- - https://www.newsville.be -

Η παράσταση του Λυκείου Ελληνίδων Βρυξελλών «Ο Άστεγος τ' Ουρανού», Μάρτιος 2015.

Η θεατρική παράσταση «Ο Άστεγος του Ουρανού» μέσα από την κριτική ματιά του Αριστείδη Λαυρέντζου.

Παρακολούθησα την παράσταση «Ο Άστεγος τ' ουρανού» του Λυκείου Ελληνίδων Βρυξελλών (σκηνοθεσία Μαρίας Καραχάλιου – Γιάννη Οικονομίδη) την Παρασκευή 20 Μαρτίου στο γνωστό σε όλους μας θέατρο Scarabaeus που έχτισε και διευθύνει εδώ και τρεις δεκαετίες η Κα Ειρήνη Χαλκιά, φιλοξενώντας έργα από το ελληνικό και παγκόσμιο ρεπερτόριο, σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του μεγάλου γαλλικού εικοστού αιώνα, ο Louis Jouvet, γράφει: « Au théâtre, il n’ y a rien à comprendre, mais tout à sentir. » Και σε ελεύθερη μετάφραση, για όσους δεν είναι αρκετά οικείοι με τη γλώσσα του Μολιέρου: Στο θέατρο σημασία δεν έχουν αυτά που καταλαβαίνεις αλλά αυτά που νιώθεις. Ξεκινώ λοιπόν από αυτή τη διαπίστωση. Από τη μεριά των θεατών, πολυάριθμες οι μαρτυρίες, ότι υπήρξαν σκηνές που τους έφεραν δάκρυα στα μάτια. Τι περισσότερο περιμένουμε από μια παράσταση, από το να αγγίξει την ψυχή μας – απ' όπου εκπηγάζουν τα δάκρυα; Υπάρχουν από την άλλη πλευρά οι μαρτυρίες των ηθοποιών. Ασφαλώς δεν είναι αυτοί οι περισσότερο αρμόδιοι να κρίνουν το θεατρικό αποτέλεσμα της παράστασής τους – όμως πώς να μας αφήσει αδιάφορους μια ομάδα 20 και πλέον ατόμων που επί τόσους μήνες περνούν αρκετά βράδια τη βδομάδα για να δημιουργήσουν μια ωραία κοινωνική εκδήλωση για όλους, χωρίς καμιά ανταμοιβή εκτός από το δίκαιο χειροκρότημα; Και θα παρασιωπούσα ίσως τους υπόλοιπους, όμως δεν μπορώ να παρασιωπήσω τον μικρό Λέοντα Κωνσταντινίδη, που γράφει με το χεράκι του – και όχι με γραφομηχανή ή κομπιούτερ, στο καλογραμμένο και καλόγουστο πρόγραμμα της παράστασης (σελίδα 31) «θα μου μείνει μια αξέχαστη εμπειρία». Αυτό μου θυμίζει μια δική μου εμπειρία από παλαιότερη μάλλον αδύνατη δική μου παράσταση, όπου ένας συνομήλικος του Λέοντα ήρθε και μου είπε στο τέλος της παράστασης: «Κύριε Αριστείδη, σήμερα ήταν η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου». Μικρέ φίλε που σήμερα είσαι στο πανεπιστήμιο, έχω διηγηθεί τη φράση σου συχνά, και σήμερα σου το λέω από αυτή τη στήλη ότι σε σένα οφείλω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεατή τη δύναμη να δημιουργήσω όσα μπόρεσα αυτά τα χρόνια στο θέατρο.

Θα ήθελα να μπω και σε ορισμένα άλλα σημεία θεατρικής κριτικής, στο μέτρο που η δεοντολογία θα μου το επέτρεπε, αφού ανεβάζω και εγώ ο ίδιος παραστάσεις – γι αυτό και αποφεύγω κατά το δυνατόν να αναφέρομαι σε όσους έχουν τον αντίστοιχο με μένα ρόλο στην ομάδα. Όμως, έτσι κι αλλιώς όλοι κρινόμαστε, κι αφού το θεατρικό φαινόμενο των Ελλήνων στις Βρυξέλλες έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο από άλλες πόλεις όπου ζουν απόδημοι Έλληνες και έχει γίνει γνωστό και πολύ πιο πέρα από τα όρια της ευρύτερης Ελληνικής κοινότητάς μας, μια σωστή θεατρική κριτική θα μας βοηθάει όλους να γίνουμε καλύτεροι – όπως έλεγε ο μεγάλος μας ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος, όχι καλύτεροι από τους άλλους αλλά καλύτεροι από τον εαυτό μας. Μια θεατρική κριτική είναι σωστή όταν γίνεται από όσο περισσότερο αρμόδιους στο θέμα – χωρίς να ενοχλεί και το να ακούγονται και γνώμες μη ειδικών, εφόσον το θέατρο απευθύνεται σε όλους. Τέλος, μια θεατρική κριτική δεν επιτρέπεται ηθικά και δεοντολογικά να γίνεται κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας, διότι σε αυτήν την περίπτωση κάτι ύποπτο θα υπάρχει – και σίγουρα η ανανδρία! Ζούμε σε χώρα με δημοκρατικούς θεσμούς (αυτό περιλαμβάνει και τη χώρα καταγωγής μας και τη χώρα διαβίωσής μας) και το πρότυπο της δημόσιας κριτικής το έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες όπου η ελευθερία του λόγου ήταν ο ύψιστος θεσμός. Φανταστείτε όμως τον Σωκράτη, τον οποίο έπληξε καίρια η ελευθερία δημόσιας κριτικής, να μην είχε το δικαίωμα να γνωρίζει ποιοι είναι οι κατήγοροί του που τον έστειλαν στο θάνατο! Και κάνετε τη σύγκριση με τους πατριώτες που πέθαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα στην κατοχή, «καρφωμένοι» στους ναζί από άτομα που έκρυβαν με μαύρη κουκούλα το πρόσωπό τους. Σταματώ εδώ προς το παρόν σε αυτή την πτυχή που θα έπρεπε να είναι για όλους τουλάχιστον αυτονόητη.

Στην παράσταση του «Άστεγου», ο Γιάννης Οικονομίδης δοκίμασε κάτι το καινούργιο: να φέρει στη σκηνή δικά του κείμενα από το παρόν, και μάλιστα εμπνευσμένα από τη σχέση του με σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς. Πρώτος είχε ανεβάσει, αν δεν απατώμαι, θεατρικό έργο συναδέλφου των Βρυξελλών – και όχι καθιερωμένου θεατρικού συγγραφέα – ο Τάσος Νυχάς, με έργο της Νάνσυ Πασκάλ. Το ίδιο αποφάσισε ομόφωνα να κάνει και ο θίασός μας ΘΕΣΠΙΣ τη θεατρική χρονιά 2015-2016, με πολύ ενδιαφέρον έργο που έγραψε πρόσφατα ο συνάδελφος και φίλος Δήμος Αγγελούσης. Είμαι βέβαιος ότι κανένας από όσους γράφουμε ή μεταφράζουμε δεν θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τον Σαίξπηρ στη συγγραφή ή ίσο με τον Γρυπάρη και τον Πλωρίτη στη μετάφραση. Είναι άτοπο να γίνονται τέτοιες συγκρίσεις. Από αυτή την πλευρά, αυτό που έδωσε το Θέατρο του Λυκείου Ελληνίδων με τη «Μικρή μας Πόλη» του παγκόσμια καταξιωμένου Θόρντον Ουάιλντερ, που θα μείνει αξέχαστο για πολλά χρόνια στους θεατρόφιλους των Βρυξελλών και που τιμήθηκε με standing ovation των θεατών, δεν θα μπορούσε να το δώσει «Ο Άστεγος». Είναι βέβαιο ότι τέτοιες μεγάλες επιτυχίες θα έχουν συνέχεια. Όμως στη θεατρική δημιουργία τους καινούργιους δρόμους τους ανοίγει το πειραματικό θέατρο, έστω και αν πρέπει πάντοτε να περιμένουμε το μέλλον για να δούμε αν κάποιοι νέοι δρόμοι θα γίνουν ίσως λεωφόροι. Συνεπώς χρειάζεται τόλμη να επιχειρήσεις κάτι το καινούργιο κι έστω κι η τόλμη αξίζει συγχαρητήρια έστω κι αν δεν υπήρχαν αξιέπαινα σημεία στο έργο – έρχομαι σε αυτό.
 
Πολλά μέλη της ομάδας μου παρακολούθησαν τον «Άστεγο» και κάναμε συζήτηση, κάτι που είναι εποικοδομητικό για όλους. Οι γνώμες δεν είναι ομόφωνες για όλα τα σημεία και αυτό ασφαλώς αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη ευαισθησία του καθενός. Υπήρξαν οι ενθουσιώδεις, υπήρξαν και οι πιο μετριοπαθείς. Όλοι βρήκαμε ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη την εμπειρία, όλοι επισημάναμε συγκινητικές σκηνές, αίσθηση χιούμορ, ποίηση και ανθρωπιά. Έγιναν λάθη; μπορεί – αλλά μαθαίνουμε και από αυτά, όπως και στη ζωή μας. Π.χ. αν είχα κάτι να συστήσω στην ομάδα του Λυκείου Ελληνίδων, είναι να προσεχθούν περισσότερο οι υπέρτιτλοι (που εμάς τους ελληνόφωνους μεν δεν μας αφορούν αλλά η ανάγνωσή τους δεν φαίνεται να ήταν τόσο εύκολη για τους ξένους όσο σε άλλα έργα). Επίσης, στο τόσο πλούσιο και καλαίσθητο πρόγραμμα καλό θα ήταν να γράφεται τι ακριβώς έπαιξε ο κάθε ηθοποιός, διότι δεν είναι δεδομένο ότι όλοι γνωρίζουν τα πρόσωπα που υποδύονται τους ρόλους. Συγχαίρω και πάλι την ομάδα, εύχομαι καλή δύναμη και περιμένω την επόμενη δημιουργία της ή και μια ωραία σύμπραξη όπως στα χρόνια της αρχής μας, Γιάννη Οικονομίδη, το 1992, όταν αναμορφώναμε το θεατρικό σκηνικό της ομογένειας των Βρυξελλών ιδρύοντας μαζί με το Γιώργο Ανδρονίδη και άλλους το Ελληνικό Θέατρο Βελγίου.