το οποίο σαγηνευτικά μπορείς να χορεύεις μπροστά στα μάτια των άλλων. Αυτών που είναι κοντά κι αυτών που είναι μακρυά. Για να παίζεις με τις λέξεις, για να δημιουργείς γέφυρες και να μην τις αφήνεις να σε φυλακίζουν, για να σου αποδίδουν μια αίσθηση δικαιοσύνης λυτρώνοντάς σε εκεί που κάτι σε φυλάκισε. Έτσι έρχεται κι η αναγκαία απόσταση, ηθική επιταγή που επιτρέπει τις σχέσεις. Η ηθική του χώρου που δίνει το δικαίωμα συνύπαρξης σ’ένα κόσμο που φαντάζει συχνά πυκνά στενός στην ξεροκεφαλιά κάποιων φοβισμένων που σκέφτονται για σένα χωρίς εσένα χειραγωγώντας την ελευθερία της κρίσης σου. Η έννοια του χωρόχρονου και της απόστασης σήμερα άλλωστε ξαναπροσδιορίζονται τόσο που ο φόβος μπορεί να διώχνει ξανά με θέρμη το «ξένο». Πάντα είναι νωρίς στον κόσμο αυτό για το «απ’αλλού φερμένο» που μας θυμίζει την γλώσσα που μας έδωσαν.

Προσφυγιά λοιπόν. Γιατί το είδωλο στο καθρέφτη αρνείσαι να σε καθορίζει. Κι εγώ συντάσσω με όσα άρματα κατέχω μανιφέστο κατά της εικόνας, πέρα απ’την φαινομενική προσέγγιση ενός «συμπτώματος» που σε κάνει να υποφέρεις. Αυτό κάνω και για σένα, ουσιαστικά πουλάω αντισυμβατική ελευθερία με προσαρμογή κοινωνικού κατεστημένου στα μέτρα σου. Αυτό που αλλιώς λέγεται «κοινωνική αποκατάσταση», « ένταξη», «πρόληψη».  Απ’όποιο άσυλο και να έρχεσαι. Ό,τι ταμπέλα η επιστήμη σου κόλλησε σαν υπέρτατη αλήθεια στην αμηχανία της να προσπαθεί να σε βοηθήσει λες κι η επιστήμη δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Απ’όπου κι αν έρχεσαι λοιπόν. Το καϊκάκι μου το αιγαιοπελαγίτικο ξέρει από φουρτούνες. Έτσι τυχαίνει κι ανεβάζω πάνω για μικρές ή μεγάλες διαδρομές εκείνους που διεκδικούν μια λύση. Κι ας μην  αλλάζουμε τον κόσμο, κάτι αλλάζει. Όποιος πιστεύει όμως ότι είναι Δάσκαλος που κατέχει συνταγές με σίγουρα αποτελέσματα κάπου αμύνεται απλά στην δική του ανασφάλεια ενσαρκώνοντας επικίνδυνα τον ρόλο του γκουρού. Πρόσεχε λοιπόν που θα απευθυνθείς.

Η βαθύτατη επιθυμία να σταθείς μπροστά στα αδιέξοδα της ύπαρξης ίσως γιατί η απόγνωση είναι πολύ μεγάλη, ίσως γιατί η αθεράπευτη ελπίδα κι επιδίωξη αλλαγής κάνει την μοναχικότητα να ζητάει σύντροφο. Κι έτσι έρχεσαι. Και κάποτε πιάνουμε λιμάνι. Αυτό που λένε «θεραπεία». Κάποτε απλά ταξιδέψαμε παρέα και σκεφτήκαμε μαζί τα όνειρά σου. Εκεί έρχεται η ανάλυση. Στην αγάπη για τη σκέψη μέσα από λεκτικούς δαιδάλους. Ένα ταξίδι είναι πάντα λοιπόν.

Ίσως αυτός να είναι κι ένας δρόμος κάποιου είδους ενηλικίωσης. Ίσως να είναι κι εφηβική παράταση. Ίσως είναι να παίρνεις δημιουργική απόσταση απ΄το παιδί που υπήρξες για να μιλάει ακόμη μέσα σου οδηγώντας χωρίς να το ξέρεις κάποια νήματα της ζωής σου. Ίσως απλά ν’αρχίσαμε να γερνάμε και μεις πριν προλάβουμε να μεγαλώσουμε. Καταραμένη γενιά και μεις με τον τρόπο μας. Σαν τους ποιητές. Διαχρονικά. Να συνυπάρχουν όλα τα κομμάτια. Το πάζλ της μνήμης να μαζεύει τα θραύσματα που οι αλλαγές δημιουργούν και να εναρμονίζονται ο ενήλικας, ο έφηβος, το παιδί σε μια διαλεκτική που η αίσθηση συνέχειας του εαυτού σου να μεστώνει. Κανείς δεν είναι πιο ολόκληρος άνθρωπος απ’τον άλλο. Ναι, στο ίδιο καρυδότσουφλο κι ας είμαστε διαφορετικοί, να ορίζουμε διαφορετικές θέσεις μέσα στο χώρο. Μα αυτή η διαφορετικότητα επιτρέπει τα ταξίδια τα πραγματικά. Εκείνα που φωτίζουν πτυχές της ψυχής σου. Όχι γιατί εγώ βλέπω καλύτερα. Αλλά γιατί ξέρω τι είναι να έχεις σπηλιές και σκοτεινά λημέρια. Θα ψάξω δρόμους λοιπόν για να σε συναντήσω όταν εσύ το αποφασίσεις. Ξέρω τι πάει να πει φόβος, ξέρω τι είναι να θέλεις να κρυφτείς. Ξέρω τι είναι Συνάντηση. Κάποιοι μου το μεταλαμπάδισαν αυτό κι όχι στα θρανία, κι ας ήταν δάσκαλοι απ΄αυτούς τους Συντρόφους της Σκέψης που δεν είναι μόνο φωτισμένοι απ΄τα βιβλία αλλά απ΄τους δρόμους της καρδιάς που ορίζει η Αγάπη. Ο σεβασμός είναι υπερβατικό βίωμα που μπορεί να γίνει και εριστικό, δεν είναι σκονάκι ή παπαγαλία ή εξαϋλωμένο σαβουάρ βιβρ.

«Ανήκω». Ναι, έρχεται το ανήκω και σε σώζει απ΄το αμλετικό δίλημμα της ύπαρξής σου. Κάθε Οδύσσεια, λέει η φιλέλληνας φιλόσοφος Κασσέν**, είναι αφηγηματοποίηση της απόδοσης ταυτότητας. Είμαι σε ένα σύνολο, ένα μέρος του συνόλου που το ορίζω κι εγώ με την σκοπτική μου πλευρά. Ο καθείς και τα σύνολά του λοιπόν. Όσο κι αν η μοναξιά είναι τόσο ανυπόφορα αληθινή. Αφηγήσαι στιγμές που πηγαινοέρχονται με την παρουσία μου. Στιγμές που η απουσία, μας φανερώνει τα δικά σου. Μικρά καταφύγια της καθημερινότητας που μπορείς να υπάρχεις χωρίς τις επιταγές των κοινωνικών ρόλων. Αναλογίζεσαι το άγχος, γεύεσαι την ελευθερία, μετράς τις επιπτώσεις, βιώνεις αποσπασματικά δράματα για ν’αποδέχεσαι σταδιακά αυτά που σε διέπουν, κατά κάποιο τρόπο μεταμορφώνεσαι και κάποιο είδος λυτρωτικού εξευμενισμού φανερώνει αυθεντικές πτυχές του Είναι σου. Μετά μπαίνεις στην κοινωνία και μοιράζεσαι, υπάρχεις. Ζεις. Εργάζεσαι. Εσύ, όπως κι εγώ. Κι ας χωρίζουν οι δρόμοι μας μόλις πάψεις να με έχεις ανάγκη.

Νοέμβριος 2015

Σίλια Χριστοδούλου

 

 

*Η Σίλια Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε και σπούδασε στις Βρυξέλλες. Εργάζεται σαν κλινική ψυχολόγος και ψυχαναλυτική θεραπεύτρια στον χώρο ψυχικής υγείας. Κάποτε γράφει.

**Μπαρμπαρά Κασσέν «Η Νοσταλγία, Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» Εκδόσεις Μελάνι

Photo credit: Dimitris Navridis

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Περί μοναχικότητας του νόστου"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *